Ένα εξαίρετο κείμενο για τη μετάβαση στον καινούργιο χρόνο που πρωτοδημοσιεύθηκε την πρωτοχρονιά του 1969. Συνιστούμε σε όλους να αφιερώσουν λίγα λεπτά να το διαβάσουν. Και, αν τα καταφέρουν, να συστήσουν στα παιδιά τους να κάνουν το ίδιο.
Σημείωση: Ελλείψει φωτογραφιών διαλέξαμε τρία σκίτσα του πάντα επίκαιρου ΑΡΚΑ
Εκείνος που έρχεται δεν υπάρχει. Είναι ίδιος μ΄ εκείνον που φεύγει. Εκείνος που έρχεται και κείνος που φεύγει ποτέ δεν έρχονται και ποτέ δεν φεύγουν, αφού υπάρχουν πριν από κάθε κίνηση ακατάτμητοι και ατεμάχιστοι. Είναι μια ενιαία έκταση χωρίς υπεύθυνο ορισμό απροσδιόριστη κι ασύνορη. Μία πελώρια έκταση που γεμίζει το απροσμέτρητο χάος, για ν΄ ακουμπήσει στα κράσπεδά της το σύμπαν.
Άρχισε κάποτε σ’ ένα χρόνο, που πίσω απ΄ αυτόν υπήρχε πάλι ο χρόνος. Κι επιμηκύνεται πέρα από κάθε συντέλεια σ΄ ένα χρόνο που συνεχίζεται πέρ΄ από το χρόνο. Δεν έχει μορφή, ούτε σχήμα, ούτε αίσθημα. Περνάς πλάι του και δεν τον υποψιάζεσαι. Και ξάφνου σου ρίχνει ένα τριαντάφυλλο ένα χαμόγελο και σε κάνει να τον θυμηθείς και να καρφιτσώσεις το νούμερό του στην μνήμη σου. Ή, το ίδιο αιφνίδια σε καρφώνει με μία ύπουλη μαχαιριά αναγκάζοντάς σε να τον προσέξεις. Άλλοτε σου επιτρέπει να δρέψεις μία δέσμη από πραγματοποιήσεις κι άλλοτε σε βουλιάζει σ΄ ένα πένθος από διαψεύσεις. Κυοφορεί για χάρη σου σα γλυκειά μάνα απρόβλεπτες ευφροσύνες και κατεργάζεται γκρεμίσματα κι εξοντώσεις σαν άσπλαχνος τύραννος. Αλλά δεν είναι κακός, όπως δεν είναι ούτε καλός.
Στη ματωμένη πληγή σου αυτός θα ρίξει το βάλσαμο και θα σου μαλακώσει τον πόνο. Και την εφήμερη χαρά σου, αυτός θα την κάνει εφήμερη, φυσώντας τ’ αποτυπώματά της και απωθώντας τα στους άχρωμους μυχούς της λησμοσύνης. Την παροδική αίσθηση ευτυχίας την μετουσιώνει σε αμετακίνητο παρελθόν. Και μέσα από τους αδιέξοδους δαιδάλους της απόγνωσης σου επιφυλάσσει θεσπέσιες εκπλήξεις φωτός. Αλλά δεν είναι καλός, όπως δεν είναι ούτε κακός.
Είναι αδιάφορος σαν ξένος. Ουδέτερος σαν νόμος. Ασυγκίνητος σαν δήμιος. Είναι μία τυφλή θεότητα, που της δόθηκε να παίζει στις πελώριες, δίχως αφή, παλάμες της τα δύο μεγάλα παιχνίδια της δημιουργίας. Τον Έρωτα και το Θάνατο.
Μέσα από ένα μόριό της ξεπήδησε η ύπαρξή μας. Σ΄ ένα της μόριο θα χωνευτεί πάλι η τροχιά της. Χωρίς αυτόν δεν γίνεται να δέσουν καρπούς οι μόχθοι σου. Μ’ αυτόν βαθαίνουν ανεπανόρθωτα οι ρυτίδες σου.
Αθόρυβος κι αθέατος, ανέκφραστος και ανάκουστος κυλάει σαν μια υποδόρεια ροή. Ώσπου θα βρει μία ρωγμή στην κρημνόρεια, ένα κύλωμα στο βράχο. Και να πηδακίσει για μια στιγμή. Ν’ αφήσει ένα καινούργιο κλάμα μωρού να σπείρει μια νέα οδύνη. Να στιλβώσει με σφρίγος τα νιάτα, να τρομάξει με πανικό τα γεράματα. Να σχεδιάσει κοριτσίστικους κόρφους να τρομάξει με ξεφυλλίσει ανθισμένες ελπίδες. Να πυργώσει θαυμαστούς άθλους και να ραγίσει παλιά θαύματα.
Η αμαύρωση και το χρύσωμα. Μ΄ αυτά παίζει αλέθοντας τα ίδια τα έργα του. Πίσω του η τέφρα η σκόνη και η φθορά. Μπρος του η ελπίδα, το χλόισμα και το άνθισμα. Ποινές και δώρα κυλούν ‘πο πάνω του ακαταμέτρητα, ανεξέλεγκτα, άνισα. Ο χρόνος δεν έχει όραση να προσέξει ποιους και πότε πετροβολάει, δεν κρατάει ζυγαριά να σταθεί δίκαιος. Κι ούτε του χρειάζεται.
Ο χρόνος δεν ξέρει αριθμητική. Αλλά μήπως ξέρουν οι άνθρωποι; Έντρομοι και ασήμαντοι μπρος στην άτεγκτη αιωνιότητά του τον μοίρασαν σ΄ ελάχιστα κομματάκια. Επινόησαν και κάτι μαστορέματα με λεπτοδείκτες που ποτέ δεν λειτουργούνε σωστά. Ένα ημερονύκτιο ξεγνοιασιάς σβήνει στα όρια του πεντάλεπτου. Κι ένα πεντάλεπτο αγωνίας απλώνεται σ΄ ολόκληρο αιώνα.
Έμπλεοι από δέος μπρος στην ατέρμονη άπλα του, τον τεμάχισαν σ΄ ετήσιες φέτες. Κι απλοποιώντας με παιδική αφέλεια φορτώνουν στην πρώτη τις αποτυχίες του κι αποθέτουν στην επόμενη τις ελπίδες τους. Τόσο κονταίνει η νόησή τους, που να ξεχνούν ότι ελάχιστα ψήγματα χαράς θα τα πληρώσουν με βαρύ μετάλλευμα άγχους; Εκτός αν είναι τούτη ακριβώς η συναίσθηση που δημιουργεί τη φυσική ανθρώπινη αντίδραση, σαν τα νεκρόδειπνα που επιφυλάσσουν το γέλιο.
Δειλιάζοντας να λογαριαστούν απ΄ ευθείας με τη Ζωή μεταφέρουν τα δούναι και τα λαβείν τους στο Χρόνο, σχεδιάζοντας στις παχύδερμες πλάτες του μαγικές τελετές. Σαν τα παιδιά η ανθρωπότητα εγκαταλείπεται στο θάλπος της φαντασίας. Επιστρέφει στην ώρα του μύθου και ζει το ξεγέλασμα και τη ζεστασιά μιας γοητευτικής αυταπάτης. Αποδιώχνοντας το παλιό από την πίσω πόρτα ανοίγει στον καινούργιο τα παράθυρα του σαλονιού της. Ζητωκραυγάζει, φιλιέται, χειροκροτεί, τον ανακηρύσσει αφεντικό μέσα σε λάμψεις και μουσικές και αστραφτερή ατμόσφαιρα αίγλης, διαλέγοντας για την φενάκη την κλασσική ώρα της απάτης, το μεσονύκτιο. Φροντίζοντας από στοιχειώδη αξιοπρέπεια, η πλασματική ετούτη αλλαγή φρουράς να γίνει μες στο σκοτάδι, μέσα στο γενικό και επίσημο σβήσιμο του τεχνητού φωτός. Έτσι ζει παιδικώτερα το παλιό παραμύθι της, ελπίζοντας παιδικώτερα σε προσδοκίες κάτω από ένα φως που μοιάζει καινούργιο, κάτω από τη σκέπη μιας θεότητας που την θέλουμε ευμενή.
Γιορτάστε, λοιπόν, τη μεγάλη ελπίδα. Κόψτε τη βασιλόπιτα. Γεμίστε τα σαλόνια με εκπυρσοκροτήσεις σαμπάνιας. Μοιράστε τις τράπουλες. Εγώ θα βγω από την πίσω πόρτα. Θέλω να χαιρετίσω τον περιφρονημένο απερχόμενο. Να τον ευχαριστήσω για τα ίδια δώρα που περιμένετε εσείς από τον καινούργιο. Για τα ξερά φύλλα του που ετοιμάζουν το νέο χλόισμα. Για τις τεφρές σκόνες που εκκολάπτουν τη νέα ζωή. Για τις βαθειές ρυτίδες όπου έκρυψε τόση πείρα και γνώση. Και για τα χάλκινα ηλιοβασιλέματα που μας χάρισε, τα μουσικά ραντίσματα του φθινοπωρινού όμβρου, την υγρή αγκαλιά της καλοκαιριάτικης θάλασσας, το πράσινο κυμάτισμα των σταχυών. Για τ΄ αγκάθια και τα ρόδα του, που έκρυβαν το μόνο άφθαρτο δώρο, την ίδια την αίσθηση της ΖΩΗΣ.
Δημοσιεύθηκε στο φ. 133 της έντυπης έκδοσης, Ιανουάριος 2000.