Μύθοι και αλήθειες γύρω από την απώλεια βάρους

Γιατί υπάρχουν τόσο πολλά και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους διαιτολόγια; Τι είναι η «συναισθηματική πείνα»; Και τι είναι αυτό που τελικά κάνει καλό στον οργανισμό (και στο βάρος) μας; | Ισαβέλλα Ζαμπετάκη

290

Για να πάρει κανείς την απόφαση να χάσει βάρος, πρέπει συνήθως να κάνει μια ολόκληρη έρευνα, να ενημερωθεί για τις νέες τάσεις που κυκλοφορούν στην αγορά του αδυνατίσματος και να καταλάβει τι ακριβώς συνεπάγεται καθεμία από αυτές. Η έρευνα αυτή απαιτεί χρόνο και προκαλεί και άγχος – ειδικά αν οι «ειδικοί» επιμένουν σε αντίθετες μεταξύ τους προσεγγίσεις. Αφού γίνει η επιλογή, ακολουθεί η αναζήτηση των –ενίοτε εξεζητημένων– τροφών που απαιτεί η κάθε δίαιτα και η προσαρμογή του εβδομαδιαίου διαιτολογίου. Στη συνέχεια έρχεται το επώδυνο στάδιο της στέρησης, η ικανοποίηση της απώλειας βάρους, η ενοχή της ατασθαλίας, η επίτευξη του στόχου (ή η παραίτηση από αυτόν) και, αργά ή γρήγορα, η εξαφάνιση της δίαιτας στο βάθος κάποιου συρταριού. Όλα αυτά, μέχρι την επόμενη φορά που θα νιώσουμε ότι ήρθε και πάλι η ώρα να χάσουμε βάρος. Μπορεί κανείς να παρακάμψει όλη αυτή την κουραστικά επαναλαμβανόμενη διαδικασία και να κηρύξει για τον εαυτό του την κατάργηση της έννοιας της δίαιτας;

Νομοτελειακή καταδίκη

Advertisement

Ζώντας σε μια εποχή που η τροφή είναι υπεράφθονη, που διαφημίζεται έντονα και που πολλές από τις επιλογές που έχουμε στη διάθεσή μας είναι παχυντικές, είμαστε σχεδόν νομοτελειακά καταδικασμένοι να παίρνουμε κάθε τόσο βάρος. Και, εξίσου συχνά, να προσπαθούμε να το χάσουμε. Κανείς, βέβαια, δεν μας στερεί το δικαίωμα να αρνηθούμε να επαναλάβουμε αυτόν τον κύκλο. Θεωρητικά, τουλάχιστον, όλοι μας έχουμε την επιλογή να πούμε ότι, αντί να ανακαλύψουμε τους κανόνες μιας νέας δίαιτας, θα προτιμήσουμε να επιστρατεύσουμε την κοινή λογική. Και να βάζουμε στο τραπέζι μας αυτά που, όλοι όσοι είχαμε την τύχη να γεννηθούμε στη Μεσόγειο, γνωρίζουμε από γεννησιμιού μας.

Για να το θέσουμε σε μια πιο επιστημονική βάση, η διαιτολόγος – ψυχολόγος Κυριακή Σαββίδη μάς υπενθυμίζει τι σημαίνει «μεσογειακή διατροφή»: «Άφθονα φρούτα και λαχανικά, ανεπεξέργαστα δημητριακά, όσπρια, ελαιόλαδο και ψάρι. Μικρότερη κατανάλωση γαλακτοκομικών, μέτρια κατανάλωση κρασιού και χαμηλή κατανάλωση κόκκινου κρέατος». Όλα αυτά ακούγονται τόσο αυτονόητα, που καταλήγουν να επισκιάζονται από έννοιες πιο «εξωτικές», όπως για παράδειγμα η διαλειμματική ή η πρωτεϊνική δίαιτα. Οι «καλές διατροφικές συνήθειες» που πλαισιώνουν τη μεσογειακή δίαιτα είναι επίσης απλές και γνώριμες: πρέπει να κάνουμε πολλά μικρά γεύματα μέσα στη μέρα και κάθε ένα από αυτά πρέπει να αποτελεί ένα πλήρες γεύμα. «Κι όταν λέμε πλήρες γεύμα, εννοούμε τον συνδυασμό φυτικών ινών, πρωτεΐνης, υδατανθράκων και λιπαρών. Προκειμένου, για παράδειγμα, να αποτελεί το δεκατιανό μας πλήρες γεύμα, μπορούμε να συνδυάσουμε ένα φρούτο με λίγο τυρί και μία φέτα ψωμί ολικής άλεσης. Ο συνδυασμός αυτός βοηθά να διατηρείται σταθερό το επίπεδο της γλυκόζης στο αίμα και να νιώθουμε χορτάτοι για μεγάλο διάστημα», εξηγεί η κ. Σαββίδη.

Η συναισθηματική διάσταση της πείνας

Πολλοί άνθρωποι –συχνά μάλιστα για λόγους αισθητικής και όχι υγείας– δείχνουν να αναζητούν όσο το δυνατόν πιο εξεζητημένες δίαιτες και high-tech τρόπους απώλειας βάρους. Με στόχο να τους κοπεί η όρεξη, κάποιοι πειραματίζονται με ενέσιμες θεραπείες όπως αυτή της τιρζεπατίδης και άλλοι μπαίνουν στη διαδικασία να κάνουν γαστρικό botox. «Πολλοί φτάνουν πια στον διαιτολόγο όταν έχουν ήδη κάνει μεγάλη ζημιά στον οργανισμό τους», διαπιστώνει η κ. Σαββίδη. Η σχέση αρκετών ανθρώπων με το φαγητό και το σώμα έχει μεταμορφωθεί σε ένα πολύπλοκο γαϊτανάκι από συμπληρώματα, φάρμακα και διαδικασίες όπου ξεχνάμε από πού ξεκινήσαμε και πού θέλουμε να πάμε.

 

Μύθοι και αλήθειες γύρω από την απώλεια βάρους-1

 

Για να μπορέσουμε να εστιάσουμε στην ουσία της υπόθεσης, το ερώτημα που πρέπει να επαναφέρουμε στο προσκήνιο είναι απλό: για ποιον λόγο τρώμε; «Δεν τρώμε μόνο όταν πεινάμε», εξηγεί ο Νίκος Τομαράς, σύμβουλος – ψυχοθεραπευτής. «Τρώμε επειδή είμαστε μόνοι, επειδή είμαστε στενοχωρημένοι, επειδή είμαστε θυμωμένοι. Και, μέχρις ενός σημείου, οι καταχρήσεις φαγητού είναι φυσιολογικές. Πρόβλημα ξεκινά να υπάρχει όταν το φαγητό ως υποκατάστατο άλλων πραγμάτων παρουσιάζει μεγάλη συχνότητα. Όταν δεν πεινάμε πραγματικά, αλλά συνδέουμε μια θετική ή αρνητική κατάσταση που βιώνουμε με την ανάγκη να φάμε ως εκτόνωση, τότε έχουμε αυτό που αποκαλούμε “συναισθηματική πείνα”. Όταν υπάρχει έλλειμμα στις σχέσεις μας και στην αυτοεκτίμησή μας, εμφανίζεται το φαγητό με νοσηρό τρόπο για να καλύψει αυτό το κενό. Μπορεί να είναι η κατανάλωση ενός γλυκού ή ενός αλμυρού, ή η εναλλαγή αλμυρού και γλυκού».

Η σχέση αρκετών ανθρώπων με το φαγητό έχει μεταμορφωθεί σε ένα πολύπλοκο γαϊτανάκι από συμπληρώματα, φάρμακα και διαδικασίες.

Η διαδικασία τού να ξεσκεπάσουμε δυσάρεστα συναισθήματα σίγουρα δεν είναι εύκολη. Ειδικά όταν πρόκειται για συναισθήματα τόσο δυνατά που μας κάνουν να παραβλέπουμε το τι προξενεί στο σώμα μας η τροφή που κακώς καταναλώνουμε. Ο κ. Τομαράς προτρέπει να μη βιαστούμε να καλύψουμε τις συναισθηματικές μας ανάγκες με φαγητό, παρά να τις υποστούμε για όσο τις αντέχουμε, μέχρι να αποκτήσουμε επίγνωση ότι τα δυσάρεστα συναισθήματα που νιώθουμε προκαλούν μια απατηλή αίσθηση πείνας. «Μπορούμε να φτιάξουμε εναλλακτικές επιλογές για εκείνη τη δύσκολη ώρα. Δεν έχει νόημα να αγχωθούμε με τη σκέψη ότι πρέπει να πετύχουμε άμεσα τον στόχο μας. Οι κακές διατροφικές συνήθειες έχουν τον τρόπο τους να επιμένουν. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο στόχος είναι η ποιότητα ζωής και όχι η απώλεια βάρους ή η στέρηση».

Κι εδώ ακριβώς έγκειται ένα ακόμα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της αποχής από τις πάσης φύσεως δίαιτες: ότι αποτελούν συνήθως μια μορφή στέρησης και τιμωρίας. Μια επίπληξη του εαυτού μας για τις υπερβολές στις οποίες παρασυρθήκαμε το προηγούμενο διάστημα. Η ζωή μας, όμως, έχει γίνει πια υπερβολικά σύνθετη για να φορτωνόμαστε με ενοχές ακόμα και για την τροφή στην οποία δεν καταφέραμε να αντισταθούμε. Σε άρθρο της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ιατρικής των Ηνωμένων Πολιτειών διαβάζω ότι το στρες και η αρνητική ψυχολογία επιβραδύνουν τον μεταβολισμό μας. Αυτή είναι μια αλήθεια την οποία γνωρίζουν καλά πολλοί διαβητικοί που παρακολουθούν συστηματικά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους και εντοπίζουν μεγάλες διαφορές ανάλογα με τη συναισθηματική τους κατάσταση. Όπως εξηγεί η κ. Σαββίδη, «τα επινεφρίδια εκκρίνουν μια σειρά από ορμόνες στο σώμα μας όταν νιώθουμε στρες. Πολλές από τις ορμόνες αυτές επιδρούν με τέτοιο τρόπο στις ισορροπίες μας, που διαταράσσουν τα επίπεδα της γλυκόζης αλλά και το πόσο καλά λειτουργεί ο μεταβολισμός». Με άλλα λόγια, είναι σαφές το όφελος του να αποσυνδέσουμε το φαγητό από τις τύψεις και τα αρνητικά συναισθήματα.

Διαμορφώνοντας μια νέα φιλοσοφία

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι θα αφεθούμε στο έλεος των επιθυμιών μας. Αναζητώντας ένα υγιές αντίβαρο που προστατεύει από τις υπερβολές, μπορούμε να δώσουμε τη μάχη μας σε επίπεδο αυτοελέγχου. «Προτού φάμε, οφείλουμε να ακούμε τι μας λέει το σώμα μας, να αναρωτιόμαστε αν πεινάμε στ’ αλήθεια και, τέλος, να αναρωτιόμαστε αν μετά θα νιώσουμε καλύτερα ή χειρότερα», προτείνει ο κ. Τομαράς. Καλό είναι δηλαδή να είναι απόλυτα συνειδητό το τι επιλέγουμε να φάμε κάθε δεδομένη στιγμή. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, αξίζει να μπούμε στη διαδικασία να σκεφτούμε τι ακριβώς σημαίνει για μας το φαγητό. Κι αυτό θα προσδιορίσει τα πάντα: από το πού και πότε βγαίνουμε για ψώνια μέχρι το με ποιους μοιραζόμαστε την τροφή μας και πόσο χρόνο είμαστε διατεθειμένοι να αφιερώσουμε για την προετοιμασία της.

Άλλο ένα βασικό ερώτημα είναι το πόσο συχνά κρίνουμε ότι το φαγητό μας θα πρέπει να αποτελεί μια απόλαυση. Αξίζει να έχουμε κατά νου ότι, από διαιτολογικής άποψης, το φαγητό ανάγεται σε κάτι το σοκαριστικά απλό: «Από τη στιγμή που θα περάσουν από το πιρούνι στο στόμα μας, δεν υπάρχουν πλέον φαγητά παρά υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λιπαρά και φυτικές ίνες. Ως τέτοια τα αναγνωρίζει και ως τέτοια τα χρειάζεται το σώμα μας», επισημαίνει η κ. Σαββίδη. Αυτή η πεζή, επιστημονική λογική σαφώς και αφήνει απ’ έξω το γοητευτικό γαστρονομικό, πολιτιστικό και συναισθηματικό σύμπαν που περιβάλλει το φαγητό μας. Ίσως όμως έχει νόημα να περνάμε και διαστήματα αυτού του είδους «νηστείας», που μας υπενθυμίζουν ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο τρώμε είναι για να ζούμε και όχι το αντίθετο.

 

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο