Advertisement

Μια ημέρα του Πάσχα, το 1836

Πώς γιόρταζε το βράδυ της Ανάστασης η Αθήνα του Οθωνα και της Αμαλίας - μια πόλη που από σωρός ερειπίων μετατρεπόταν σταδιακά σε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους

387

Το 1836 ο Οθωνας μετρούσε τέσσερα χρόνια ως βασιλιάς της Ελλάδος και ζούσε σε μια πόλη που αναγεννιόταν ως πρωτεύουσα μέσα από τα ερείπια. Ηταν μόλις τις τελευταίες ημέρες του 1833 όταν αποφασιζόταν η ανοικοδόμηση της Αθήνας, με χάραξη ρυμοτομικού σχεδίου και διάνοιξη νέων δρόμων. Επίσης, το 1836 θεμελιώθηκε το νέο παλάτι, στο οποίο ο Όθωνας και η Αμαλία μεταφέρθηκαν το 1843, λίγο πριν από την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου.

Ο βασιλιάς συμμετείχε από νωρίς στους θρησκευτικούς εορτασμούς της χώρας του, όπως εκείνον του Πάσχα, το οποίο είχε πάρει χροιά δημόσιου γεγονότος, πέρα από τον θρησκευτικό και οικογενειακό χαρακτήρα. Κατά την περιφορά του Επιταφίου της Αγίας Ειρήνης στην οδό Αιόλου (η διάνοιξη της οποίας είχε ξεκινήσει το 1834) πλήθος κόσμου ακολουθούσε με αναμμένα κεριά τη στρατιωτική μπάντα, την ώρα που αυτή έπαιζε το πένθιμο εμβατήριο από την όπερα «Αχιλλέας και Βρισηίδα» του ιταλού συνθέτη Φερντινάντο Πάερ. Το βράδυ της Ανάστασης, με περισσότερα αναμμένα κεριά στα χέρια, ο κόσμος άκουγε πλέον μια «Πολωνέζα» του Ροσίνι.

Ο καθεδρικός ναός της Αγίας Ειρήνης ήταν τότε ένα κτίσμα μικρών διαστάσεων. Ενας βυζαντινός ναός που, αποκατεστημένος πρόχειρα μετά τις φθορές που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, λειτουργούσε στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση (περίπου το 1846 θα ξεκινούσε στη θέση του παλιού ναΐσκου η ανέγερση της σημερινής νεοκλασικής τρίκλιτης βασιλικής σε σχέδια του Λύσανδρου Καυταντζόγλου).

Αποψη της Αθήνας, με την Ακρόπολη και τον Ναό του Ηφαίστου (Θησείο). Από την έκδοση του Ludwig Wrangel «Flüchtige Skizzen aus Ost und Süd», 1839 (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, el.travelogues.gr)

Μπροστά στην Αγία Ειρήνη είχε στηθεί μια ξύλινη εξέδρα από όπου εμφανίστηκε ο Οθωνας με επίσημο ένδυμα, συνοδευόμενος από τη μικρή αυλή του, μαζί με δύο ξένους πρέσβεις, της Ρωσίας και της Πρωσίας, τον δεσπότη (αρχιεπίσκοπο) των Αθηνών και άλλους ιερωμένους με αρχιερατική περιβολή (in pontificialibus), οι οποίοι τελούσαν διάφορες θρησκευτικές τελετουργίες. Ο βασιλιάς, αφού ασπάστηκε το Ευαγγέλιο που του έτειναν, περίμενε όρθιος επί τρία τέταρτα της ώρας, ασκεπής και κρατώντας μια μεγάλη λαμπάδα στο χέρι, μέχρι το τέλος της τελετής.

«Το ίδιο επαναλήφθηκε μετά, μέσα στην εκκλησία, για δύο ολόκληρες ώρες· και ενώ έξω είχε τσουχτερό κρύο, εκεί μέσα έκανε ανυπόφορη ζέστη» σημειώνει ο πρίγκιπας Χέρμαν φον Πύκλερ-Μούσκαου, ξακουστός ταξιδιωτικός συγγραφέας και από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές διασημότητες εκείνης της εποχής. Μέσα στη φωταγωγημένη εκκλησία είχαν στήσει στο πλάι ένα μπαλντακίνο (σκιάδιο), κάτω από το οποίο στεκόταν μόνος του ο βασιλιάς. Η λαμπάδα του, που λέπταινε προς την άκρη σαν λαβή μαστιγίου, είχε μήκος πάνω από 90 εκατοστά.

«Ο δεσπότης», σημειώνει ο Μούσκαου, «ήταν ντυμένος με λαμπρά άμφια, ενώ τα λευκά γένια και μαλλιά του, που κρέμονταν κάτω από ένα είδος κορόνας όμοιας με το στέμμα του Καρλομάγνου, ήταν τόσο πλούσια και πυκνά, που έμοιαζαν με χαίτη λευκού αλόγου. Ιδιόμορφη ήταν και η δεσποτική του ράβδος, ή μάλλον το σκήπτρο του, που ως απόληξη είχε επίσης ένα στέμμα».

Το βασιλικό παλάτι της Αθήνας. Βινιέτα αφιερωμένη στην Α.Μ. τον βασιλιά Οθωνα της Ελλάδος – από την έκδοση του August Ferdinand Stademann «Panorama von Athen», 1841 (Ελληνική Βιβλιοθήκη – Κοινωφελές Ιδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, el.travelogues.gr)

Από εκείνα τα χρόνια την Ανάσταση συνόδευε ο θορυβώδης εορτασμός με τις κροτίδες και τα βεγγαλικά. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1851, εκτοξεύονταν από παντού βεγγαλικά στις γειτονιές, ενώ τα σπίτια ήταν φωταγωγημένα για τη γιορτή. Λογικά, το βράδυ της Ανάστασης πολλοί πιστοί είχαν πάρει μαζί τους φαγώσιμα και αβγά, όπως φαίνεται από περιγραφή της Χριστιάνας Λυτ, συζύγου του ιερέα του Παλατιού, η οποία αναφέρει για το Πάσχα του 1842: «Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου πήγε η κοπέλα μας πάλι στην εκκλησία και πήρε μαζί της ένα κουλούρι και δυο βαμμένα σφιχτά αβγά, που τα τσούγκρισε μετά τις δώδεκα, μόλις έγινε η Ανάσταση. Το ίδιο έκαναν όλοι και το δάπεδο της εκκλησίας έτριζε από τα κόκκινα και κίτρινα τσόφλια».

Κάτι παρόμοιο παρατηρεί και ο σπουδαίος γάλλος περιηγητής Εντμόν Αμπού, που έζησε στην Αθήνα λίγο μετά το 1850: «Κάμποσοι πεινασμένοι φέρνουν στην εκκλησία ένα μικρό κομμάτι κρέας που θα το καταβροχθίσουν… όταν θα σημάνει μεσάνυχτα». Στη συνέχεια έφευγαν για το σπίτι, πριν τελειώσει η λειτουργία. Οπως καταγράφει η Χριστιάνα Λυτ, «μόλις ακούσουν τον παπά να ψέλνει το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, λένε: “Και τώρα σπίτι και στο αρνί”. Κι όλη την υπόλοιπη νύχτα κάθονται και τρώνε μέχρι σκασμού».

  1. Ο Αμπού έζησε επίσης μια τέτοια αναστάσιμη βραδιά: «Οταν το ρολόι δείξει μεσάνυχτα, το κανόνι βροντά, η μουσική ξάφνου ξεκινά, όλη η πόλη φωτίζεται, τα βεγγαλικά εκρήγνυνται και όλοι ανάβουν τη λαμπάδα που κρατούν στο χέρι. Εκείνη τη στιγμή η βασιλική Αυλή εισέρχεται στην εκκλησία. Ο καθολικός βασιλιάς και η διαμαρτυρόμενη βασίλισσα κρατούν τεράστιες λαμπάδες».

Σημείωση: Το κείμενο βασίζεται στα εξής βιβλία: «Η Καθημερινή Ζωή στην Ελλάδα του Οθωνα», Βάνα Μπουσέ, εκδ. Εστία 2020, «Τα Πάθη μου στην Ελλάδα», Χέρμαν φον Πύκλερ-Μούσκαου, εκδ. ΜΙΕΤ, μτφ. Τούλα Σιετή 2022, «Μια Δανέζα στην Αυλή του Οθωνα», Χριστιάννα Λυτ, εκδ. Ερμής, μτφ. Αριστέα Παπανικολάου Κρίστενσεν 2011, «Η Ελλάδα του Οθωνα», Εντμόν Αμπού, εκδ. Μεταίχμιο, μτφ. Αριστέα Κομνηνέλλη 2018

 

 

 

 

 

Πηγή Protagon
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο