Ο καιρός δεν ήταν σύμμαχος. Τα έντονα ρεύματα και η ορμή του ανέμου μπορούσαν να τορπιλίσουν την προσπάθεια. Στο ωκεανογραφικό πλοίο «Ναυτίλος» του Πολεμικού Ναυτικού, πλήρωμα και ερευνητές παρακολουθούσαν σιωπηλοί τις τρεις οθόνες μπροστά τους. Χρειάστηκαν 25 λεπτά προσεκτικών χειρισμών μέχρι οι ρομποτικές κάμερες να στείλουν την οπτική επιβεβαίωση από το ναυάγιο του υποβρυχίου «Κατσώνης». Ήταν οι πρώτοι που το έβλεπαν, 75 χρόνια μετά τη ναυμαχία που το καθήλωσε στον βυθό του Αιγαίου.
«Ήταν γερμένο στο ένα του πλευρό, γεμάτο από όλη τη ζωή της θάλασσας και καλυμμένο με σχοινιά ψαράδων. Διαγράφονταν όμως καθαρά τα μέρη του και στο πλάι είχε κάτι μεγάλα ρήγματα», λέει στην «Κ» η δημοσιογράφος Μπήλιω Τσουκαλά που παρακολούθησε από κοντά στις αρχές Μαΐου τις έρευνες για τον εντοπισμό και την κινηματογράφηση του υποβρυχίου.
Η ίδια και η αδερφή της μεγάλωσαν ακούγοντας την ιστορία του. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας τους, Ηλίας Τσουκαλάς, ήταν ύπαρχος στο «Κατσώνης» και ένας από τους λιγοστούς διασωθέντες του ναυαγίου.
Γερασμένο υποβρύχιο
Στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του «Υποβρύχιον Υ1», το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1951, περιέγραψε τις τελευταίες ώρες του «Κατσώνης», τους θανάτους των συμπολεμιστών του, αλλά και τη δική του αγωνιώδη προσπάθεια μέχρι να πατήσει στη στεριά. «Δεν ήθελε να ξεχαστεί η θυσία τους», λέει η κ. Τσουκαλά.
Όπως ο «Παπανικολής», ο «Νηρεύς» και ο «Τρίτων», ο «Κατσώνης» παρά την επιτυχημένη δράση του ήταν γερασμένο υποβρύχιο με μακρύ ιστορικό βλαβών. Είχε συμπληρώσει 17 έτη, επτά χρόνια πάνω από το ανώτατο όριο ηλικίας για ενεργό υπηρεσία που είχαν προβλέψει οι Γάλλοι κατασκευαστές του. Δεν ήταν εφοδιασμένο με σύστημα εξωτερικού εξαερισμού όπως τα αγγλικά υποβρύχια εκείνης της εποχής και όποτε εκτόξευε τορπίλες, άφηνε στην επιφάνεια μια φουσκάλα από τον αέρα εκσφενδονίσεως προδίδοντας τη θέση του.
«Μέσα σε ένα υποβρύχιο αργούν τόσο πολύ οι μέρες να περάσουν που θαρρείς πως κι ο χρόνος ο ίδιος μουδιασμένος από την αδιάκοπη κατάδυση αργοσέρνεται. Κι ενώ όλοι είναι κακόκεφοι από την έλλειψη οξυγόνου και το βαρύ κεφάλι τους μετράει και ξαναμετράει τις μέρες περιπολίας, έρχεται άξαφν’ αστραπή η μεγάλη στιγμή που θα αναμετρηθούν με τον εχθρό», έγραψε ο Τσουκαλάς στο βιβλίο του.
Η τελευταία μάχη
Αυτή η στιγμή έφτασε ανήμερα τη γιορτή του Σταυρού, το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου του 1943. Περιμένοντας τη διέλευση εχθρικού μεταγωγικού κοντά στις ακτές του Πηλίου, το «Κατσώνης» βρέθηκε αντιμέτωπο με το γερμανικό καταδιωκτικό UJ-2101. Η ρίψη βομβών βάθους το ανάγκασε να αναδυθεί και να χρησιμοποιήσει το πυροβόλο του.
Από τη σφοδρή μάχη ο πυργίσκος του υποβρυχίου έφραξε με νεκρούς και τραυματίες. Η γερμανική κορβέτα το εμβόλισε χτυπώντας το στην αριστερή πλευρά, αλλά δεν σταμάτησε εκεί το καταστροφικό της έργο. Όταν έπαψε κάθε αντίσταση από τη γέφυρα του υποβρυχίου τα εχθρικά πυρά στράφηκαν προς την κάθοδο διαφυγής.
«Ο “Κατσώνης” γυρμένος αριστερά βυθιζόταν αργά αργά», έγραψε στο βιβλίο του ο Τσουκαλάς. «Στην κάθοδο του πυργίσκου σφηνώθηκαν την τελευταία στιγμή καθώς προσπαθούσαν να βγουν οι τρεις τελευταίοι. Τα πόδια τους κρέμονταν από το στρογγυλό άνοιγμα. Στο μηχανοστάσιο και στο κέντρο τα νερά είχαν πλημμυρίσει το κύτος. Βαλίτσες, ποντίκια, σκαμνιά, πλέαν πάνω στο απαίσιο υγρό που πρασινοκιτρίνιζε από το οξύ της ξεχειλισμένης μπαταρίας. Κι η λάβα κυλούσε στο δάπεδο κι έκαιγε ό,τι έβρισκε».
Ο απολογισμός ήταν 32 νεκροί, μεταξύ των οποίων και ο κυβερνήτης του υποβρυχίου Βασίλης Λάσκος. Μετά τη βύθιση, επί δύο ώρες η γερμανική κορβέτα ψάρευε από τη θάλασσα αιχμαλώτους φτάνοντας τους 17 στον αριθμό.
Ο Ηλίας Τσουκαλάς, όμως, και ο υπαξιωματικός Αναστάσιος Τσίγκρος κατόρθωσαν να γλιτώσουν. Με οδηγό τους το φως της πανσελήνου, παλεύοντας με τις κράμπες και την εξάντληση κολύμπησαν μαζί, σχεδόν επί εννιά ώρες, μέχρι την πλησιέστερη ακτή της Σκιάθου. Ακόμη ένα μέλος του πληρώματος, ο ναύκληρος Αντώνης Αντωνίου, διασώθηκε εκείνη τη νύχτα. Ακολούθησε διαφορετική διαδρομή και βγήκε σε άλλη ακτή του νησιού.
Η περιπέτεια του Τσουκαλά όμως δεν τελείωσε εκεί. Στο βιβλίο του περιγράφει πώς με μια βενζινάκατο έφτασε αρχικά στα τουρκικά παράλια και έπειτα βρέθηκε στη βάση υποβρυχίων στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσει τον αγώνα κατά των κατοχικών δυνάμεων. «Δεν είχαμε ποτέ στην οικογένεια την αίσθηση ότι ζούμε με έναν ήρωα, γιατί ο πατέρας μου δεν θεωρούσε τον εαυτό του ήρωα», λέει η Μπήλιω Τσουκαλά.
«Θεωρούσε ότι έκανε το καθήκον του, αυτό που απαιτούσαν οι στιγμές. Φαίνεται και στις σελίδες του βιβλίου του. Δεν θα βρει κανείς εκεί κομπασμό, αλλά αλήθεια, συγκίνηση».
Χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, ο πατέρας της αναζήτησε παλιούς αντιπάλους του που εκείνη τη νύχτα επέβαιναν στο γερμανικό καταδιωκτικό και αλληλογράφησε μαζί τους. Κατάφερε να εντοπίσει τον υγειονομικό βαθμοφόρο Έρικ Λάισνερ, ο οποίος κατά τη μάχη τραυματίστηκε από θραύσμα βλήματος του υποβρυχίου στο αριστερό του γόνατο. Οι Γερμανοί είχαν έναν νεκρό και οκτώ τραυματίες σε εκείνη την αναμέτρηση.
«Εκ των υστέρων εκφράζω την εκτίμησή μου προς τους μαχητές του “Κατσώνης”», έγραψε ο Λάισνερ. «Άντρες με ατσάλινα νεύρα, οι οποίοι είχαν το σθένος σε αυτή την απελπιστική κατάσταση που βρίσκονταν να υπερασπιστούν την τιμή των όπλων τους μέχρις εσχάτων».
Ο Ηλίας Τσουκαλάς δεν είχε την ευκαιρία να δει την εικόνα του βυθισμένου υποβρυχίου. Πέθανε τον Μάιο του 2000. Το βιβλίο του, όμως, μέσα από επανεκδόσεις συνέχισε το μακρύ ταξίδι του και η ιστορία του ιδίου και των συμπολεμιστών του δεν πέρασε στη λήθη. Το μόνο που απέμενε ήταν να εντοπιστεί η ακριβής θέση του ναυαγίου.
Η επιχείρηση εντοπισμού
Ήταν φθινόπωρο του 2016 όταν η Μπήλιω Τσουκαλά συναντήθηκε με τον Στέλιο Ευσταθόπουλο, παραγωγό της εταιρείας κινηματογραφήσεων FAOS. Είχε διαβάσει το βιβλίο του πατέρα της και ήθελε να γυρίσει μια ταινία για το «Κατσώνης». Μέχρι τότε δεν είχε εντοπιστεί με ακρίβεια το ναυάγιο.
Η FAOS ζήτησε αρχικά τη συνδρομή του Μανώλη Αντωνιδάκη, καθηγητή στο Τμήμα Ηλεκτρονικών Μηχανικών του ΤΕΙ Κρήτης, ο οποίος ασχολείται με μεθόδους ανίχνευσης υλικών. Χρησιμοποιώντας ειδικά μηχανήματα που κατασκευάζει κρητική εταιρεία, ο κ. Αντωνιδάκης επί τρεις ημέρες τον περασμένο Οκτώβριο πραγματοποίησε μετρήσεις σε πέντε σημεία από βουνοκορφές του Πηλίου, αλλά και από σκάφος στη θάλασσα. Τα ευρήματα παρουσιάστηκαν στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού.
Στις 29 Ιανουαρίου, το ωκεανογραφικό πλοίο «Ναυτίλος», της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού, αξιοποιώντας αυτά τα δεδομένα, εντόπισε το ναυάγιο με τη χρήση ηχοβολιστικών πολλαπλής δέσμης και πλευρικής σάρωσης, 6 ναυτικά μίλια βορειοδυτικά της Σκιάθου σε βάθος 253 μέτρων.
Απέμενε μια οπτική επιβεβαίωση, μια εικόνα από τον βυθό. Η επιχείρηση κινηματογράφησης πραγματοποιήθηκε στις αρχές Μαΐου με τη συμμετοχή του «Ναυτίλου», της εταιρείας FAOS και του καταδυτικού συνεργείου του Κωνσταντίνου Θωκταρίδη. «Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης, στήριξε αυτή την προσπάθεια και μας έδωσε όλα τα μέσα. Η υποστήριξή του ήταν καθοριστικής σημασίας», λέει η κ. Τσουκαλά.
Για την ίδια, ο εντοπισμός του ναυαγίου ήταν ένα απαραίτητο βήμα. «Να μην πάει χαμένη η θυσία εκείνων των ανθρώπων, να διατηρηθεί στη μνήμη των γενιών που έρχονται σαν ένας φάρος φωτεινός, σαν μια πυξίδα», λέει.
Τρεις μήνες μετά τη βύθιση του «Κατσώνης» ο πατέρας της κλήθηκε να ξαναμπεί σε υποβρύχιο. Ήταν το «Παπανικολής». Όταν βρέθηκε στο κεντρικό διαμέρισμα, τα μηχανήματα, τα επιστόμια, ο δείκτης του αέρα εκδιώξεως, τα βαθύμετρα, όλα του θύμισαν το ναυάγιο. Μόνον οι συμπολεμιστές του έλειπαν.
«Ανήμερα του Σταυρού κατέβηκε ολόρθος και δεν σταμάτησε όπως συνήθως στο βάθος το περισκοπικό», έγραψε στον επίλογο του βιβλίου του για το «Κατσώνης».
«Τράβηξε συνέχεια στις 10, τις 20, τις 30 οργυιές και κατέβαινε ασταμάτητα. Πέρασε το βάθος ασφαλείας, ξεπέρασε το όριο αντοχής. Μα σα βρήκε βυθό ακούμπησε και σταμάτησε. Χώθηκε μέσα στην άμμο σα φέρετρο με τους νεκρούς του κι έπειτα έγειρε στο ένα του πλευρό. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι της αβύσσου το βαθύχρωμο κουφάρι δε διακρινόταν πια».
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ «ΚΑΤΣΩΝΗΣ»
Ρεπορτάζ- Επιμέλεια βίντεο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Φωτογραφίες- Κάμερα: ΑΛΕΞΙΑ ΤΣΑΓΚΑΡΗ
3D Γραφικό: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΑΚΑΣ