Advertisement

Ο άνθρωπος σχεδιάζει και ο Θεός γελά

του Χαρίδημου Τσούκα

431

Η πανδημία του κορωνοϊού μας θύμισε κάτι που γνωρίζουμε καλά: η ζωή είναι γεμάτη αβεβαιότητα· το απροσδόκητο καραδοκεί. Εχουμε δει γονείς να κηδεύουν τα παιδιά τους, πλούσιους που επτώχευσαν, ανθρώπους να χάνουν τα πάντα σε μια μέρα (το 1974 δεν είναι μακρινή ανάμνηση για τον κυπριακό ελληνισμό).

Πώς τα βγάζουμε πέρα; Οσο μπορούμε, προσέχουμε και προγραμματίζουμε. Ξέρουμε, όμως, ότι δεν μπορούμε να τα προβλέψουμε όλα, ούτε μπορούμε να κάνουμε κάτι για όλα. Υπάρχουν «γνωστοί άγνωστοι» παράγοντες (γνωρίζουμε τι δεν γνωρίζουμε, π.χ. πότε θα εκδηλωθεί η επόμενη χρηματοοικονομική κρίση) και «άγνωστοι άγνωστοι» παράγοντες (δεν γνωρίζουμε τι δεν γνωρίζουμε, π.χ. σπάνια και απροσδόκητα γεγονότα όπως μια πανδημία) που αναστατώνουν, όταν δεν τερματίζουν, τη ζωή μας. Η σοφία έγκειται στο να ξέρουμε τι μπορούμε να επηρεάσουμε και πότε. Ο ρασιοναλιστής θέλει εμμονικά να εξαλείψει την αβεβαιότητα. Ο στοχαστικός έχει μάθει να διαλέγεται με αυτή: με ό,τι δεν μπορούμε να ελέγξουμε, συμβιώνουμε.

Γνωρίζουμε βιωματικά ότι η παγκοσμιοποίηση εντείνει την αβεβαιότητα – ατομική και συλλογική. Οσο πιο πολλοί «παίκτες» διασυνδέονται με όλο και περισσότερους τρόπους σε ένα σύστημα, τόσο πιο σύνθετο αυτό γίνεται: οι αλληλεπιδράσεις πυκνώνουν, η τυχαιότητα αυξάνεται, και, συνεπώς, η αβεβαιότητα ενισχύεται. Σε μια λαϊκή αγορά στο μακρινό Γουχάν της Κίνας μεταδίδεται για πρώτη φορά ο κορωνοϊός· τέσσερις μήνες μετά, το ένα τρίτο της ανθρωπότητας έχει τεθεί σε καραντίνα!

Στοχαστική διαχείριση

Η διαχείριση της αβεβαιότητας είναι μείζον θέμα για έναν κυβερνήτη. Για να διαχειριστεί αποτελεσματικά το απροσδόκητο, πρέπει να το χειριστεί στοχαστικά, το οποίο θα πει: πρώτον, να εντοπίσει μια επερχόμενη κρίση εν τω γεννάσθαι για να την αποτρέψει· δεύτερον, αν δεν το καταφέρει, να μεριμνήσει για την αναχαίτισή της· και τρίτον, στο μέτρο που η κρίση διογκώνεται, να εστιάσει στην ανθεκτικότητα του συστήματος.

Οι δυτικές χώρες υποτίμησαν την εμφάνιση του κορωνοϊού στην Κίνα. Συνέβαλαν η γεωγραφική απόσταση, η δυτική αυταρέσκεια και η δυσκολία των φιλελεύθερων δημοκρατιών να λαμβάνουν επώδυνα μέτρα χωρίς αναντίρρητα προφανή λόγο. Η Ε.Ε. δεν επέδειξε την απαιτούμενη ετοιμότητα – κάθε κρίση αναδεικνύει το χρόνιο πρόβλημα συλλογικής δράσης που την ταλανίζει. Μερικές κυβερνήσεις, όπως η βρετανική και η αμερικανική, δεν υιοθέτησαν μια συνεκτική ερμηνεία, οπότε η δράση τους ήταν ασταθής – έχασαν χρόνο. Ο πρόεδρος Τραμπ λ.χ. θεώρησε αρχικά ότι η κρίση του κορωνοϊού είναι επινόηση των πολιτικών αντιπάλων του, μετά είπε ότι ο κορωνοϊός θα «φύγει σαν θαύμα τον Απρίλιο», κατόπιν πήρε κάποια έκτακτα μέτρα και, στη συνέχεια, υπόσχεται τη σύντομη χαλάρωσή τους! Αντε να βρεις άκρη.

Η τάση είναι οι δημοκρατικές κυβερνήσεις να ανταποκρίνονται αδύναμα σε «αδύναμα μηνύματα» – μηνύματα που κρίνουν ότι δεν τις αφορούν άμεσα. Η στοχαστική διαχείριση επιβάλλει το αντίθετο: να συνειδητοποιούν τη βαθύτερη σημασία των «αδύναμων μηνυμάτων» και να ενεργούν αναλόγως. Μερικές ασιατικές χώρες (Σιγκαπούρη, Ταϊβάν, Νότια Κορέα) το κατάφεραν. Γιατί; Διότι, για τις κυβερνήσεις τους, η νέα επιδημία δεν ήταν και τόσο νέα: είχαν ήδη την εμπειρία άλλων επιδημιών (SARS, MERS, H1N1) τα προηγούμενα χρόνια. Βρίσκονταν σε μεγαλύτερη εγρήγορση από τους εφησυχάζοντες δυτικούς.

Στο στάδιο της αναχαίτισης, ο κυβερνήτης αντιμετωπίζει το οξύ δίλημμα: να προστατεύσει τη δημόσια υγεία ή την οικονομία; Καταλαβαίνει ότι το δίλημμα, σε μια δημοκρατία, δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα, οπότε αναζητεί τη χρυσή τομή: ένα μείγμα μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας χωρίς να πληγεί πολύ η οικονομία. Η δοσολογία του μείγματος είναι δυναμική και εξαρτάται από τη στρατηγική που υιοθετείται: μετριασμός ή καταστολή;

Ο μετριασμός δίνει έμφαση στην «ανοσία της αγέλης» (να μολυνθεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού για να επέλθει ανοσία), προστατεύοντας την οικονομία. Οι νεκροί, όμως, από τις ευπαθείς ομάδες θα είναι πολλοί.

Η καταστολή (καθολικές απαγορεύσεις – lockdown) επιβάλλει την κοινωνική αποστασιοποίηση, οδηγώντας, πρόσκαιρα τουλάχιστον, την οικονομία σε ακινησία.

Αποστροφή στην απώλεια

Δεν είναι τυχαίο που η καταστολή αποδείχθηκε η κυρίαρχη στρατηγική. Ψυχολογικές μελέτες δείχνουν ότι, για τα άτομα, η «αποστροφή στην απώλεια» (loss aversion) είναι ισχυρότερη από την επιδίωξη του οφέλους: παίρνουμε μεγαλύτερα ρίσκα προκειμένου να αποφύγουμε το κακό σε σχέση με το ρίσκο να κερδίσουμε κάτι καλό.

Αυτή η τάση ενισχύεται στη δημοκρατία: η ισότητα των πολιτών και η διαλογικότητα της δημόσιας σφαίρας μάς επιβάλλουν ηθικά την προστασία των ευάλωτων – να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποτρέψουμε την απώλειά τους.

Η «αποστροφή στην απώλεια» κοστίζει, φυσικά· η οικονομία θα υποστεί ζημία. Αλλά ως συναισθηματικά (και όχι μόνο λογικά) όντα που είμαστε, το κόστος το αποδεχόμαστε. Οπως σωστά είπε ο Μπιλ Γκέιτς, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας κανονικά όσο άνθρωποι θα πεθαίνουν δίπλα μας. «Η οικονομική δυσπραγία είναι αντιστρέψιμη, ο θάνατος δεν είναι». Πειράματα δείχνουν ότι μόνο άτομα που έχασαν την ικανότητα να βιώνουν συναισθήματα σκέπτονται καθαρά υπολογιστικά-ωφελιμιστικά. Συναντάμε μερικούς τέτοιους, δυσάρεστα γραφικούς, τύπους στα αμερικανικά ΜΜΕ.

Περιορίζοντας τις φυσικές ανθρώπινες επαφές, οι καθολικές απαγορεύσεις απλοποιούν τη σύνθετη κοινωνική μορφολογία. Ενα απλοποιημένο σύστημα παράγει λιγότερη αβεβαιότητα. Η μόλυνση περιορίζεται και ελέγχεται καλύτερα. Η συλλογή πληροφοριών για τη διασπορά του ιού ενισχύει τη δυνατότητα αποτελεσματικής απόκρισης: οι φορείς εντοπίζονται, απομονώνονται και νοσηλεύονται. Στο μέτρο που τα μέτρα λαμβάνονται έγκαιρα, είναι πιο πιθανό να αποδώσει η καταστολή και να αντέξει το σύστημα υγείας. Η ανθεκτικότητα είναι δυναμική: εκτός από πόρους απαιτεί προσαρμοστικότητα και αυτενέργεια – και πίστη.

Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η πανδημία θα τεθεί υπό έλεγχο. Παραδόξως, αποδεχόμενοι την αβεβαιότητα, είναι πιο πιθανό να την περιορίσουμε, εφόσον διατηρούμε έτσι την εγρήγορσή μας. Η αναγνώριση ότι βρισκόμαστε στο έλεος του Θεού δεν είναι μοιρολατρία αλλά συμφιλίωση με την τρωτότητά μας. Ο στοχαστικός άνθρωπος ξέρει ότι ο άνθρωπος σχεδιάζει και ο Θεός γελά. Κι αυτό, παραδόξως, του δίνει δύναμη. Και δύναμη χρειαζόμαστε.

* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο