«Να φροντίζεις ηλικιωμένο στην Ελλάδα είναι σαν να ζεις μία μέρα 36 ωρών»
Η Μαριάννα Μαντζώρου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Γεροντολογικής Νοσηλευτικής και πρόεδρος του αρμόδιου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, αναλύει στην «Κ» τα δεδομένα της φροντίδας ηλικιωμένων ατόμων στη χώρα μας | Μαρίνα Καρπόζηλου
Η φροντίδα ενός ηλικιωμένου ατόμου, ειδικά αν πάσχει από άνοια, παρομοιάζεται με μια επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα που δεν τελειώνει ποτέ. «Είναι σαν να ζεις μία μέρα 36 ωρών», λέει χαρακτηριστικά στην «Κ» η κ. Μαριάννα Μαντζώρου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Γεροντολογικής Νοσηλευτικής και πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου της Ειδικότητας Γεροντολογικής Νοσηλευτικής. Αυτή η περιγραφή, όσο υπερβολική κι αν ακούγεται, αντικατοπτρίζει απόλυτα την καθημερινότητα όσων έχουν αφιερωθεί στη φροντίδα ενός ηλικιωμένου συγγενή ή ασθενή και συχνά συνοδεύεται από εξαντλητικές θυσίες, αλλά και συναισθηματική εξουθένωση.
Γυναίκες οι 7 στους 10 οικογενειακούς φροντιστές
Η πρώτη κατηγορία, όσοι δηλαδή φροντίζουν συγγενικά τους μέλη, χωρίς χρηματική αμοιβή, επιβλέποντας, ενθαρρύνοντας ή εκτελώντας δραστηριότητες που το άτομο δεν μπορεί πλέον να κάνει μόνο του, είναι οι οικογενειακοί φροντιστές. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για γυναίκες (76%), με μέση ηλικία τα 56,9 χρόνια. Από αυτές, το 50% είναι κόρες των ηλικιωμένων, καθώς οι γιοι συμμετέχουν σε πολύ μικρότερο ποσοστό (11,1%). Πολλές από αυτές είναι έγγαμες (72,5%) με δικά τους παιδιά (76,5%), γεγονός που συχνά δημιουργεί πολλαπλά επίπεδα ευθυνών, καθώς καλούνται να φροντίσουν όχι μόνο τους γονείς τους αλλά και τη δική τους οικογένεια.
Ενα μεγάλο μέρος των φροντιστών (37,9%) έχουν την ευθύνη φροντίδας και κάποιου άλλου ατόμου (π.χ. άλλου γονιού ή μικρού παιδιού στην οικογένεια). Τα στοιχεία αυτά, που προέρχονται από το ερευνητικό έργο της κ. Μαντζώρου κατά την περίοδο 2018-2023 και παραχωρήθηκαν στην «Κ», αποκαλύπτουν τις ανισότητες και την έλλειψη στήριξης που αντιμετωπίζουν οι φροντιστές στην Ελλάδα.
Οσο αυξάνονται οι ανάγκες του ηλικιωμένου τόσο οι φροντιστές αναγκάζονται να προσαρμόζουν τη ζωή τους γύρω από αυτές τις απαιτήσεις.
«Η ελληνική κοινωνία παραμένει βαθιά συνδεδεμένη με την ιδέα της οικογενειακής ευθύνης», επισημαίνει η κ. Μαντζώρου. «Οι φροντιστές συχνά ζουν στο ίδιο σπίτι με τον ηλικιωμένο (45,8%) ή σε κοντινή απόσταση, διατηρώντας έτσι ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς, αλλά και εντείνοντας την καθημερινή πίεση». Η έντονη αυτή συνύπαρξη, αν και απαραίτητη για την κάλυψη των αναγκών του ηλικιωμένου, έχει σημαντικές συνέπειες στην ψυχολογική και σωματική κατάσταση των φροντιστών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της κ. Μαντζώρου, οι φροντιστές αφιερώνουν κατά μέσο όρο 12 ώρες την ημέρα στη φροντίδα των ηλικιωμένων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για άτομα με άνοια. Η φροντίδα περιλαμβάνει όχι μόνο βασικές ανάγκες, όπως η σίτιση και η υγιεινή, αλλά και τη διαχείριση συμπεριφορικών προκλήσεων, όπως η σύγχυση ή η επιθετικότητα.

«Οσο αυξάνονται οι ανάγκες του ηλικιωμένου τόσο οι φροντιστές αναγκάζονται να προσαρμόζουν τη ζωή τους γύρω από αυτές τις απαιτήσεις». Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Κατερίνα, που ζει λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη και δεν μπορεί πλέον να υποδεχθεί κόσμο στο σπίτι της, γιατί στο σαλόνι βρίσκεται ειδικό νοσοκομειακό κρεβάτι με την πεθερά της, που τα τελευταία χρόνια είναι κατάκοιτη.
«Ερχεται κάποιες ώρες το πρωί μια κοπέλα και την προσέχει. Η φροντίδα της όμως είναι σχεδόν αποκλειστικά δική μου υπόθεση. Ο άντρας μου ούτε ξέρει αλλά ούτε και τον ενδιαφέρει να μάθει» λέει στην «Κ». Παρότι το βασικότερο εισόδημα του σπιτιού προέρχεται από την Κατερίνα, η ίδια δεν διαμαρτύρεται για την όλη συνθήκη. «Οι γυναίκες επωμίζονται το μεγαλύτερο φορτίο, τόσο λόγω της παραδοσιακής αντίληψης ότι η φροντίδα ανήκει σε αυτές, όσο και λόγω των πολλαπλών τους ρόλων μέσα στην οικογένεια», σχολιάζει η κ. Μαντζώρου, επισημαίνοντας ότι αυτό το φορτίο έχει σημαντικές συνέπειες.
Εξουθένωση
Σύμφωνα με την ίδια, τα συχνότερα συμπτώματα που βιώνουν οι φροντιστές ηλικιωμένων είναι μειωμένη ενέργεια, πεσμένο ανοσοποιητικό, συνεχής αίσθηση κούρασης, παραμέληση δικών τους αναγκών, δυσκολία χαλάρωσης, αίσθηση απελπισίας, αλλαγές στον ύπνο και τις διατροφικές συνήθειες, αποξένωση από φίλους και συγγενείς και έλλειψη ενδιαφέροντος για παλιές αγαπημένες ενασχολήσεις.
Αυτή η αίσθηση απομόνωσης, σε συνδυασμό με τα επίπεδα εξουθένωσης, σχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα καταθλιπτικών συμπτωμάτων και χαμηλότερη ποιότητα ζωής. – Μαριάννα Μαντζώρου
Το συναισθηματικό κόστος της φροντίδας είναι εξίσου μεγάλο. Πολλοί φροντιστές αισθάνονται ενοχές, είτε επειδή νιώθουν ότι δεν φροντίζουν αρκετά τον ηλικιωμένο είτε επειδή σκέφτονται την πιθανότητα να τον βάλουν σε ίδρυμα. «Οι ενοχές αυτές, μαζί με την αίσθηση ανεπάρκειας, επιβαρύνουν τη συναισθηματική τους κατάσταση, οδηγώντας τους συχνά σε θυμό ή και κατάθλιψη», σημειώνει η κ. Μαντζώρου. «Την ίδια ώρα οι φροντιστές συχνά αισθάνονται ότι έχουν παραμελήσει τη δική τους ζωή, τα χόμπι και τις κοινωνικές τους σχέσεις. Αυτό δημιουργεί έναν κορεσμό που είναι δύσκολο να ξεπεραστεί χωρίς υποστήριξη», εξηγεί.
Το προφίλ των επαγγελματιών
Οι επαγγελματίες φροντιστές διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη φροντίδα των ηλικιωμένων, καλύπτοντας ανάγκες που οι οικογενειακοί φροντιστές δεν μπορούν να διαχειριστούν. Ωστόσο, η φύση της δουλειάς τους και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται συχνά παραμένουν αθέατες και υποτιμημένες.
Οι γηροκόμοι που εργάζονται εσωτερικά σε σπίτια ηλικιωμένων ανήκουν, κατά κύριο λόγο, στη μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα, με τις περισσότερες να είναι γυναίκες 50-60 ετών, εξηγεί ο Φίλιππος Λούης, υπεύθυνος του γραφείου αποκλειστικών στο ΙΓΕΕ Φροντίδα. «Οι νεότερες γυναίκες συνήθως προτιμούν τις θέσεις αποκλειστικής νοσηλείας, που επιτρέπουν τη διατήρηση προσωπικής ζωής και δεν απαιτούν διαρκή παρουσία» προσθέτει.
Η μέση ηλικία των επαγγελματιών είναι τα 37,75 έτη και όπως σχολιάζει η κυρία Μαντζώρου, πιθανόν σχετίζεται με τη μικρή παραμονή τους στις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, όπως παρατηρείται στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. «Ως προς την αλλαγή χώρου εργασίας, δηλαδή ως προς την επιθυμία να φύγουν από τη ΜΦΗ, το 51,5% επιθυμεί να αλλάξει δουλειά». Αντίθετα, οι μεγαλύτερες ηλικιακά φροντίστριες, συχνά χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, είναι διατεθειμένες να μείνουν στα σπίτια των ασθενών, αναλαμβάνοντας πλήρη φροντίδα.

Σύμφωνα με τον κ. Λούη άλλωστε, η συντριπτική πλειοψηφία των γηροκόμων δεν έχει δική της μόνιμη κατοικία. «Εννέα στις 10 μένουν σε ξενοδοχεία όταν δεν έχουν εργασία και περιμένουν την επόμενη εργασιακή ευκαιρία για να μετακομίσουν στο σπίτι κάποιου ηλικιωμένου. Αυτές οι γυναίκες συχνά εργάζονται για να συγκεντρώσουν χρήματα, βασιζόμενες κυρίως σε εμπειρική γνώση και όχι σε τυπικές σπουδές», εξηγεί. Αν και οι γηροκόμοι και οι αποκλειστικές έχουν διαφορετικούς ρόλους, και οι δύο συχνά έρχονται αντιμέτωπες με δύσκολες και απαιτητικές συνθήκες. «Καλούνται να χειριστούν βασικές καθημερινές ανάγκες του ασθενούς, όπως το μπάνιο ή το ντύσιμο, αλλά και να διαχειριστούν τις συναισθηματικές και ψυχολογικές ανάγκες του», επισημαίνει ο κ. Λούης.
Η πίεση της καθημερινότητας καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη υποστηρικτικών δομών, όπως ομάδες συμβουλευτικής και κατ’ οίκον υπηρεσίες φροντίδας, που μπορούν να μειώσουν το βάρος και να προσφέρουν ανακούφιση.
Η συναισθηματική και σωματική εξάντληση, οι ενοχές και η αίσθηση ανεπάρκειας που βιώνουν οι φροντιστές καθιστούν ξεκάθαρη την ανάγκη για υποστήριξη. «Αν θέλουμε να δούμε και τη θετική πλευρά, η φροντίδα μπορεί να ενισχύσει τους οικογενειακούς δεσμούς και να προσφέρει μια αίσθηση ικανοποίησης», αναφέρει η κ. Μαντζώρου. Παρ’ όλα αυτά, η πίεση της καθημερινότητας καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη υποστηρικτικών δομών, όπως ομάδες συμβουλευτικής και κατ’ οίκον υπηρεσίες φροντίδας, που μπορούν να μειώσουν το βάρος και να προσφέρουν ανακούφιση.
«Οι φροντιστές που λαμβάνουν βοήθεια νιώθουν λιγότερη μοναξιά και μεγαλύτερη ικανοποίηση για το έργο τους», προσθέτει. Σύμφωνα με την ίδια, η ίδρυση της ειδικότητας στη Γεροντολογική Νοσηλευτική αποτελεί ένα αποφασιστικό βήμα προς τη βελτίωση της φροντίδας, ενώ η ανάγκη για εκπαιδευτικά προγράμματα, ψυχολογική υποστήριξη και κατ’ οίκον υπηρεσίες είναι κρίσιμη, καθώς αυτές οι παρεμβάσεις μπορούν να ελαφρύνουν το φορτίο των φροντιστών και να διασφαλίσουν την αξιοπρέπεια και την ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων.
Εικονογράφηση: Loukia Kattis