Advertisement

Μια Εμπειρία με το Αντάρτικο στα Κύθηρα το 1944

Γράφει ο καθηγητής  ƚ Βασίλης Λευθέρης

960

Η περίοδος της κατοχής 1940-1944 για μας ερχόταν προς το τέλος όταν ένα καλοκαιριάτικο απόβραδο αναπάντεχα ήρθε στο σπίτι μας, στα Κατελουζιάνικα, στο πάνω Λειβάδι, ένας καλαμπουρτζής, ψηλός άνδρας με ένα πολυβόλο στον ώμο. Ευχαρίστως μάς ανήγγειλε ότι θα έμενε μαζί μας το βράδυ. Αφού ζήτησε και έμαθε το όνομα της μάννας μου, της λέει: «κυρά Κατίνα να φέρεις να δειπνήσω γιατί είμαι πολύ πεινασμένος και μετά να μου δείξεις ένα κρεββάτι να κοιμηθώ». Έστησε το πολυβόλο στην αυλή και κάθισε στην πεζούλα.

Έτσι γνωρίσαμε τον Καπετάν Φλώρο, έναν από τους «αντάρτες» που είχαν έλθει από την Πελοπόννησο να πολεμήσουν τους Γερμανούς στα Κύθηρα.  Την άλλη μέρα ο καπετάν Φλώρος έφυγε νωρίς και δεν τον ξαναείδαμε.

Μετά από μερικές μέρες ακούσαμε μηχανές, κάτι που ήταν σπάνιο για την ηρεμία των Κυθήρων, και βγήκαμε στο πρόβγαλμα προς την Κακιά Μέλισσα, απ’ όπου περνούσε ο κεντρικός δρόμος. Εκείνη την ώρα περνούσε μια μονάδα Γερμανών με μοτοσυκλέτες. Μαζί μας ήταν και ο συγχωρεμένος ο Αντώνης Κουέλης. Σε λίγο ακούμε τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω μας. Οι Γερμανοί σταμάτησαν στο γεφυράκι του κεντρικού δρόμου όταν μας είδαν στην κορυφή του λόφου. Μας πήραν για αντάρτες και άρχισαν να μας ρίχνουν. Οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μας. Αμέσως πέσαμε κάτω και έτσι γλυτώσαμε από θαύμα, όπως έλεγε ο Αντώνης Κουέλης.

Μερικές μέρες αργότερα ο Καπετάν Φλώρος μάς έστειλε μήνυμα από το Κάστρο της Χώρας απ’ όπου αυτός και οι σύντροφοί του πολεμούσαν τους Γερμανούς. Εντολή να σφάξουμε μια κατσίκα να μαγειρέψουμε το κρέας και να το πάμε με τον γάιδαρό μας στο Κάστρο την άλλη μέρα το πρωί.

Έτσι και έγινε. Η οικογένεια επέλεξε εμένα για την αποστολή, γιατί είχα εμπειρία από τα προηγούμενα χρόνια που κουβαλούσα νερό στους Γερμανούς στον Τράχηλα και στην Αγιά Ελέσα. Το φαγητό ήταν σε δυο καζάνια της μπουγάδας. Δεν πήγα από τον κεντρικό δρόμο, αλλά από το Στραπόδι  και τους πίσω δρόμους και βγήκα στο Αγιάτικο, στο πάνω μέρος της Χώρας. Από εκεί μέσα από τα σοκάκια της Χώρας, έφτασα στο Κάστρο.

Όταν με είδε ο Καπετάν Φλώρος χάρηκε πολύ, ίσως περισσότερο γιατί πεινούσε.

«Καλώσμουτονε», μου φωνάζει από τον τοίχο όπου κρατούσε το πολυβόλο και έριχνε στους Γερμανούς στο μόλο του Καψαλιού. «Έλα εδώ, εγώ θα πάω για φαγητό κι εσύ βάρα τους, οι κανίστρες είναι γεμάτες».

Πήρα το πολυβόλο, σημάδεψα το μόλο και πάτησα τη σκανδάλη. Ταρακουνήθηκα  ολόκληρος, γιατί το πολυβόλο ήθελε γερούς ώμους, όχι ενός παιδιού δεκατεσσάρων χρόνων σαν και μένα. Όλοι οι αντάρτες, που δεν ήταν πολλοί, εκείνη την ώρα έτρωγαν. Εγώ πατούσα την σκανδάλη μέχρις ότου άδειασαν οι κανίστρες από σφαίρες  και μετά φοβισμένος πήγα να συναντήσω τη γαϊδούρα μου που ήρεμη περίμενε. Δεν άκουσα και δεν είδα ανταλλαγή πυρών με τους Γερμανούς.

Από τον ίδιο δρόμο γύρισα στο σπίτι προς το σούρουπο. Η εμπειρία μού άφησε πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Και για να πω την αλήθεια, πιο πολύ θαύμαζα  τη γαϊδούρα μου που δεν καταλάβαινε τίποτα από πολέμους.


ΣΗΜ. «Κ». Το κείμενο αυτό δόθηκε για δημοσίευση πριν λίγα χρόνια, αλλά λίγο πριν δημοσιευθεί ο φίλος συγγραφέας του ζήτησε να το αφήσουμε «για αργότερα….». Τώρα που, δυστυχώς,  ήρθε αυτό το «αργότερα» δίνουμε αυτή τη μαρτυρία στη δημοσιότητα.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ Φ. ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2022 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ»

 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο