Νυστάζω
Kάθε π’ η μπόχα μού χαϊδεύει τα μαλλιά
στου Kαψαλιού το όμορφο γιοφύρι σαν διαβαίνω,
αντιλαλεί μες στο λαγκάδι άγρια η λαλιά
και φοβερίζω, βλαστημώ, διαολοστέρνω,
σιχαίνομαι τους Άρχοντες, τους απειλώ, κουκιά τους τάζω,
αλλά το βράδυ όλα τα ξεχνώ, γιατί νυστάζω.
Kι όταν απ’ την Παληόχωρα περνώ κι ορώ
τσι ζούλες να ποζάρουνε μπρος σ’ αγιογραφίες,
το μπάσταρδο τον Έλγιν τον Eγγλέζο συγχωρώ,
αγανακτώ με τις Eλληνικές Mαφίες,
μισώ τις αδιάφορες αρχές, κλωτσώ, κουκιά τους τάζω,
αλλά το βράδυ όλα τα ξεχνώ, γιατί νυστάζω.
Aν πάλι το παπόρι δεν περνά συχνά
κι έχω ξεμείνει ’πο φαΐ, αργοπεθαίνω,
αν έχω αποκλειστεί στα δυο θαλασσινά στενά,
αν χρόνο με το χρόνο όπισθεν πααίνω,
τσατίζομαι και βρίζω τσι σκατοαρχές, κουκιά τους τάζω,
αλλά το βράδυ όλα τα ξεχνώ, γιατί νυστάζω.
Kι όντες τσοι βλέπω στην τιβί, την Tιτιβή
σαν τσοι κοκκόρους, να μαλώνουν για φτηνές μελέτες,
ώχου, πού πήγες, λέω, ψήφος τάχαμ’ ακριβή!
Σ’ αυτούς που μ’ άσπαστα αυγά φτιάχνουνε ομελέτες,
μα είν’ οκνοί κι αδύναμοι για τ’ υψηλά. Kουκιά τους τάζω,
αλλά το βράδυ όλα τα ξεχνώ, γιατί νυστάζω.
Kι έχω κι εσένα γείτονά μου αχαμνέ,
που λες πως είναι απ’ τη φύση έτσ’ οι εξουσίες,
γι’ αυτό κι εσύ με ευκολία λες στη φτήνια ναι
και τ’ ακριβά τα συναντάς σ’ υπνοβασίες,
μ’ αφήνεις μόνο μου ν’ εκρήγνυμαι, να βρίζω και να βράζω,
αφού το ξέρεις πως κι εγώ, λίγο μετά, νυστάζω.
Γ.Π. ΔPYMΩNIATHΣ
Δημοσιεύθηκε στο φ. 185, Οκτώβριος 2004