Μιλτιάδης Καρύδης – Ο διάσημος αρχιμουσικός από το Μυλοπόταμο

Γράφει η κ. Ελένη Χάρου - Κορωναίου

3.605

Πρόκειται για τον διαπρεπή σύγχρονο αρχιμουσικό Μιλτιάδη Καρύδη, προσωπικότητα με διεθνή ακτινοβολία. Η ιστορία της οικογενείας του εντάσσεται στην επο­ποιία της Κυθηραϊκής μετανά­στευσης και παρουσιάζει ενδιαφέ­ρον, όπως και όλες οι παρόμοιες ι­στορίες.

Ο παππούς του Μιλτιάδη, Πα­ναγιώτης Καρύδης, γεννήθηκε στην Κάτω Χώρα του Μυλοποτάμου περί το 1839 και ήταν επι­πλοποιός. Μάλιστα στον Άγιο Αθανάσιο στην Κάτω Χώρα, υ­πάρχει ένα αφιέρωμα δικό του. Σε μία εποχή που η διέξοδος των Κυθηρίων ήταν κυρίως η Σμύρνη, ό­που ανθούσε η Κυθηραϊκή παροι­κία, ο Παναγιώτης πούλησε ό,τι εί­χε στα Κύθηρα και έφυγε για τη Σμύρνη. Στον εκλογικό κατάλογο του Δήμου Κυθηρίων του 1880 τον βρίσκομε στη Σμύρνη 41 ετών, ό­που εξασκεί το επάγγελμα του λε­πτουργού.

Ο Παναγιώτης παντρεύτηκε στη Σμύρνη την Αλεξάνδρα Ρούσου με την οποία απέκτησε 5 παι­διά, τον Ξενοφώντα, τον Κωνστα­ντίνο, τη Βασιλεία, την Ελένη και το Νικόλαο.

Ο Ξενοφών, ο πατέρας του Μιλτιάδη ασχολήθηκε με το εμπό­ριο καπνών. Μετά τη Μικρασιατι­κή Καταστροφή ο Ξενοφών βρέθη­κε στο Γκντάνσκ της Πολωνίας, ό­που παντρεύτηκε την ελληνογερμανίδα Μπάρμπαρα Φούξ, με την οποία απέκτησε το Μιλτιάδη το 1923 και το Ντιντή (πρόκειται για τον Αριστείδη Καρύδη, σκηνοθέτη και σύζυγο της ηθοποιού Μάρως Κοντού).

Στη συνέχεια η οικογένεια μετακόμισε στη Δρέσδη, όπου ο Μιλτιάδης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Τη μητέρα του την έχασε νωρίς στη Δρέσδη και το 1938, όταν συσσωρεύονταν απειλητικά τα σύννεφα του πολέμου, η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα, όταν ήταν 15 ετών. Εκεί ανέλαβε τα δύο παιδιά η θεία τους Βασιλεία Καρύ­δη και ο Ξενοφών επιστρέφει στη Δρέσδη, απ’ όπου ταξίδευε σ’ όλο τον κόσμο εμπορευόμενος.

Ο Μίλτος από μικρός είχε δεί­ξει μεγάλη κλίση στη μουσική και στην Αθήνα ο πατέρας του τον πή­γε στο Εθνικό Ωδείο, όπου ο μεγά­λος Μανώλης Καλομοίρης ανεκάλυψε το ταλέντο του, διέβλεψε την εξέλιξή του, τον πήρε υπότροφο και με τις οδηγίες του και την πα­ρακίνησή του σπούδασε πιάνο με την Ήβη Πανά. Παράλληλα έκανε μαθήματα θεωρητικά με τον Θ. Βαβαγιάννη.

Το 1942, μεσούντος του πολέ­μου σε ηλικία 19 ετών, αναχωρεί για να συνεχίσει ανώτερες μουσι­κές σπουδές στη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης. Το 1944 μαζί με άλ­λους Έλληνες φοιτητές αρνήθηκε να υπογράψει μια δήλωση υποστή­ριξης του ναζιστικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα να αποβληθεί από την ακαδημία και να απειληθεί η ζωή του.

Τη δεκαετία του 1990 ήρθαν στο φως απόρρητα αρχεία της Μουσικής Ακαδημίας της Βιέννης, από εκείνη τη ζοφερή περίοδο, ό­που βρέθηκε διαταγή αποβολής ξε­χωριστά για τον Καρύδη «λόγω ι­διαίτερα δυσμενούς στάσης προς το καθεστώς». Οι κυνηγημένοι μουσικοί κρύφτηκαν και ευτυχώς γλίτωσαν από τη ναζιστική θηριω­δία, που έτσι κι αλλιώς έπνεε τα λοίσθια!

Έτσι με τη λήξη του πολέμου συνέχισε τις σπουδές του στην Ακα­δημία της Βιέννης με δασκάλους τον X. Φον Κάραγιαν, τον Σβαρόφσκυ κ.ά. απ’ όπου πήρε το δίπλωμά του το 1947. Η σταδιοδρομία του άρχισε το 1946, όταν εκτελούσε χρέη πιανίστα εκπ/τή στο θέατρο In der Josephstadt. Κατόπιν διετέλεσε μόνιμος μαέστρος στις όπερες Μπρέγκεντς του Γκράτς, της Κολω­νίας, της Βιέννης (κρατική όπερα και Volksoper). Από το 1960 ήταν καλλιτεχνικός Δ/ντής της Phil- armonia Hungarica σύμφωνα με α­παίτηση των μουσικών της. Παράλ­ληλα διετέλεσε Δ/ντής της Συμφω- νικής Ορχήστρας του ραδιοσταθ­μού της Βιέννης και από το 1962 Δ/ντής της Κρατικής όπερας της Βιέννης και τακτικός μαέστρος του ραδιοσταθμού της Κοπεγχάγης. Διηύθυνε ως προσκεκλημένος μαέ­στρος στην Κρατική όπερα του Μο­νάχου, στη Φλωρεντία, στο Μπουένος Άιρες, στην Πράγα, στην Ιαπωνία, στην Κορέα κ.ά Και να αναλογιστούμε πόσο δύσκολο είναι να αναγνωρισθεί κανείς σ’ αυτό τον τό­σο απαιτητικό χώρο και πόσο γρή­γορα ο Μιλτιάδης κατόρθωσε να ε­πιβληθεί και να διευθύνει στις με­γαλύτερες πόλεις και στις μεγαλύ­τερες όπερες του κόσμου.

Το 1964, 1966 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο στα πλαίσια του φεστι­βάλ Αθηνών επικεφαλής της Philarmonia Hungarica. Οι εμφανί­σεις του στην Αθήνα άφησαν επο­χή. Οι κριτικές, που γράφτηκαν τό­τε ήταν διθυραμβικές.

Όμως δυστυχώς αυτός ο διάση­μος συμπατριώτης μας, όπως συμ­βαίνει συχνά ήταν πάρα πολύ με­γάλος για να χωρέσει στην Ελλά­δα, δίπλα σε μικρόψυχους ανθρώ­πους με κόμπλεξ και επαρχιώτικη νοοτροπία. Έτσι αυτή η μεγάλη αξία, που αναγνωρίστηκε από τους απαιτητι­κούς Γερμανούς, Αυστριακούς, Ούγγρους και λοιπούς Ευρωπαί­ους από το 1946, έπρεπε να περά­σουν 30 χρόνια για να διευθύνει ελληνική συμφωνική ορχήστρα. Μέχρι το 1967 ήταν Δ/ντής και αρ­χιμουσικός της Philarmonia Hungarica. Κατόπιν Γεν. Δ/ντής της Φιλαρμονικής Εταιρείας στο Όσλο, της Συμφωνικής ορχήστρας  του Duisburg της Γερμανίας, της Ορχήστρας Tonkuenstler της Βιέν­νης. Διηύθυνε πάνω από 120 δια­φορετικές συμφωνικές ορχήστρες και περίπου 100 χορωδίες σε Ευ­ρώπη, Αμερική και Ασία. Δίδαξε σε ανώτατες σχολές μουσικής της Βιέννης και της Δρέσδης. Είχε πο­λύ μεγάλη μόρφωση εγκυκλοπαιδι­κή, τερατώδη μνήμη, μιλούσε 14 γλώσσες ακόμα και Κορεάτικα. Με την πολυμάθειά του, την ερευνητι­κή του ματιά και το αλάνθαστο μουσικό αισθητήριο ο Καρύδης έ­κανε παρατηρήσεις, που κατόρθω­σε να τεκμηριώσει, πάνω στην 9η συμφωνία του Μπετόβεν, που θεω­ρείται η «Αγία Γραφή» της μουσι­κής, οι οποίες παρατηρήσεις του α­νέτρεψαν τις δοξασίες που επικρα­τούσαν για τις ρυθμικές αγωγές της 9ης Συμφωνίας. Οι απόψεις του Καρύδη υιοθετήθηκαν από τους ειδικούς και τους μεγαλύτε­ρους αρχιμουσικούς.

O Καρύδης τιμήθηκε με τον γερμανικό τίτλο του Generalmusik director, με τον αυστριακό τίτλο του Professor και με ασυγχώρητη καθυστέρηση βραβεύτηκε και από την Ακαδημία Αθηνών το 1991. Λίγο πριν το θάνατό του παρασημοφορήθηκε από την αυστριακή κυ­βέρνηση για την μεγάλη προσφορά του στη μουσική.

Ο Καρύδης παντρεύτηκε την ελληνογερμανίδα γιατρό, Σόνια Denger, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Αριστέα, η οποία είναι καθηγήτρια στη Μουσική Ακαδη­μία της Βιέννης. Στην Ελλάδα δια­τηρούσε σπίτι στο Κολωνάκι και ε­ξοχικό στην Ερμιόνη.

Το 1995 ανέλαβε τη γενική Δ/νση των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ. Όμως αυτός ο διεθνής, ο κοσμοπολίτης Έλληνας, που είχε συ­νηθίσει στην πειθαρχία των ευρω­παϊκών μουσικών συνόλων, δεν ά- ντεξε στις πικρίες που επιφυλάσ­σει η ελληνική πραγματικότητα στα εκλεκτότερα τέκνα της. Πέθανε στην Αθήνα στο ΚΑΤ την 1η Μαρ­τίου 1998 από εγκεφαλικό επεισό­διο που του συνέβη κατά τη διάρ­κεια μιας δοκιμής στην Αγία Πα­ρασκευή για μια συναυλία στο Μέ­γαρο, ύστερα από μια έντονη λογομαχία με ένα μουσικό της ορχή­στρας.

Έτσι χάθηκε η μουσική μπαγκέ­τα του Καρύδη που κατάφερνε με την υπέροχη κίνηση των χεριών του να παρασύρει τους μουσικούς του σε ερμηνείες μοναδικές.

Το αφιέρωμα αυτό στο Μιλτιά­δη Καρύδη γράφτηκε κάτω από τις εξής συνθήκες: Την Κυριακή 25 Μαΐου 2003 η «Καθημερινή» στο αφιέρωμα των 7 ημερών για τις κρατικές ορχήστρες είχε μια φωτο­γραφία του από την οποία φαίνε­ται η Μυλοποταμίτικη καταγωγή του. Άρχισα να ερευνώ και ο φίλος κ. Θεοδωρακάκης με παρέπεμψε στον μηχανικό κ. Μπάμπη Καρύ­δη, ο οποίος είναι συγγενής του Μιλτιάδη και τον περιποιήθηκε στο Μυλοπόταμο κατά τις 2 επισκέψεις του στα Κύθηρα. Ο κ. Καρύδης με έφε­ρε σε επαφή με την κ. Αλέκα Αλεξί­ου και το γιό της κ. Στέλιο Αλεξίου που είναι στενοί συγγενείς του Μιλτιάδη (η κ. Αλεξίου είναι α’ εξαδέλφη του) έζησαν πολύ κοντά του και συμπαραστάθηκαν στο τέ­λος του. Με πολλή προθυμία και ευγένεια μου έδωσαν τα απαραίτη­τα στοιχεία για να γίνει η προσω­πογραφία του αρχιμουσικού. Στη συνέχεια ο κ. Μάρκος Δραγούμης, ο Δ/ντής του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου που επεσκέφθη τα Κύθηρα φέτος τον Ιούλιο μου έ­στειλε από την Αθήνα το σχετικό λήμμα από το «λεξικό της Ελληνι­κής Μουσικής» του Τάκη Καλογερόπουλου. Τους ευχαριστώ όλους θερμά.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ.173 – Σεπτέμβριος 2003

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο