Μια κοινωνική νόσος: Η τσιγκουνιά της ψυχής
Του Γιώργου Ι. Κωστούλα
Όλα τα λεξικά, αναφερόμενα στην εσωστρέφεια, περιορίζονται στην περιγραφή των χαρακτηριστικών κάποιου, ο οποίος, καταφεύγοντας στον εσωτερικό του κόσμο, εσωτερικεύει κάθε του συναίσθημα. Ακόμα, στην τάση να αντλεί κανείς ενδιαφέροντα και συγκινήσεις, πρωτίστως, από τον ίδιο του τον εαυτό. Με όλα αυτά να διαμορφώνουν και την ανάλογη συμπεριφορά του ατόμου, που πάντως δεν βλάπτει (αν βλάπτει) παρά μόνο τον ίδιο του τον εαυτό.
Με άρθρο της στην Καθημερινή η Μ. Κατσουνάκη, ωστόσο, υποδεικνύει ότι τα λεξικά της επόμενης γενιάς μάλλον θα πρέπει να εμπλουτίσουν το σχετικό λήμμα και με ένα άλλο είδος εσωστρέφειας. Αυτό, της θορυβώδους, της απρεπούς έως και υβριστικής εσωστρέφειας. Της αλαζονικής και εγωιστικής αυτοαναφορικότητας που δεν παράγει παρά μόνο αντιπαλότητα και αντιπαράθεση. Στην περίπτωσή της, η γνώση είναι αχρείαστη. Η τεκμηρίωση δεν την αφορά. Ο διάλογος με το “έξω”, ανύπαρκτος.
Κύριο χαρακτηριστικό της, η μηδενική ανοχή στην επιτυχία του άλλου. Σαρώνει η αρνητική εικόνα για τον τάδε ή δείνα επώνυμο, επιτυχημένο ή αποτυχημένο, αλλά και για τον απλώς γνωστό, συνάδελφο ή ακόμα και “φίλο”, σε κουβέντες δημόσιες ή ιδιωτικές. Ο,τι και να καταφέρει κάποιος είναι κάλπικο, ύποπτο, στημένο. Με την πρώτη διατύπωση μιας καλής κουβέντας για κάποιον, ενεργοποιούνται, από την πλειονότητα των υπολοίπων, όλα τα καιροφυλακτούντα επιθετικά ανακλαστικά.
Η ζήλια, το διαρκώς αδικαίωτο “εγώ”, εν είδει μιας “λανθάνουσας μόλυνσης”, ορθώνoυν τείχη ανάμεσα στην επιτυχία του άλλου και τη δική τους μετριότητα. Έτοιμοι, πάνοπλοι, να αποκαθηλώσουν, να απαξιώσουν, να υποτιμήσουν κάθε επιτυχία τρίτου που με την παρουσία της τους ακυρώνει.
Αυτή τη μίζερη αντιπαλότητα την αντιλαμβανόμαστε καλύτερα από το πόσο σπάνιο είναι να βρει κανείς, ανάμεσα σε κάθε συντεχνία, δυο τρεις φρέσκους, αξιαγάπητους ανθρώπους, έναν δυο από εκείνους που διστάζουν τον “λίθον βαλείν”.
Από τον καιρό του Ησιόδου: “Ο κεραμέας οργίζεται με τον κεραμέα και ο ξυλουργός με τον ξυλουργό, φθονεί ο επαίτης τον επαίτη και τον αοιδό ο αοιδός” .
Εξού και η γνωστή εχθρότητα προς κάθε έννοια αξιολόγησης και αξιοκρατίας.
“Γιατί και η αξιολόγηση και η αξιοκρατία, εκτός από πολιτειακή και πολιτική ανάγκη, ανήκει και στα ψυχικά σημαίνοντα”, με τα λόγια κάποιου άλλου: Η καθ’ ημάς ταραγμένη διαδρομή μιας θεσμικής ανάγκης που δυσκολεύεται, όχι μόνο να καθιερωθεί, αλλά και να πείσει για τη σπουδαιότητά της, διατρέχει οριζοντίως και καθέτως την ελληνική κοινωνία. Το πολιτικό σύστημα δεν θέλει να την επιβάλλει, υπολογίζοντας τη δυσαρέσκεια και το κόστος που θα προκαλέσει, ενώ ένα μέρος των πολιτών έχει μάθει να επιβιώνει και να προσπορίζεται οφέλη από τη μη αξιολόγηση.
Ακριβώς αυτό. Μια σιωπηρή συμφωνία πολιτικού συστήματος και μέρους της κοινωνίας. Στην ουσία κανείς δε θέλει την αξιολόγηση γιατί προϋποθέτει τη δύσκολη, σχεδόν αδύνατη, αναγνώριση της αξίας της υπεροχής του άλλου. Προϋποθέτει δηλαδή τη γνώση των δικών μας ορίων. Τη γνώση εαυτού. Τι απομένει λοιπόν ως κοινός τόπος; Η απόρριψη του άλλου…
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα χειρότερο. Η πιο αποτρόπαιη έκφανση της εσωστρέφειας. Ο ασφαλής τρόπος για να κάνεις το κακό, χωρίς να διακινδυνέψεις και πολλά, είναι η συκοφαντία.
Γι’ αυτό και είναι τόσο διαδεδομένη. Η “έργω βλάβη” εντοπίζεται και τιμωρείται αυστηρά, ενώ η κακογλωσσιά, όταν μάλιστα συνοδεύεται και από την έντεχνη εκφορά της, κάνει εξίσου καλή δουλειά, και χωρίς να αφήνει ίχνη.
Το Facebook και το Twitter σέρνουν τον χορό του φθόνου και της μνησικακίας. Μέσα από τις ηλεκτρονικές αναρτήσεις και “συνομιλίες” γιγαντώνεται και πολλαπλασιάζεται η αποστροφή που φωλιάζει στον καθένα για τον καθένα.
Η εδραίωση αυτής της εμπόλεμης συνθήκης προδίδει πολλά για την κοινωνία μας. Στην ψυχαναλυτική επιστήμη προστίθεται άλλο ένα στοιχείο αυτογνωσίας: “Πες μου ποιον (και πώς τον) κυνηγάς-ανταγωνίζεσαι για να σου πω ποιος είσαι”. “Εκείνο που ενοχλεί κάποιον περισσότερο στις αποτυχίες του, είναι το πόσο εύκολα κάποιος άλλος θα τις είχε αποφύγει”.
Ελαφρότερης μορφής, παραπλήσια νόσος είναι η μνησικακία: Ασχολήθηκε κι ο Νίτσε μ’ αυτή. Την ορίζει δε, ως άρνηση του εξαιρετικού χαρακτήρα των ιδιοτήτων που μας λείπουν. Υπερτιμούμε τις επιδεξιότητες που έχουμε, ενώ υποτιμούμε τις ελλείψεις μας.
Δεν πρόκειται ακριβώς για την περίπτωση της αλεπούς που δεν φτάνει τα σταφύλια. Η αλεπού εξακολουθεί να εκτιμά, ως το καλύτερο που υπάρχει την ωριμότητα του καρπού και αρκείται να αρνείται αυτήν την αξιοτίμητη κατάσταση στα σταφύλια που βρίσκονται ψηλά. Ο “μνησίκακος” προχωρεί μακρύτερα: μισεί την ωριμότητα και προτιμά το άγουρο…
Η γενναιοδωρία και η καλοσύνη είναι οι πρώτες μορφές της αριστοκρατίας. Στον αντίποδα, η μικροπρέπεια είναι ίσως η απεχθέστερη ανθρώπινη ιδιότητα-συμπεριφορά. Είναι η τσιγκουνιά της ψυχής. Ο Αριστοτέλης, τοποθετεί το καθετί στη θέση του: “Μεγαλοπρέπεια δε αρετή εν δαπανήμασι μεγέθους ποιητική. Μικροψυχία δε και μικροπρέπεια τ’ανάντια”.
Τι εκπλήξεις προσφέρει η συναναστροφή με τα κλασικά κείμενα! Μια απ’ αυτές η αποκάλυψη-μνημόνευση από τον Ησίοδο, της ύπαρξης,-μεταξύ των άλλων νυμφών, μουσών και νηρηίδων -και της Ευνίκης, προστάτιδας του θεμιτού ανταγωνισμού, της “αγαθής έριδας”.
Αλλά, πώς να μην είχε εντοπισθεί ο θεμιτός ανταγωνισμός όταν υπήρχε- από τότε- ο αθέμιτος; Έκφραση- αποτέλεσμα του τελευταίου, το αριστοφανικό: “Εν αμίλλαις πονηραίς, αθλιότερος ο νικήσας”.
Μια ενδιαφέρουσα ζωή είναι ένα άθροισμα από ήττες και νίκες, επιτυχίες και αποτυχίες, θριάμβους και απογοητεύσεις. Προσωρινές εναλλαγές που ακριβώς κάνουν τη ζωή ενδιαφέρουσα. Η “γνώση εαυτού” δεν είναι μόνο το αιτούμενο της ψυχαναλυτικής επιστήμης. Η αυτογνωσία είναι ένα από τα πιο ζωτικά προαπαιτούμενα της αποκαλούμενης “στρατηγικής ζωής”.
Τελειώνω με μια φράση – απάντηση της σπουδαίας τραγουδοποιού Αρλέτας, που χάσαμε πέρυσι, σε σχετική ερώτηση: “Ανικανοποίητος είναι αυτός που κατά βάθος ξέρει ότι είναι υπερτιμημένος”!
Ο Γιώργος Κωστούλας, τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα, παράλληλα με την τριανταπεντάχρονη διευθυντική του πορεία, ενδιαφέρθηκε, από πολύ νωρίς, για τα θεωρητικά του Μάνατζμεντ. Αποτέλεσμα των πλούσιων γνώσεων και εμπειριών του είναι πέντε βιβλία, πάνω στην ευρύτερη θεματική του Μάνατζμεντ. Δυο ακόμα βιβλία, γενικής προβληματικής αυτά, γράφτηκαν μετά την απόσυρσή του από την ενεργό επαγγελματική του δράση. Το προτελευταίο: «Διαβά-ζωντας με το μολύβι στο χέρι». Και το Τελευταίο: «Γαστρονομική Νοημοσύνη».