Ξεκινήσαμε Σάββατο πρωί.
Πρώτη στάση στη Μονεμβασιά. Περπατήσαμε στην καστροπολιτεία και χαϊδέψαμε τους τοίχους των σπιτιών. Σταθήκαμε για λίγο. Μια κάμαρη παρέα με μια φραγκοσυκιά και μια βουκαμβίλια . . .
Ύστερα κατεβήκαμε στη θάλασσα. Κάτι μας τραβούσε. Την καστροπολιτεία την είχαμε δει κι άλλη φορά. Είχαμε ιδρώσει από το περπάτημα. Πετάξαμε τα ρούχα και βουτήξαμε. Και σαν από θαύμα θες, δίπλα μας μια χελώνα καρέτα καρέτα. Κολυμπούσε στα ρηχά και πότε πότε έβγαζε το κεφάλι της να πάρει μια ανάσα. Και μετά πάλι κολυμπούσε. Πέρυσι στη Ζάκυνθο είχαμε κάνει ολόκληρη κρουαζιέρα για να πετύχουμε μια χελώνα. Και αυτήν εδώ εμφανίστηκε μπροστά μας. Και καθόλου δε φοβότανε. Πόσο όμορφη! Δεν χορταίναμε να την κοιτάμε. Μήπως είναι άρρωστη; Μήπως είναι πληγωμένη; Πώς βρέθηκε εδώ; Πήραμε τηλέφωνο τον «Αρχέλων». Κολυμπάμε με μια χελώνα! Είναι φυσιολογικό, τον ρώτησαμε; Και μας είπε να την παρατηρήσουμε. Αν βγάζει το κεφάλι της συνέχεια για να πάρει αέρα, είναι μια χαρά και να μην ανησυχούμε καθόλου. Μόνο να μην την ταΐζουμε για να μην καλομάθει και μείνει εκεί. Πρέπει να πάει κάπου πιο βαθιά, κάπου πιο ήσυχα. Της ευχηθήκαμε να βρει το δρόμο της και πήραμε και εμείς τον δικό μας.
Δεύτερη στάση στη Νεάπολη. Βγάλαμε και μια φωτογραφία για να τη συγκρίνουμε με τη δικιά μας Νεάπολη Κοζάνης. Από ξεραΐλα και βουνά ίδιες, φτυστές. Αν είχαμε και μεις θάλασσα, τι ωραία που θα ‘ταν . . . Επιβιβαστήκαμε στο πλοίο. Σε μια ώρα και κάτι φτάσαμε στο Διακόφτι στα Κύθηρα.
Τρίτη στάση στον Αβλέμωνα. Ήταν 7 η ώρα το απόγευμα και φυσούσε λίγο. Πατάω με το ένα πόδι στο πρώτο σκαλί του βατήρα και δοκιμάζω τη θάλασσα. Μου φάνηκε λίγο κρύα. Και μετά πρόσεξα τα πράσινα νερά, τους αχινούς, τα ροζ βράχια με τις πεταλίδες. Μου μιλούσαν. Με καλούσαν να μπω και γω στο λουτρό της Αφροδίτης. Μου υπόσχονταν πως δεν θα ‘χανα. Πάτησα και με το άλλο πόδι, άπλωσα τα χέρια, έσκυψα, βούτηξα. Δεν ήταν καθόλου κρύα. Και ένιωσα σα να πήρα και γω λίγη απ΄ τη θεϊκή χάρη. Και άκουγα τα φύκια να μου λένε: «Είδες που στα λέγαμε, καλά έκανες! Ποιος τρελός αντιστέκεται στο μπάνιο της θεάς;» Δίκιο είχατε, απάντησα βγάζοντας αντί για φωνήματα, μπουρμπουλίθρες. Μετά από λίγο βγήκα. Έβγαλα το μουσκεμένο μαγιό και φόρεσα ένα άλλο. Ήταν πολύ αργά για να στεγνώσω. Τώρα αν με είδε και κανείς από τις άσπρες αυλές ή πίσω από τα μπλε πατζούρια, δεν μπορώ να το ξέρω. Όμως, δεν είχα και κάπου να κρυφτώ. Ίσως και η θεά Αφροδίτη να ζητά ως αντίτιμο λίγη γύμνια.
Έπειτα, συνεχίσαμε για την Αγία Πελαγία. Εκεί θα μέναμε για δυο βράδια. Ήταν το μόνο χωριό που είχε μια μικρή κίνηση αυτήν την περίοδο. Και στα αλήθεια ήταν τόσο ήσυχα που και ο παραμικρός θόρυβος, όπως το να βγάλουμε τα κλειδιά του δωματίου απ΄ την τσέπη, ακουγόταν πολύ δυνατός. Κάναμε ντουζ και έτσι όπως έπεφτε το νερό στα πλακάκια είχαμε την αίσθηση ότι θα ανησυχούσαμε τους ελάχιστους ξένους παραθεριστές και τους λιγοστούς κατοίκους του νησιού-ενδεχομένως μόνο καλοκαιρινούς.
Βγήκαμε στις μύτες των ποδιών από το δωμάτιο και πήγαμε για φαγητό στο ακρογιάλι. Όλοι σεβόντουσαν την ησυχία του νησιού και μιλούσαν όσο πιο σιγά γινόταν, ακόμα και οι Έλληνες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ακούμε μέχρι και τα κουνούπια. Πέσαμε για ύπνο νωρίς. Δεν χρειάστηκε καν να μας νανουρίσει ο παφλασμός των κυμάτων.
Την Κυριακή ξυπνήσαμε με τα κοκόρια. Επισκεφτήκαμε την χώρα και το κάστρο. Έπειτα, κατεβήκαμε για μπάνιο στο Καψάλι. Αμμουδερή παραλία, δροσερή και παγωμένη θάλασσα, ώσπου να βραχείς. Λίγος κόσμος, πολύ λίγος. Απέραντη ηρεμία. Εδώ να με άφηνες, είπα στον Κώστα, και να έφευγες, εδώ θα με βρισκες. Εντάξει, συμφώνησε, θα κάνουμε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Κλείσαμε τα μάτια, ξαπλώσαμε στις πετσέτες και το ονειρευτήκαμε με τα όλα του. Σηκωθήκαμε και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Πίσω στην Αγία Πελαγία για ξεκούραση και έπειτα βόλτα στον Μυλοπόταμο, το μόνο μέρος του νησιού που έχει λίγο νερό. Ένας καταρράκτης έτρεχε και γύρω του μεγάλωναν δέντρα. Ένας πάπιος μας κυνήγησε, όταν προσπαθήσαμε να τον φωτογραφίσουμε. Μας πίπισε για τα καλά. Νευρίασε πολύ που τον ταράξαμε. Τρέξαμε να κρυφτούμε στο πρώτο μαγαζί που βρήκαμε. Για το καταφύγιο που μας πρόσφερε, αγοράσαμε σαπούνια με ελληνικό καφέ και πρόβειο γάλα. Έπειτα, θαυμάσαμε το ηλιοβασίλεμα. Η πείνα στο στομάχι μας μάς κλότσησε. Φάγαμε και πέσαμε για ύπνο.
Τη Δευτέρα πάλι όρθιοι απ’ το χάραμα. Έπρεπε να δούμε όσο περισσότερο μπορούσαμε απ’ το νησί, πρότου να φύγει το πλοίο. Θάμνοι, μόνο θάμνοι και κάτι δέντρα καμμένα. Άλλο αυτοκίνητο δεν περνούσε. Μικροί οικισμοί σε κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική. Άκουγες τον αέρα στους ψηλούς βράχους και τον ήχο της ζέστης να βγαίνει απ’ το χώμα. Γλάροι πετούσαν, ο ήλιος έκαιγε και μερικά κατσίκια σκαρφάλωναν. Καμιά μεγάλη παρέμβαση, καμία αλλοίωση. Σχεδόν αειπάρθενα τα Κύθηρα. Για γυράδικα και ξενυχτάδικα δεν το συζητώ, αυτά δεν υπάρχουν. Εδώ μίνι μάρκετ δεν έχει καλά καλά και όλο απορούσα τι σόι προμήθειες μπορεί να έχουν. Πώς χορταίνουν τον κόσμο τον Αύγουστο; Και είναι που κρατάνε οι Κυθήριοι ακόμα, από το 1864 τότε που ενώθηκαν με την Ελλάδα, έναν όρο, που την περιουσία του νησιού την εκμεταλλεύονται μόνο οι κάτοικοι. Και ούτε το κράτος και ούτε η εκκλησία μπορούν να βάλουν χέρι. Γι’ αυτό και τόσες φωτιές πέρυσι;
Μια λύπη είχα στο στόμα έπειτα από τόσο έρωτα. Γιατί να πρέπει να φύγουμε; Και αν πηγαίναμε στην Ελαφόνησο, θα μίκραινε η λύπη; Και πήγαμε στην Ελαφόνησο. Για μια βουτιά, εκεί όπου η στεριά χωρίζει τη θάλασσα στα δύο. Και μετά γυρίσαμε.
Δευτέρα βράδυ πίσω στην Πάτρα. Και ευτυχώς δεν πρόλαβα καθόλου να στεναχωρηθώ, που πήρα μια γεύση μικρού καλοκαιριού και έπρεπε να επιστρέψω στη δουλειά.
Γιατί χωρίς δουλειά πώς το μικρό το καλοκαίρι, θα το κάνω λίγο μεγαλύτερο;
Ελένη Γκόρα