Μήπως το κράτος μπορεί να αλλάξει μόνο με bypass και «αντάρτικο»;
Ας προσγειωθούμε λιγάκι ως προς το ποιες μεταρρυθμίσεις και σε ποιο βάθος είναι πραγματικά εφικτές στην Ελλάδα. Διότι μάλλον δεν φτάνει μια κυβέρνηση με πολιτικό κεφάλαιο για να γίνουν αλλαγές σε Παιδεία, Υγεία και Δικαιοσύνη... Από τον νόμο Γιαννίτση στις αντιδράσεις για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής | Αλέκος Παπαναστασίου
Αναλυτές, αρθρογράφοι και κεντρώοι υποστηρικτές του Κυριάκου Μητσοτάκη τον προτρέπουν σχεδόν καθημερινά να σπάσει αυγά και να κάνει μεγάλες αλλαγές στην κρατική λειτουργία τομέων που μας πληγώνουν συστηματικά. Πρωτίστως στην Υγεία, την Παιδεία και τη Δικαιοσύνη.
Σε ποια χώρα όμως τίθεται αυτό το αίτημα για μεταρρυθμίσεις; Μάλλον σε μια χώρα όπου συμβαίνουν ταυτοχρόνως τρία πράγματα:
♦ Διαπιστώνεται ο αναχρονισμός του κράτους
♦ Διατυπώνεται το αίτημα για μεγάλες αλλαγές
♦ Λέμε «ναι» στις μεταρρυθμίσεις, αρκεί να μην αφορούν εμάς τους ίδιους
Δύο παραδείγματα:
- Αν περνούσε το Ασφαλιστικό Γιαννίτση από την κυβέρνηση Σημίτη το 2001, πιθανότατα θα είχαμε αποφύγει τα μνημόνια που έφεραν μεταξύ άλλων τεράστιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις. Στην τότε έξαρση του λαϊκισμού που κατατρόπωσε τη λογική οφείλουμε μεγάλο μέρος από όσα ζούμε και σήμερα. Διότι πχ. το κόψιμο του 13ου και του 14ου μισθού στο Δημόσιο αποτελεί το 2023 έναν από τους βασικούς λόγους για την επικράτηση της απογοήτευσης και την έλλειψη κινήτρων στο Κράτος (θα επανέλθουμε).
- Το πιο πρόσφατο: η σημερινή κυβέρνηση επιχείρησε να ανοίξει την περίμετρο της φορολόγησης περιορίζοντας την εξόφθαλμη φοροδιαφυγή πολλών ελευθέρων επαγγελματιών. Των αφεντικών δηλαδή που δηλώνουν λιγότερα από τους υπαλλήλους τους και εισπράττουν τα κοινωνικά επιδόματα που δικαιούνται εκείνοι —και μάλιστα τους τα πληρώνουν από πάνω οι υπάλληλοι με τους φόρους τους! Οι αντιδράσεις ήταν αυτόματες και αλά παλαιά: με τις ίδιες λέξεις που ευτυχισμένοι (λαός, κόμματα και συνδικαλιστικές ηγεσίες) σκάβαμε τον λάκκο στον οποίο πέσαμε μαζί το 2010. Η κυβέρνηση, βλέποντας τις αντιδράσεις, αφού έκανε δύο βήματα μπροστά έκανε μετά ένα βήμα πίσω. Αν κάνει άλλο ένα προς τα πίσω, η μεταρρύθμιση θα ακυρωθεί και θα μείνουμε στα ίδια.
Ποιες μεταρρυθμίσεις πέτυχαν κατά την πρώτη τετραετία της ΝΔ; Το ψηφιακό κράτος (Gov.gr) και η έκδοση των εκκρεμών συντάξεων. Και στις δύο περιπτώσεις, η επιτυχία ήρθε μέσα από την παράκαμψη του κράτους: με bypass. Οι ίδιοι υπουργοί, Χατζηδάκης και Πιερρακάκης, προσπαθούν τώρα από άλλα πόστα. Ο πρώτος ως υπουργός Οικονομικών για τη φοροδιαφυγή, ο δεύτερος ως υπουργός Παιδείας για τα μη κρατικά πανεπιστήμια.
Ωστόσο, όπως έχουμε δει, όταν η επιχειρούμενη αλλαγή φτάνει στο βάθος, τα πράγματα δεν προχωρούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αξιολόγηση στο Δημόσιο. Τρέχει μόνο στα χαρτιά και στη θεωρία, ώστε να τη δέχονται και οι αξιολογούμενοι. Δηλαδή στα ψέματα: Εμείς λέμε ότι σας αξιολογούμε και εσείς θα λέτε ότι αξιολογηθήκατε. Εξού και τα φασόν «αξιολογόχαρτα» που κάνουν θραύση μεταξύ των συνδικαλιστών εκπαιδευτικών.
Οι φοβερές περικοπές της δεκαετίας των μνημονίων στο Δημόσιο, πρόσθεσαν κι άλλο βάρος στους ευσυνείδητους δημοσίους υπαλλήλους σε κρίσιμους τομείς. Διότι αυτοί που πάντοτε έβγαζαν τη δουλειά και των υπολοίπων (που μετά τις μνημονιακές περικοπές κήρυξαν λευκή απεργία), σήμερα αμείβονται λιγότερο και δουλεύουν περισσότερο εξαιτίας και των κενών που υπάρχουν σε διάφορους τομείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι γιατροί και οι νοσηλευτές που κρατάνε τις μάχιμες μονάδες του ΕΣΥ. Εξού και το κύμα φυγής από νοσηλευτές με burnout ή η άρνηση γιατρών να αναλάβουν πόστα στην επαρχία.
Μπορεί να μεταρρυθμιστεί το κράτος μόνο με bypass και «αντάρτικο» – δύο βήματα εμπρός, ένα πίσω- απέναντι στις κατεστημένες νοοτροπίες; Προφανώς όχι άμεσα. Η φιλοσοφία μιας ρεαλιστικής προσέγγισης λέει ότι ο εκσυγχρονισμός θα έρθει από έξω προς τα μέσα, ακριβώς γιατί το «μέσα» έχει ακόμα τα σκληρά αντανακλαστικά του χθες. Πρόκειται για μια οπτική που προσδοκά ότι, με τον χρόνο, οι θετικές εξαιρέσεις θα νικήσουν τον κανόνα και θα γείρουν την πλάστιγγα υπέρ της προόδου και εναντίον της αδράνειας. Για να προκύψει η ρήξη με το παλιό, πρέπει πρώτα να χτιστεί η συναίνεση για το καινούργιο μέσα από απτά παραδείγματα.
Ολα αυτά ακούγονται ιδεαλιστικά… γιατί εν μέρει είναι. Διότι πολλά θα εξαρτηθούν από το σχέδιο και την αύξηση της χρηματοδότησης (και των απολαβών) που θα προκύψουν ως μέρισμα της ανάπτυξης. Και παράλληλα από την είσοδο των νεότερων γενεών στην κρατική μηχανή. Με αυτές τις προϋποθέσεις, θα μπορούσε στο μέλλον να χτιστεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για το πώς πρέπει να λειτουργεί το Δημόσιο.
Η αντίληψη ότι μια κυβέρνηση μπορεί να συγκρουστεί με όλους και με όλα για να αλλάξει δομές και νοοτροπίες που παγιώθηκαν σε βάθος μισού αιώνα, είναι εξωπραγματική και καλλιεργεί υπερβολικές προσδοκίες. Προσφέρεται μόνο για επαναστατική γυμναστική, λουκέτο στο Κράτος και διασάλευση της σταθερότητας που κατακτήθηκε με τεράστιες θυσίες μετά από μια ταραγμένη δεκαετία. «Μη μεταρρυθμίσιμη χώρα» δεν έλεγε η τρόικα την Ελλάδα; Και όμως, χωρίς αυτούς ένα-δύο βήματα τα κάναμε.
Υπό μια έννοια, μια κυβέρνηση που έχει διαλέξει ως πυξίδα τον εκσυγχρονισμό έχει υποχρέωση να αποφεύγει άσκοπες και κυρίως μάταιες συγκρούσεις. Και να κινείται διαρκώς -ακόμη και κάτω από το ραντάρ- εκεί όπου οι παρεμβάσεις μπορούν να γεννήσουν μικρά θαύματα που αλλάζουν το υπόδειγμα. Χωρίς πολλά λόγια και με θετικές εκπλήξεις που θα γίνουν με τον καιρό συνήθεια και θα γεννούν μέρα με τη μέρα νέα αυτονόητα. Πίστευε κανείς ότι θα εκδίδονταν οι συντάξεις ή ότι θα βγάζαμε γνήσιο υπογραφής χωρίς χαρτόσημο και επίσκεψη σε ΚΕΠ ή ΑΤ; Αυτό σημαίνει «αντάρτικο».
Με άλλα λόγια, μια κυβέρνηση πρέπει να έχει συναίσθηση του πόσο εύκολα το «όλα» μπορεί να καταλήξει στο «τίποτα». Και πώς το «κάτι», αν είναι χειροπιαστό και λειτουργικό, μπορεί να αποδειχθεί επαναστατικό. Τελευταίο παράδειγμα η ψηφιοποίηση της μεταβίβασης ακινήτων που μετά από διάλογο φαίνεται ότι θα δεχθούν οι συμβολαιογράφοι.
Σε διαφορετική περίπτωση, η κυβέρνηση αυτή θα είναι καλή μόνο για το Λουξεμβούργο.