Advertisement

Μικρά νησιά της Μεσογείου: σταθμοί ζωής για τα μεταναστευτικά πουλιά

Τον κρίσιμο ρόλο τους για την επιβίωση εκατομμυρίων μεταναστευτικών πουλιών επιβεβαιώνει νέα έρευνα

423

Μια νέα μελέτη που επιμελήθηκε το Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών & Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων σε συνεργασία με τον Ορνιθολογικό Σταθμό Αντικυθήρων (ΟΣΑ), επιβεβαιώνει τον κρίσιμο ρόλο των μικρών νησιών της νότιας Ελλάδας για τα μεταναστευτικά πουλιά και εκτιμά σε πάνω από 30 εκατομμύρια τον αριθμό των πουλιών που θα κινδυνεύσουν εάν αυτοί οι πολύτιμοι τόποι γίνουν αφιλόξενοι λόγω της κλιματικής αλλαγής.

Advertisement

Το Σάββατο 14/5 γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Μεταναστευτικών Πουλιών. Κάθε άνοιξη, εκατομμύρια μεταναστευτικά πουλιά επιστρέφουν για να αναπαραχθούν σε περιοχές της Ευρώπης. Για να το καταφέρουν, πρέπει πρώτα να διασχίσουν την έρημο Σαχάρα και στη συνέχεια τη Μεσόγειο Θάλασσα, μια έκταση που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 2.800 χιλιόμετρα, κατά μήκος της οποίας δεν συναντούν σχεδόν καθόλου ευκαιρίες να τραφούν και να αυξήσουν τα ενεργειακά τους αποθέματα.

Στην προσπάθειά τους να διασχίσουν αυτό το μεγάλο οικολογικό φράγμα, πολλά μεταναστευτικά πουλιά φτάνουν στις μεσογειακές ακτές έχοντας χάσει μεγάλο μέρος της σωματικής τους μάζας. Για πολλά από αυτά τα καταβεβλημένα πουλιά, τα μικρά νησιά της νότιας Μεσογείου αποτελούν την πρώτη διαθέσιμη ξηρά όπου μπορούν να σταθμεύσουν και να ανεφοδιαστούν πριν συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τον βορρά. Η αξία των νησιών αυτών είναι λοιπόν φαινομενολογικά αδιαμφισβήτητη, το κύριο ερώτημα όμως είναι: πόσο μεγάλη σημασία έχουν οι τόποι αυτοί για τα μεταναστευτικά πουλιά;

Σύμφωνα με νέα μελέτη που επιμελήθηκε το Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών & Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων σε συνεργασία με τον Ορνιθολογικό Σταθμό Αντικυθήρων (ΟΣΑ), από τα περίπου 185 εκατομμύρια πουλιά που μεταναστεύουν πάνω από την Ελλάδα, σχεδόν 30 εκατομμύρια πρέπει υποχρεωτικά να ανεφοδιαστούν στο πρώτο διαθέσιμο νησί, ενώ ακόμα και μικρές μεταβολές στις περιβαλλοντικές συνθήκες κατά μήκος της διαδρομής, θα μπορούσαν να οδηγήσουν αυτά τα είδη σε αυξημένη θνησιμότητα.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν -μεταξύ άλλων- εμπειρικά δεδομένα δακτυλιώσεων σε συνδυασμό με μοντέλα αεροδυναμικής και εστίασαν τη μελέτη τους σε τρία μικρά νησιά της Ελλάδας: τη Γαύδο (νότια της Κρήτης), τα Αντικύθηρα (νότια της Πελοποννήσου) και τα Στροφάδια (στο νότιο Ιόνιο).  Οι μετρήσεις έδειξαν πως, κατά την άφιξή τους σε ένα από τα τρία νησιά, τα ενεργειακά αποθέματα πολλών μεταναστευτικών πουλιών είναι σχεδόν μηδενικά ενώ, αντίστοιχα, οι τιμές σωματικής μάζας για πολλά είδη ήταν οι χαμηλότερες που έχουν αναφερθεί ποτέ στη βιβλιογραφία.

 

Με άλλα λόγια, ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός μεταναστευτικών πουλιών δεν θα ήταν σε θέση να διασχίσουν τη Σαχάρα και τη Μεσόγειο με επιτυχία αν δεν ήταν για τα μικρά και μεγάλα νησιά της νότιας Ελλάδας. Τα νησιά αυτά δεν αποτελούν απλώς μια ενδιάμεση θέση ξεκούρασης άλλα έναν αναγκαστικό σταθμό, κρίσιμο για την επιβίωση τους, με τον χρόνο να πιέζει καθώς η αναπαραγωγική περίοδος πλησιάζει.

Μια ενδεχόμενη αύξηση της απόστασης που πρέπει να διασχίσουν τα πουλιά χωρίς δυνατότητα ανεφοδιασμού ή και η μετατροπή των πολύτιμων νησιών της Μεσογείου σε αφιλόξενους για αυτά τόπους, λόγω των επερχόμενων περιβαλλοντικών αλλαγών, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αυξημένη θνησιμότητα αφού δεν είναι σίγουρο εάν και σε ποιο βαθμό κάποια είδη διαθέτουν την ευελιξία να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες ώστε να μετριαστούν τυχόν απώλειες του αριθμού τους.

Η μελέτη προσφέρει για πρώτη φορά μια ποσοτική εκτίμηση των πουλιών που είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν μελλοντικές αλλαγές στα μεταναστευτικά τους ταξίδια λόγω της κλιματικής αλλαγής ενώ τα ευρήματά της υπογραμμίζουν τη σημασία ύπαρξης μακροχρόνιων προγραμμάτων παρακολούθησης των μεταναστευτικών πουλιών στη χώρα μας και την περιοχή της Μεσογείου.

Για την εκπόνηση της μελέτης συνεργάστηκαν το Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, η Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Σουηδίας, το Τμήμα Περιβάλλοντος του Iόνιου Πανεπιστημίου και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου ROUTES που υποστηρίζεται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (2η Προκήρυξη Ερευνητικών έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτορικών Ερευνητών/τριών) και υλοποιείται από το Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών & Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σε συνεργασία με την Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία.

Ολόκληρη η νέα μελέτη είναι διαθέσιμη ΕΔΩ

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο