Advertisement

Μοντέρνοι καιροί

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη

1.817

Ονόματα δε λέμε, αλλά για να συνεννογιόμαστε, ας πούμε ότι τονε λένε Νικολάκη.

Ήτανε Σεπτέμβρης, που λέτε, κι ο άνθρωπος ετοιμαζότανε να τρυγήσει τ’’ αμπέλι του. Θυμότανε από πέρυσι πως από κοφίνια δεν επάαινε καλά, μα τώρα που πήγε στο κατώι και τ’’ αναγύρεψε, απογοητεύτηκε ολΩσδιόλου. Σχεδόν όλα ήτανε ξεχεριασμένα και από τα πιο παλαιά ήτανε τελείως ξεκωλιασμένα. Ήτανε όλα, μαθές, κακού λογού.

Advertisement

Ευτυχώς που υπάρχουνε και κάτι καλοί αθρώποι, εσκεφτότανε, που βάνουνε φωτίες και καίγονται οι σκίνοι και βγάνουνε βέργες και μπορεί από χρονέας να πλέξω άλλα κοφίνια, ανέ θέλει ο Θεός.

Αλλά φαίνεται πως ο Θεός δεν ήθελε. Γιατί του έδωσε φώτιση και έκαμε άλλη δουλειά, καλλίτερη. Αν και τέτοια φώτιση, μάλλον από τη μεριά του αλλουνού πρέπει να του ήρθε, διότι ακριβώς περί διαολίας πρόκειται.

Μωρέ, οι σκουπιδοντενεκέδες που σκόρπισε ο Σύνδεσμος από δω κι από κει, πρέπει να κάνουνε δουλειά.

Κατέβηκε ετσά πιο κάτω, βρήκε ένανε, τον άδειασε κατά γης και ίσια στο γάιδαρο για δοκιμή.

Του ερχότανε μία χαρά. Μέχρι και χερούλια για να περνά τα φορτόσκοινα είχε.

Κι ίντα θαρρείς, περισσότερα σταφύλια κι από τα βεργοκόφινα εχώρειε.

Τον είδε μετά από καμία βδομάδα στο Λειβάδι ο Μπαρμπα-Διονύσης, (που συνήθιζε κι αγόραζε κρασί από δαύτονε) και τονε ρωτά:

-Ε, Νικολάκη, εινταλώς επήγε τ’’ αμπέλι οφέτος; Πόσα κοφίνια έκοψες;

-Σαρανταπέντε σκουπιδοντενεκέδες μπάρμπα, σαρανταπέντε ολόκλκηρους.

Ο γέρος δεν κατάλαβε και τονε ξαναρωτά:

-Πόσα κοφίνια λοιπόν έκοψες;

-Σαρανταπέντε σκουπιδοντενεκέδες φίσκα μπάρμπα.ʼΑμα γενεί θα σου φέρω δυο τραμεντζάνες.

Τον εκοίταξε απορημένος ο γέρος και χωρίς να του ξαναμιλήσει έφυγε κι επήγε στο σπίτι του κι έλεγε τση κεράς του ο Νικολάκης μαθές δεν πάει καλά, μάλλον έχει λελέψει, γιατί του έλεγε κάτι πράματα ακατανόητα.

Ακατανόητα για σένα μπάρμπα. Μα μην ανησυχείς για δαύτονε. Για το κρασί που θα σου φέρει ν’’ ανησυχείς που θα είναι γιομάτο κωλοβακτιρίδια. Αυτός είναι γάτα ο άτιμος, προσαρμόζεται στους μοντέρνους  καιρούς, ναι μα το Θεό. Οπροχτές τσοι είχε κι εκουβάλειε άμμο από το Μελιδόνι και δεν είχε βέβαια σκοπό να τσοι γυρίσει στη θέση τουνε. Όχι θα κάτσει να πλέχει κοφίνια. Δα θαρρείς πως βρέσκεις βέργα πλέα. Κι ανέ βρείς δηλαδή καλλίτερα μην την εκόψεις, γιατί μπορεί να σου κόψει την εδική σου η Δασική.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 54 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1992

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο