Οκτώ χρόνια μετά, και κανείς δεν ξέρει τα πρόσωπα τους. Το έγκλημα στη Marfin δεν έχει επισήμως δράστες. Οι δυο βασικοί κατηγορούμενοι αθωώθηκαν, τα στοιχεία απεδείχθησαν ισχνά, ανεπαρκή, αναξιόπιστα
Ηταν ψηλός, μελαχροινός ο άντρας που πέταξε τη μολότοφ στην τράπεζα Marfin της οδού Σταδίου. Κάποιος τον τράβηξε από τη μπλούζα, φάνηκε προς στιγμήν το σώμα του · σφριγηλό. Το τζάμι του ισογείου είχε ήδη σπάσει. Εκτοξεύθηκε ένα μπουκάλι με βενζίνη, πέτρες… Ομάδα ολόκληρη ήταν, κουκουλοφόροι. Με πολιτικό «θυμό». Τυφλή βία. Σκατοψυχιά. «Κάψτε τους!» ακούστηκε μέσα στην οχλοβοή.
Οσο οι φλόγες έζωναν το κτίριο, οι περισσότεροι από τους υπαλλήλους στοιβάχτηκαν στον μικρό φωταγωγό που επικοινωνούσε με την ταράτσα. Ο πιο δυνατός κατόρθωσε να σπάσει το πλέγμα της οροφής του, ένα κύμα αέρα τους χάρισε παράταση ζωής. Σκαρφάλωσαν στη στέγη, πήδηξαν σε κτίριο – κατάστημα, έσπασαν την τζαμαρία του με ένα καδρόνι, κατόρθωσαν να βγουν στη Σταδίου.
Αλλά όχι όλοι. Η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, έγκυος τεσσάρων μηνών, η Παρασκευή Ζούλια, ο Επαμεινώνδας Τσακάλης άφησαν την τελευταία τους πνοή δηλητηριασμένοι, από την καπνίλα και τις αναθυμιάσεις. Στα τριάντα τους και κάτι.
«Τον Νώντα, τον βρήκαν στα σκαλιά , δεν τον έφτασε η ανάσα του. (…) Η Αγγελική ήταν κοντά του, στην αρχή, ήξερε για την κατάστασή της, σίγουρα θα προσπάθησε να τη βοηθήσει. (…) Μέρες μετά είδα το αποτύπωμα της, του σώματος της, των χεριών της, στο πάτωμα (…) Η Παρασκευή ήταν πεσμένη κοντά στα κιγκλιδώματα του μπαλκονιού».
Τα εύφλεκτα υλικά σε συνδυασμό με τον τρόπο κατασκευής του κτιρίου, προκάλεσαν «το φαινόμενο της καμινάδας». Οι καπνοί που ανέβαιναν προς τα πάνω δεν άφηναν εύκολα περιθώρια διαφυγής.
Οι μαρτυρίες στις δικαστικές αίθουσες ανέδειξαν το δράμα. Κορυφαίο.
Το αποτυπώνουν κι οι φωτογραφίες της εποχής, όλες κατάμαυρες. Με λουλούδια για τους αδικοχαμένους σε μαύρο φόντο, απ’ τον πολύ καπνό, μαυροφορεμένους ανθρώπους που βάζουν το χέρι μπροστά στο στόμα για να μην αποδράσει η ψυχή τους από τον πόνο, με αγκαλιές μαύρης απόγνωσης. Ποιος να το περίμενε, το πρωί που ξεκινούσαν για τη δουλειά…
Χιλιάδες άνθρωποι είχαν βγει στον δρόμο, στις 5 Μαΐου του 2010. Τα συνδικάτα και τοπικές οργανώσεις πρωτοβάθμιων σωματείων είχαν καλέσει σε γενική απεργία και διαδήλωση το κέντρο της Αθήνας. Εξελίχθηκε στη μαζικότερη συγκέντρωση κατά του (πρώτου) Μνημονίου. Μέσα στις χιλιάδες που συνέρρευσαν χάθηκαν κι οι δράστες.
Οκτώ χρόνια μετά, και κανείς δεν ξέρει τα πρόσωπα τους. Το έγκλημα στη Marfin δεν έχει επισήμως δράστες. Οι δυο βασικοί κατηγορούμενοι (ένας εξ αυτών για την παράλληλη βομβιστική επίθεση στο βιβλιοπωλείο «Ιανός») αθωώθηκαν, τα στοιχεία απεδείχθησαν ισχνά, ανεπαρκή, αναξιόπιστα.
Τα διοικητικά δικαστήρια επιδίκασαν και αποζημιώσεις. Φθάνουν αλήθεια οι αποζημιώσεις, όταν έχεις χάσει στα 32 της την κόρη σου, τη γυναίκα που κυοφορεί το παιδί σου, την αδελφή σου;
Ευθύνες αποδόθηκαν μόνο στους «υπεύθυνους» της τράπεζας. Τον διευθύνοντα σύμβουλο, τη διευθύντρια του υποκαταστήματος, τον υπεύθυνο πυρασφάλειας. Πολλές οι παραλείψεις. Το πατάρι του κτιρίου δεν διέθετε καν έξοδο κινδύνου. Στο ισόγειο υπήρχε μόνο μία, κι αυτή άνοιγε με τηλεχειριστήριο που κρατούσε αποκλειστικά η διευθύντρια. Όταν είναι να έλθει η μαύρη ώρα…
Φέτος, ο Νώντας, που είχε χάσει νωρίς τον πατέρα του, θα ήταν 44 χρονών. Είναι θαμμένος κάπου στη Λευκάδα. Η Παρασκευή θα έκλεινε τα 43 της. Η μητέρα της ήταν χαρούμενη όταν γύρισε από τις σπουδές της στην Αγγλία, φοβόταν τις επιθέσεις στον υπόγειο του Λονδίνου και «μην της πάθει τίποτα η Βίβιαν». Κι η Αγγελική, το «γελαστό παιδί». Εκείνη τη μέρα ήθελε να φύγει νωρίς από την τράπεζα. Η αδελφή της, η Σίσσυ, είχε δει από την τηλεόραση την τράπεζα να καίγεται. Την έπαιρνε τηλέφωνο. Χτυπούσε κανονικά, αλλά κανείς δεν απαντούσε. Φέτος, θα γινόταν 40.