Μιλτιάδης Καρύδης – Ο διάσημος αρχιμουσικός από το Μυλοπόταμο
Γράφει η κ. Ελένη Χάρου - Κορωναίου
Πρόκειται για τον διαπρεπή σύγχρονο αρχιμουσικό Μιλτιάδη Καρύδη, προσωπικότητα με διεθνή ακτινοβολία. Η ιστορία της οικογενείας του εντάσσεται στην εποποιία της Κυθηραϊκής μετανάστευσης και παρουσιάζει ενδιαφέρον, όπως και όλες οι παρόμοιες ιστορίες.
Ο παππούς του Μιλτιάδη, Παναγιώτης Καρύδης, γεννήθηκε στην Κάτω Χώρα του Μυλοποτάμου περί το 1839 και ήταν επιπλοποιός. Μάλιστα στον Άγιο Αθανάσιο στην Κάτω Χώρα, υπάρχει ένα αφιέρωμα δικό του. Σε μία εποχή που η διέξοδος των Κυθηρίων ήταν κυρίως η Σμύρνη, όπου ανθούσε η Κυθηραϊκή παροικία, ο Παναγιώτης πούλησε ό,τι είχε στα Κύθηρα και έφυγε για τη Σμύρνη. Στον εκλογικό κατάλογο του Δήμου Κυθηρίων του 1880 τον βρίσκομε στη Σμύρνη 41 ετών, όπου εξασκεί το επάγγελμα του λεπτουργού.
Ο Παναγιώτης παντρεύτηκε στη Σμύρνη την Αλεξάνδρα Ρούσου με την οποία απέκτησε 5 παιδιά, τον Ξενοφώντα, τον Κωνσταντίνο, τη Βασιλεία, την Ελένη και το Νικόλαο.
Ο Ξενοφών, ο πατέρας του Μιλτιάδη ασχολήθηκε με το εμπόριο καπνών. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ο Ξενοφών βρέθηκε στο Γκντάνσκ της Πολωνίας, όπου παντρεύτηκε την ελληνογερμανίδα Μπάρμπαρα Φούξ, με την οποία απέκτησε το Μιλτιάδη το 1923 και το Ντιντή (πρόκειται για τον Αριστείδη Καρύδη, σκηνοθέτη και σύζυγο της ηθοποιού Μάρως Κοντού).
Στη συνέχεια η οικογένεια μετακόμισε στη Δρέσδη, όπου ο Μιλτιάδης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Τη μητέρα του την έχασε νωρίς στη Δρέσδη και το 1938, όταν συσσωρεύονταν απειλητικά τα σύννεφα του πολέμου, η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα, όταν ήταν 15 ετών. Εκεί ανέλαβε τα δύο παιδιά η θεία τους Βασιλεία Καρύδη και ο Ξενοφών επιστρέφει στη Δρέσδη, απ’ όπου ταξίδευε σ’ όλο τον κόσμο εμπορευόμενος.
Ο Μίλτος από μικρός είχε δείξει μεγάλη κλίση στη μουσική και στην Αθήνα ο πατέρας του τον πήγε στο Εθνικό Ωδείο, όπου ο μεγάλος Μανώλης Καλομοίρης ανεκάλυψε το ταλέντο του, διέβλεψε την εξέλιξή του, τον πήρε υπότροφο και με τις οδηγίες του και την παρακίνησή του σπούδασε πιάνο με την Ήβη Πανά. Παράλληλα έκανε μαθήματα θεωρητικά με τον Θ. Βαβαγιάννη.
Το 1942, μεσούντος του πολέμου σε ηλικία 19 ετών, αναχωρεί για να συνεχίσει ανώτερες μουσικές σπουδές στη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης. Το 1944 μαζί με άλλους Έλληνες φοιτητές αρνήθηκε να υπογράψει μια δήλωση υποστήριξης του ναζιστικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα να αποβληθεί από την ακαδημία και να απειληθεί η ζωή του.
Τη δεκαετία του 1990 ήρθαν στο φως απόρρητα αρχεία της Μουσικής Ακαδημίας της Βιέννης, από εκείνη τη ζοφερή περίοδο, όπου βρέθηκε διαταγή αποβολής ξεχωριστά για τον Καρύδη «λόγω ιδιαίτερα δυσμενούς στάσης προς το καθεστώς». Οι κυνηγημένοι μουσικοί κρύφτηκαν και ευτυχώς γλίτωσαν από τη ναζιστική θηριωδία, που έτσι κι αλλιώς έπνεε τα λοίσθια!
Έτσι με τη λήξη του πολέμου συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία της Βιέννης με δασκάλους τον X. Φον Κάραγιαν, τον Σβαρόφσκυ κ.ά. απ’ όπου πήρε το δίπλωμά του το 1947. Η σταδιοδρομία του άρχισε το 1946, όταν εκτελούσε χρέη πιανίστα εκπ/τή στο θέατρο In der Josephstadt. Κατόπιν διετέλεσε μόνιμος μαέστρος στις όπερες Μπρέγκεντς του Γκράτς, της Κολωνίας, της Βιέννης (κρατική όπερα και Volksoper). Από το 1960 ήταν καλλιτεχνικός Δ/ντής της Phil- armonia Hungarica σύμφωνα με απαίτηση των μουσικών της. Παράλληλα διετέλεσε Δ/ντής της Συμφω- νικής Ορχήστρας του ραδιοσταθμού της Βιέννης και από το 1962 Δ/ντής της Κρατικής όπερας της Βιέννης και τακτικός μαέστρος του ραδιοσταθμού της Κοπεγχάγης. Διηύθυνε ως προσκεκλημένος μαέστρος στην Κρατική όπερα του Μονάχου, στη Φλωρεντία, στο Μπουένος Άιρες, στην Πράγα, στην Ιαπωνία, στην Κορέα κ.ά Και να αναλογιστούμε πόσο δύσκολο είναι να αναγνωρισθεί κανείς σ’ αυτό τον τόσο απαιτητικό χώρο και πόσο γρήγορα ο Μιλτιάδης κατόρθωσε να επιβληθεί και να διευθύνει στις μεγαλύτερες πόλεις και στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου.
Το 1964, 1966 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο στα πλαίσια του φεστιβάλ Αθηνών επικεφαλής της Philarmonia Hungarica. Οι εμφανίσεις του στην Αθήνα άφησαν εποχή. Οι κριτικές, που γράφτηκαν τότε ήταν διθυραμβικές.
Όμως δυστυχώς αυτός ο διάσημος συμπατριώτης μας, όπως συμβαίνει συχνά ήταν πάρα πολύ μεγάλος για να χωρέσει στην Ελλάδα, δίπλα σε μικρόψυχους ανθρώπους με κόμπλεξ και επαρχιώτικη νοοτροπία. Έτσι αυτή η μεγάλη αξία, που αναγνωρίστηκε από τους απαιτητικούς Γερμανούς, Αυστριακούς, Ούγγρους και λοιπούς Ευρωπαίους από το 1946, έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια για να διευθύνει ελληνική συμφωνική ορχήστρα. Μέχρι το 1967 ήταν Δ/ντής και αρχιμουσικός της Philarmonia Hungarica. Κατόπιν Γεν. Δ/ντής της Φιλαρμονικής Εταιρείας στο Όσλο, της Συμφωνικής ορχήστρας του Duisburg της Γερμανίας, της Ορχήστρας Tonkuenstler της Βιέννης. Διηύθυνε πάνω από 120 διαφορετικές συμφωνικές ορχήστρες και περίπου 100 χορωδίες σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία. Δίδαξε σε ανώτατες σχολές μουσικής της Βιέννης και της Δρέσδης. Είχε πολύ μεγάλη μόρφωση εγκυκλοπαιδική, τερατώδη μνήμη, μιλούσε 14 γλώσσες ακόμα και Κορεάτικα. Με την πολυμάθειά του, την ερευνητική του ματιά και το αλάνθαστο μουσικό αισθητήριο ο Καρύδης έκανε παρατηρήσεις, που κατόρθωσε να τεκμηριώσει, πάνω στην 9η συμφωνία του Μπετόβεν, που θεωρείται η «Αγία Γραφή» της μουσικής, οι οποίες παρατηρήσεις του ανέτρεψαν τις δοξασίες που επικρατούσαν για τις ρυθμικές αγωγές της 9ης Συμφωνίας. Οι απόψεις του Καρύδη υιοθετήθηκαν από τους ειδικούς και τους μεγαλύτερους αρχιμουσικούς.
O Καρύδης τιμήθηκε με τον γερμανικό τίτλο του Generalmusik director, με τον αυστριακό τίτλο του Professor και με ασυγχώρητη καθυστέρηση βραβεύτηκε και από την Ακαδημία Αθηνών το 1991. Λίγο πριν το θάνατό του παρασημοφορήθηκε από την αυστριακή κυβέρνηση για την μεγάλη προσφορά του στη μουσική.
Ο Καρύδης παντρεύτηκε την ελληνογερμανίδα γιατρό, Σόνια Denger, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Αριστέα, η οποία είναι καθηγήτρια στη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης. Στην Ελλάδα διατηρούσε σπίτι στο Κολωνάκι και εξοχικό στην Ερμιόνη.
Το 1995 ανέλαβε τη γενική Δ/νση των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ. Όμως αυτός ο διεθνής, ο κοσμοπολίτης Έλληνας, που είχε συνηθίσει στην πειθαρχία των ευρωπαϊκών μουσικών συνόλων, δεν ά- ντεξε στις πικρίες που επιφυλάσσει η ελληνική πραγματικότητα στα εκλεκτότερα τέκνα της. Πέθανε στην Αθήνα στο ΚΑΤ την 1η Μαρτίου 1998 από εγκεφαλικό επεισόδιο που του συνέβη κατά τη διάρκεια μιας δοκιμής στην Αγία Παρασκευή για μια συναυλία στο Μέγαρο, ύστερα από μια έντονη λογομαχία με ένα μουσικό της ορχήστρας.
Έτσι χάθηκε η μουσική μπαγκέτα του Καρύδη που κατάφερνε με την υπέροχη κίνηση των χεριών του να παρασύρει τους μουσικούς του σε ερμηνείες μοναδικές.
Το αφιέρωμα αυτό στο Μιλτιάδη Καρύδη γράφτηκε κάτω από τις εξής συνθήκες: Την Κυριακή 25 Μαΐου 2003 η «Καθημερινή» στο αφιέρωμα των 7 ημερών για τις κρατικές ορχήστρες είχε μια φωτογραφία του από την οποία φαίνεται η Μυλοποταμίτικη καταγωγή του. Άρχισα να ερευνώ και ο φίλος κ. Θεοδωρακάκης με παρέπεμψε στον μηχανικό κ. Μπάμπη Καρύδη, ο οποίος είναι συγγενής του Μιλτιάδη και τον περιποιήθηκε στο Μυλοπόταμο κατά τις 2 επισκέψεις του στα Κύθηρα. Ο κ. Καρύδης με έφερε σε επαφή με την κ. Αλέκα Αλεξίου και το γιό της κ. Στέλιο Αλεξίου που είναι στενοί συγγενείς του Μιλτιάδη (η κ. Αλεξίου είναι α’ εξαδέλφη του) έζησαν πολύ κοντά του και συμπαραστάθηκαν στο τέλος του. Με πολλή προθυμία και ευγένεια μου έδωσαν τα απαραίτητα στοιχεία για να γίνει η προσωπογραφία του αρχιμουσικού. Στη συνέχεια ο κ. Μάρκος Δραγούμης, ο Δ/ντής του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου που επεσκέφθη τα Κύθηρα φέτος τον Ιούλιο μου έστειλε από την Αθήνα το σχετικό λήμμα από το «λεξικό της Ελληνικής Μουσικής» του Τάκη Καλογερόπουλου. Τους ευχαριστώ όλους θερμά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ.173 – Σεπτέμβριος 2003