Νουνού Μαρτίνου: Από το παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι, τιμονιέρισσα ενός στόλου με 300 βαπόρια
Η συναρπαστική ιστορία της πιο μεγάλης κυρίας της ελληνικής ναυτιλίας που «έφυγε» σε ηλικία 97 χρόνων - Οι αθόρυβες ευεργεσίες, η λιτή ζωή και η αμύθητη περιουσία μιας Κεφαλονίτισσας με παππού αγωνιστή του ’21 που μισούσε... «τα διευθυντιλίκια» Μηνάς Τσαμόπουλος Γιώργος Καραγιάννης
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο Ελληνας δικηγόρος Κωνσταντίνος Μεθενίτης πήγε στο Λονδίνο κυνηγώντας πελάτες εφοπλιστές που θα του ανέθεταν τη σύνταξη των ασφαλιστικών συμβολαίων για τα πλοία τους. Στα κλειστά κλαμπ του Σίτι όπου συναντιέται η ναυτιλιακή κοινότητα, είθισται οι γυναίκες να κάθονται από τη μία πλευρά και οι άνδρες από την άλλη, για να συζητούν τα θέματα του ενδιαφέροντός τους.
Στην ανδρική παρέα κάθεται η νεαρή κόρη του Μεθενίτη, Αθηνά, η οποία εργάζεται στο γραφείο του και ακούει τις συζητήσεις τους μαθαίνοντας για τις ναυλώσεις και τις αγοραπωλησίες πλοίων.
Στην Αθηνά έχει καρφωθεί μια ιδέα που στους άλλους φαίνεται τρελή. Το λέει παντού, ακόμα και στις φίλες της, όταν βλέπουν τα καράβια να περνάνε στα ανοιχτά της Γλυφάδας όπου μένει. «Θα κάνουμε κι εμείς βαπόρια», λέει επικαλούμενη και την κεφαλλονίτικη καταγωγή της για την αγάπη της για τη θάλασσα. Παραπάνω από μισό αιώνα αργότερα, η Αθηνά Μαρτίνου, θα φύγει από τη ζωή αφήνοντας πίσω της μια αυτοκρατορία 300 πλοίων και όλα όσα οραματίστηκε να έχουν γίνει πράξη.
Θα γίνουν εφοπλιστές
«Με αγαπάνε. Οταν πεθάνω, στην κηδεία μου θα είναι πολύς κόσμος», συνήθιζε να λέει γελώντας η ιδρύτρια της Thenamaris Ships ManagementΑθηνά -«Νουνού», όπως τη φώναζαν οι οικείοι της- Μαρτίνου σχολιάζοντας το γεγονός ότι με κάθε ευκαιρία οι εφοπλιστές, οι επιχειρηματίες και όχι μόνο έσπευδαν να της υποβάλουν τα σέβη τους. Και όπως αποδείχθηκε, είχε δίκιο: πλήθος κόσμου έσπευσε να της πει το ύστατο χαίρε. Στη Βουλιαγμένη όπου έγινε η κηδεία της ήταν παρόντες, εκτός από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και εκπροσώπους της κυβέρνησης και του πολιτικού κόσμου, σημαντικοί παράγοντες της ναυτιλιακής κοινότητας, του επιχειρηματικού κόσμου, της Εκκλησίας, αλλά και κόσμος που ήξερε την αληθινή Νουνού.
Η Νουνού Μαρτίνου πέτυχε κάτι πολύ μεγαλύτερο από το να γίνει μια πετυχημένη εφοπλίστρια και να αποτελέσει έμπνευση και οδηγό για την ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα, να κάνει μια τεράστια περιουσία και να έχει ισχυρούς φίλους όπως τη βασίλισσα Ελισάβετ. Αφησε πίσω της μια οικογένεια εθνικών ευεργετών, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα που ακολουθούν τον δρόμο που χάραξε: από τη μία την αγάπη για τη θάλασσα και τα καράβια και από την άλλη να ζει μια απλή ζωή, με γνώμονα την -αθόρυβη- προσφορά προς τον συνάνθρωπο και το κοινωνικό σύνολο. Μια οικογένεια που δεν απασχόλησε ποτέ με κουτσομπολιά, σκάνδαλα και έριδες. Και αυτό είναι το μεγαλύτερό της επίτευγμα.
«Εμείς», έλεγε η Νουνού Μαρτίνου, «με τα σαλόνια δεν είμαστε παθιασμένοι. Εχουμε καταφέρει αυτά που επιθυμούσαμε σε όλη τη ζωή μας. Σιγά-σιγά όλοι, (τα εγγόνια και τα δισέγγονα) θα γίνουν εφοπλιστές». Ολη της η ζωή διαπνεόταν από αυτή την απλότητα. Οσες επιτυχίες είχε στο επαγγελματικό κομμάτι, τόσο απλή και ήρεμη ήταν η ζωή της. Η ίδια το είχε εξηγήσει αυτό λέγοντας ότι δεν της άρεσαν «τα διευθυντιλίκια», ότι στην εταιρεία επικεντρωνόταν πάντα στο πώς θα μεγαλώσει τον στόλο της. Και αυτό έκανε με περισσότερα από 250 καράβια να πλέουν στις θάλασσες όλου του πλανήτη, ανεμίζοντας περήφανα την ελληνική σημαία. Γιατί όλα τα καράβια των Μαρτίνων φέρουν την ελληνική σημαία.
«Είχαμε μανία με αυτό και το κάναμε και έκανε βαπόρια όλη η οικογένεια», έλεγε και εξηγούσε: «Σε αυτή την προσπάθεια δεν ήμουν μόνη μου. Κοντά μου ήταν από την πρώτη στιγμή ο άνδρας μου, αλλά κυρίως ήταν ο γιος μου Θανάσης, ο οποίος από 14 ετών έκανε στατιστικές και έγραφε πόσο πλήρωμα, τι χρειάζεται ένα πλοίο. Ο άνδρας μου, ο Ιωάννης Μαρτίνος, αγαπούσε τη θάλασσα. Ο Θανάσης από την πρώτη συζήτηση ήταν ενεργό μέρος σε αυτή την προσπάθεια. Δεν ήμουν η κινητήριος δύναμη, αλλά ήμουν ο άνθρωπος που μπορούσε να κάνει τα δύσκολα εύκολα. Οταν θέλεις κάτι, μπορείς να το κάνεις. Διευθυντιλίκι δεν έκανα ποτέ. Τη Thenamaris αγαπούσα, όχι το διευθυντιλίκι. Αυτό που ήθελα ήταν να πληθαίνουν τα βαπόρια μου και αυτό έγινε».