Advertisement

Νομπέλ Λογοτεχνίας στον Σολζενίτσιν

του Λυκούργου Κουρκουβέλα

365

Mία από τις εμβληματικές μορφές της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας o Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, υπήρξε χαρακτηριστικό παράδειγμα δημόσιου διανοουμένου σε έναν αιώνα, τον εικοστό, κατά τον οποίο οι διαμάχες γύρω από ποικίλα ιδεολογικά προτάγματα θεωρούνταν αποφασιστικές για το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας.

Γι’ αυτό, το πολυσχιδές έργο του, κυρίως το μυθιστορηματικό και ιστορικό, μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο, ή κυρίως, εντός των κοινωνικών και πολιτικών συμφραζομένων της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας. Μάλιστα, ίσως και λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, ο Σολζενίτσιν ακολούθησε μία συνειδητή, «πολεμική» στάση στα κείμενά του και τη δημόσια παρουσία του, με αποτέλεσμα να αποκτήσει και πολλούς «εχθρούς», κάτι που καθιστά το έργο του ακόμη πιο «πολιτικό».

Ιδιαίτερα κατά την περίοδο από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έως και το 1974, που εξορίστηκε από τη Σοβιετική Ενωση, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχτεί ότι το έργο του αποτέλεσε έναν από τους κύριους πυρήνες γύρω από τους οποίους κινήθηκε η ιδεολογική και πολιτισμική διαμάχη ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση αλλά και, κάτι που παραβλέπεται συχνά, εντός των δύο αντίπαλων κόσμων.

Ο Μπρέζνιεφ (αριστερά) έβαλε τέρμα στα αντισταλινικά ανοίγματα που επιχείρησε ο Χρουστσόφ (στη μέση) και επανέφερε τη σκληρή λογοκρισία.

Εξορία στο γκουλάγκ και αποσταλινοποίηση

Ο Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1918 στην πόλη Κίσλοβοντσκ της σοβιετικής Ρωσίας και πέθανε στις 3 Αυγούστου 2008 στη Μόσχα. Σπούδασε μαθηματικά στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Ροστόφ, ενώ παρακολούθησε μαθήματα δι’ αλληλογραφίας από το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας, Λογοτεχνίας και Ιστορίας της Μόσχας, το οποίο την περίοδο εκείνη ήταν απόλυτα προσηλωμένο στις σταλινικές αρχές. Ο Σολζενίτσιν είχε ενστερνιστεί τις αρχές αυτές τουλάχιστον μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου άρχισε να αμφισβητεί το σταλινικό καθεστώς. Σημείο καμπής στην πνευματική του εξέλιξη υπήρξε η σύλληψή του από τις σοβιετικές υπηρεσίες αντικατασκοπείας εξαιτίας της κριτικής που ασκούσε στον Στάλιν σε αλληλογραφία με τον φίλο του Νικολάι Βίτκεβιτς. Στις 7 Ιουλίου 1945 ο Σολζενίτσιν καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια καταναγκαστικής εργασίας και μόνιμη εξορία.

Τον Φεβρουάριο 1953 τερματίστηκε η θητεία του στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και ξεκίνησε η εξορία του από το ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας. Ξεκίνησε να διδάσκει μαθηματικά σε τοπικό σχολείο του νοτίου Καζαχστάν όταν τον Απρίλιο του 1956, δύο μήνες μετά την περίφημη ομιλία του Νικίτα Χρουστσόφ στο Εικοστό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, χορηγήθηκε αμνηστία στους πολιτικούς εξόριστους.

Η δημόσια παρουσία του Σολζενίτσιν σφραγίστηκε με την έκδοση, τον Νοέμβριο 1962, του μυθιστορήματος «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», στο οποίο περιγράφονταν οι εμπειρίες του από τα γκουλάγκ (στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας). Τα γκουλάγκ αποτέλεσαν δομικό μηχανισμό καταπίεσης, εκφοβισμού, αλλά και εξόντωσης των αντιφρονούντων από το σταλινικό σύστημα και, όπως ήταν φυσικό, η δημοσίευση του μυθιστορήματος του Σολζενίτσιν σηματοδοτούσε ευθεία επίθεση, και μάλιστα δημόσια, στον σταλινισμό και στις πρακτικές του.

Ο Χρουστσόφ

Την ενορχήστρωση της επίθεσης αυτής είχε αναλάβει ο ίδιος ο Χρουστσόφ, ο οποίος συνέχιζε την κριτική του στις σταλινικές πρακτικές. Το 1962 χρησιμοποίησε δύο φιλελεύθερους (στο σοβιετικό πλαίσιο) συγγραφείς, τον Γεβγένι Γεφτουσένκο και τον Σολζενίτσιν για να αντιμετωπίσει την κριτική που εξαπολυόταν στην αντισταλινική πολιτική του από μέρος του Πρεζίντιουμ. Το μυθιστόρημα, που δημοσιεύτηκε στο υψηλού κύρους, φιλελεύθερο, λογοτεχνικό περιοδικό Novy Myir (Νέος Κόσμος), περιέγραφε με ενάργεια και έντονη φόρτιση τη ζωή στα γκουλάγκ και θεωρήθηκε πως ήταν το πρώτο, εντός του κομμουνιστικού κόσμου, το οποίο παρουσίαζε τις πολιτικές διώξεις στην ΕΣΣΔ ως μαζικό φαινόμενο και όχι ως αποτέλεσμα ατομικών «σφαλμάτων» ή «υπέρμετρου ζήλου» από την πλευρά της σταλινικής εξουσίας.

Οπως ήταν φυσικό, το περιεχόμενο του μυθιστορήματος αλλά και το γεγονός ότι αυτό είχε εκδοθεί ελεύθερα στην ΕΣΣΔ είχε σημαντικό αντίκτυπο στη Δύση. Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, ο Σολζενίτσιν θεωρήθηκε ότι συνέχιζε την παράδοση των μεγάλων Ρώσων ρεαλιστών του 19ου αιώνα, όπως ο Ντοστογέφσκι και, κυρίως, ο Τολστόι. Για πολλούς, το «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» αποτέλεσε το κύριο σύμβολο του «λιωσίματος των πάγων» (thaw) στην ΕΣΣΔ.

13.02.1974. Ο Σολζενίτσιν σε συνέντευξη Τύπου στη θερινή κατοικία του συγγραφέα Χάινριχ Μπελ (στο μέσον) στη Δυτική Γερμανία.

Σύγκρουση με το καθεστώς Μπρέζνιεφ

Μετά την άνοδο του Μπρέζνιεφ στην εξουσία, η επαναφορά της «σκληρής» λογοκρισίας (που πάντως ξεκίνησε από τον ίδιο τον Χρουστσόφ και την εξαιρετικά αμφίσημη πολιτική του ως προς τις τέχνες) κορυφώθηκε με τη σύλληψη και καταδίκη των συγγραφέων Γιούρι Ντάνιελ και Αντρέι Σινιάφσκι το 1966. Αρχικά, ο Σολζενίτσιν δεν αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα εξαιτίας της τεράστιας δημοτικότητας και εκτίμησης που έχαιρε. Ομως, από το 1966 η KGB άρχισε να κατάσχει χειρόγραφά του και να προειδοποιεί την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ για το πλήγμα που επέφεραν τα έργα του στην εικόνα της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό.

Ο Τύπος στη Δύση άρχισε να ασχολείται με πιο επιτακτικό τρόπο με αφορμή την επιστολή του Σολζενίτσιν, το 1967, στο Τέταρτο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων, η οποία δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα Le Monde. Στην επιστολή του ο Σολζενίτσιν καταδίκαζε την αυθαίρετη ανάμειξη του σοβιετικού κράτους στη λογοτεχνία, τόνιζε ότι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός είχε χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και καλούσε για την αποκατάσταση των Μπόρις Παστερνάκ, Αννα Αχμάτοβα, Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ κ.ά. Το 1969 η Ενωση Συγγραφέων της Ρωσικής Ομοσπονδίας απέβαλε τον Σολζενίτσιν χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα ακρόασης. Η αποβολή του ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη Δύση από διανοούμενους που κινούνταν σε όλο το πολιτικό και ιδεολογικό φάσμα, όπως ήταν ο Λουί Αραγκόν, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Αρθουρ Μίλερ, ο Ιγκόρ Στραβίνσκι κ.ά. Επιπλέον, απαγορεύτηκαν τα έργα του «Πτέρυγα Καρκινοπαθών», το οποίο περιέγραφε με λεπτομέρεια τη ζωή σε μια νοσοκομειακή φυλακή υπό το σταλινικό καθεστώς και ο «Πρώτος Κύκλος», που περιέγραφε τη ζωή επιστημόνων που βρίσκονταν υπό κράτηση σε ένα σταλινικό ερευνητικό κέντρο.

Μέσα στο κλίμα αυτό, και για λόγους που είναι δύσκολο να μη συνδεθούν με τη διεθνοπολιτική κατάσταση της εποχής, η Σουηδική Επιτροπή των βραβείων Νομπέλ, υπερκερνώντας τις προσπάθειες της σοβιετικής κυβέρνησης να αποτρέψει την υποψηφιότητα του Σολζενίτσιν, την ανακοίνωσε δύο εβδομάδες νωρίτερα, στις 8 Οκτωβρίου 1970. Υπό τον φόβο της απώλειας της σοβιετικής υπηκοότητας, ο Σολζενίτσιν αρνήθηκε να ταξιδέψει στη Στοκχόλμη θεωρώντας ότι ήταν πολύ πιθανό η σοβιετική κυβέρνηση να μην του επιτρέψει να επιστρέψει στην ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό δήλωσε πως προτιμούσε να παραλάβει το βραβείο στη σουηδική πρεσβεία στη Μόσχα. Επειδή, όμως, η σουηδική κυβέρνηση θεώρησε ότι μια τέτοια λύση θα ζημίωνε τις σχέσεις της με την ΕΣΣΔ, ο Σολζενίτσιν παρέλαβε το βραβείο σε ειδική τελετή το 1974, μετά την εκδίωξή του από τη Σοβιετική Ενωση. Σύμφωνα με τη σουηδική Ακαδημία το βραβείο απονεμόταν στον Σολζενίτσιν για «την ηθική δύναμη με την οποία επιδίωξε να προωθήσει τις αναντικατάστατες αξίες της ρωσικής λογοτεχνίας».

29 Μαρτίου 1974. Εξόριστος από τη Σοβιετική Ενωση, ο Σολζενίτσιν, με τους δύο γιους του αγκαλιά και τη σύζυγό του Ναταλία, φτάνει στη Ζυρίχη.

Σημαντική η επίδραση του έργου του στη Δύση

Η κορύφωση της διεθνούς φήμης του Σολζενίτσιν επήλθε με τη δημοσίευση, τον Δεκέμβριο 1973, του πρώτου τόμου του περίφημου πλέον έργου του «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», το οποίο στόχευε στο να πείσει τους αναγνώστες ότι ο κομμουνισμός έπρεπε να καταδικαστεί διεθνώς, όπως είχε γίνει και με τον ναζισμό. Ο Σολζενίτσιν υποστήριζε ότι ήταν ο Λένιν, και όχι ο Στάλιν, που εγκαθίδρυσε τα πρώτα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, καταδικάζοντας έτσι το σύνολο της κομμουνιστικής επανάστασης στην ΕΣΣΔ. Επειτα από πολιτικές διαφωνίες, το καθεστώς Μπρέζνιεφ αποφάσισε την εκδίωξη του Σολζενίτσιν από τη χώρα. Τον Φεβρουάριο του 1974 ο Σολζενίτσιν, συνοδευόμενος από στελέχη της KGB, αποβιβάστηκε στη Φρανκφούρτη. Η περίοδος της εξορίας του μόλις είχε ξεκινήσει.

Η πολιτική σημασία του έργου του Σολζενίτσιν είναι δύσκολο να υποτιμηθεί. Πέρα από την αυτονόητη εκμετάλλευση του έργου του από τη δυτική προπαγάνδα στον πόλεμο των ιδεών έναντι του κομμουνιστικού κόσμου, η έρευνα έχει καταδείξει ότι τα κείμενά του, ιδιαίτερα το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», επέδρασαν καίρια στην αριστερή διανόηση, πυροδοτώντας δημόσιες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις με μακροπρόθεσμες συνέπειες για την πολιτική και πνευματική ζωή των δύο τελευταίων δεκαετιών του Ψυχρού Πολέμου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γαλλίας, στην οποία η έκδοση του έργου «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» έπαιξε σημαντικό (για άλλους αποφασιστικό) ρόλο στην άσκηση σκληρής κριτικής προς το σοβιετικό καθεστώς από τη γαλλική αριστερή διανόηση, ανοίγοντας, έτσι, τον δρόμο για τα σημερινά φιλελεύθερα, μετριοπαθή δημοκρατικά και μεταμοντέρνα πολιτικά προτάγματα. Ως προς την ΕΣΣΔ, τα προβλήματα που δημιουργούσε η περίπτωση του Σολζενίτσιν συνοψίζονταν από έναν από τους πολλούς κριτικούς του εντός του σοβιετικού καθεστώτος: «Τα έργα του Σολζενίτσιν είναι πιο επικίνδυνα για εμάς από ό,τι του Παστερνάκ: ο Παστερνάκ ήταν ένας άνθρωπος που είχε πάρει διαζύγιο από τη ζωή, ενώ ο Σολζενίτσιν, με τη ζωηρή, ακτιβιστική, ιδεολογική ιδιοσυγκρασία του, είναι ένας άνθρωπος που προβάλλει αρχές».

* Ο κ. Λυκούργος Κουρκουβέλας διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο