Advertisement

Ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ήδη σε εξέλιξη – στην Ουκρανία

Αυτό που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022 ως η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή χερσαία σύγκρουση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τώρα διεκδικεί τον τίτλο της «πιο παγκόσμιας σύγκρουσης» μετά από τον Ψυχρό Πόλεμο, με δεκάδες χώρες να εμπλέκονται, άμεσα ή έμμεσα

123

Τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου στην Ουκρανία, οι φωνές που ακούγονταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου ήταν στα ρωσικά και τα ουκρανικά, ίσως και σε κάποιες τοπικές γλώσσες, όπως τα μπουριατικά και τα τσετσενικά. Σήμερα, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική και τα στρατεύματα –και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης– επικοινωνούν στα ισπανικά, τα νεπαλικά, τα χίντι, τα σομαλικά, τα σερβικά και τα κορεατικά. Αυτό, γράφει το Politico, είναι μόνο μία από τις ενδείξεις ότι η σύγκρουση έχει λάβει μια ολοένα και πιο διεθνή διάσταση.

Πάνω από το πεδίο της μάχης, ένα ιρανικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος Shahed μπορεί να αναχαιτιστεί από ένα αμερικανικό σύστημα αεράμυνας, ενώ στο έδαφος, γερμανικής κατασκευής πυροβολικό βάλλει εναντίον βορειοκορεατικών όπλων. Σχεδόν τρία χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, ακόμη και οι πιο δύσπιστοι είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσουν να σκέφτονται τον πόλεμο ως μια «περιφερειακή σύγκρουση» μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

Αυτό που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022 ως η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή χερσαία σύγκρουση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τώρα διεκδικεί τον τίτλο της πιο παγκόσμιας σύγκρουσης από τον Ψυχρό Πόλεμο, με δεκάδες χώρες να εμπλέκονται, άμεσα ή έμμεσα.

Αυτή η πτυχή της σύγκρουσης θα μπορούσε τελικά να καθορίσει το μέλλον της, καθώς η Ουκρανία κινδυνεύει να χάσει τον μεγαλύτερο υποστηρικτή της με την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ, την ώρα που η Ρωσία προσελκύει αυξανόμενη υποστήριξη από άλλους εχθρούς της Ουάσινγκτον, κυρίως τη Βόρεια Κορέα.

«Η τελευταία φορά που είδαμε κάτι τέτοιο ήταν η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν», εξηγεί στο Ρolitico ο ιστορικός του Ψυχρού Πολέμου Σεργκέι Ραντσένκο. «Οταν υπήρχε υποστήριξη για τους μουτζαχεντίν από τη Δύση, αλλά και από το Πακιστάν».

Πόλεμος δι’ αντιπροσώπων

Οταν η Μόσχα εξαπέλυσε την επίθεσή της στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, το Κρεμλίνο και οι προπαγανδιστές του δικαιολόγησαν την εισβολή ως απαραίτητη και μια «αμυντική κίνηση» κατά του ΝΑΤΟ.

Οι απόψεις διίστανται σχετικά με το εάν ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν σκόπευε πραγματικά να αντιμετωπίσει τη λεγόμενη «συλλογική Δύση». Ομως φαίνεται ότι ο ίδιος περίμενε όντως ότι ο πόλεμος θα τελείωνε σε λίγες ημέρες. Φαίνεται επίσης ότι υπολόγιζε σε μια καταδίκη από τη Δύση, χωρίς όμως σθεναρή αντίσταση, όπως είχε γίνει και προηγουμένως, όταν η Ρωσία υφάρπαξε εδάφη από την Ουκρανία, τη Μολδαβία και τη Γεωργία.

«Θα παρέμενε μια περιφερειακή σύγκρουση αν είχε τελειώσει γρήγορα», είπε ο Ραντσένκο. «Αλλά αυτό δεν συνέβη».

Οι Ουκρανοί πολέμησαν με νύχια και με δόντια και συγκράτησαν τον στρατό του Πούτιν για όσο χρειαζόταν ώστε να τραβήξουν την προσοχή της Δύσης στη σύγκρουση. Η Ευρώπη άρχισε να ανησυχεί για τη δική της ασφάλεια. Οι ΗΠΑ έπρεπε να διατηρήσουν την εικόνα τους ως υποστηρικτές της δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Μέσα σε λίγες ημέρες, θυμίζει το Politico, τα δυτικά όπλα και οι μυστικές υπηρεσίες μπήκαν στην εξίσωση, βοηθώντας τους Ουκρανούς να νικήσουν τη ρωσική προέλαση και διεθνοποιώντας τη σύγκρουση. Με την πάροδο του χρόνου, καθώς τόσο η Ουκρανία όσο και η Ρωσία βρέθηκαν να χρειάζονται περισσότερα στρατεύματα και όπλα, αυτή η διεθνής διάσταση έγινε πιο ορατή και πιο σημαντική.

Σήμερα και οι δύο χώρες βασίζονται σε εξωτερική βοήθεια: η Ουκρανία, για να συνεχίσει να αντιστέκεται. Η Ρωσία, για να διατηρήσει την κυριαρχία της στον ουρανό και στο έδαφος, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τις επιπτώσεις του πολέμου στον ίδιο της τον πληθυσμό.

Καθώς πιέζουν τις συμμαχικές τους χώρες για περισσότερους πόρους, και οι δύο πλευρές καταφεύγουν σε ιδεολογικά αφηγήματα και αξιώσεις. Η Ουκρανία λέει ότι αγωνίζεται για τη «δημοκρατία». Η Ρωσία λέει ότι κάνει μια «σταυροφορία» ενάντια σε αυτό που αποκαλεί αμερικανική ηγεμονία και «τη συλλογική Δύση».

Τα επιχειρήματα της Μόσχας υπέρ μιας «πολυπολικής παγκόσμιας τάξης», όσο αόριστα και αν είναι, αποδείχθηκαν αρκετά πειστικά για το Ιράν ώστε να της παράσχει drones τύπου Shahed, αλλά και τη Βόρεια Κορέα, ώστε να της στείλει βαλλιστικούς πυραύλους, εκατομμύρια οβίδες και, πιο πρόσφατα, χιλιάδες στρατεύματα.

Ο λεγόμενος «Παγκόσμιος Νότος», επίσης, κλίνει προς τον Πούτιν κάτω από την ομπρέλα των BRICS, μια λέσχη χωρών που –παρά τις έντονες διαφορές τους– έχουν βρει κοινό έδαφος στη μνησικακία απέναντι σε ένα σύστημα που τις έχει παραγκωνίσει από βασικούς θεσμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα.

Το μεγαλύτερο σωσίβιο της Μόσχας, όμως, είναι η Κίνα, η οποία έχει διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στη στήριξη της ρωσικής οικονομίας εν μέσω των δυτικών κυρώσεων, παρέχοντας στη Μόσχα μια απέραντη αγορά για το πετρέλαιο και τα λιπάσματά της και δίνοντάς της, επίσης, πρόσβαση σε πολύ αναγκαία τεχνολογία για τη βιομηχανία της.

«Η Ινδία και άλλες χώρες συνεχίζουν το εμπόριο με τη Ρωσία και αυτό είναι σημαντικό. Αλλά τίποτα δεν πλησιάζει αυτό που φέρνει η Κίνα στο τραπέζι», λέει στο Politico ο Αλεξάντερ Γκαμπούεφ, διευθυντής του Carnegie Russia Eurasia Center.

Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, η Ρωσία άρχισε να επεκτείνει την πανάρχαια πρακτική της του υβριδικού πολέμου, προκαλώντας προβλήματα και διευρύνοντας τις υπάρχουσες ανησυχίες στο εξωτερικό.

Σε αντίθεση με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, σήμερα δεν υπάρχουν περιφερειακές αντιπαραθέσεις στις οποίες η Μόσχα μπορεί να χτυπήσει ευθέως το ΝΑΤΟ. Ετσι, «η Ρωσία προσπαθεί να αναζητήσει εργαλεία για να αντεπιτεθεί», με άλλους τρόπους, λέει ο Γκαμπούεφ.

Αυτά τα εργαλεία περιλαμβάνουν την παρέμβαση σε εθνικές εκλογές, τις πράξεις δολιοφθοράς και την παροχή υποστήριξης σε διάφορους αντιδυτικούς παράγοντες και ομάδες, από τη χρηματοδότηση ενός φιλορώσου ολιγάρχη που σκοπεύει να εκτροχιάσει τη φιλοευρωπαϊκή πορεία της Μολδαβίας, μέχρι την παροχή δεδομένων στους Χούθι της Υεμένης για να χτυπήσουν δυτικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα.

Δυτική βοήθεια

Την ίδια ώρα, οι αντίπαλοι της Ρωσίας δεν έχουν μείνει άπραγοι. Το αφήγημα του Κιέβου τού χάρισε βοήθεια αξίας άνω των 220 δισ. δολαρίων από την Ευρώπη και οι ΗΠΑ, ενώ χώρες του ΝΑΤΟ προμηθεύουν την Ουκρανία με όλο και πιο ισχυρά όπλα: από οβίδες πυροβολικού στην αρχή του πολέμου, έως μαχητικά F-16 και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς ATACMS σήμερα.

Σε μια τόσο ξεκάθαρη γεωπολιτική προειδοποίηση προς τη Μόσχα, η Ευρωπαϊκή Ενωση προωθεί τις προσπάθειες της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και της Γεωργίας να ενταχθούν στο μπλοκ, συνεχίζει το Politico.

Χωρίς τη βοήθεια της Δύσης, ο πόλεμος θα είχε τελειώσει από τον πρώτο χρόνο με «συντριπτική ήττα» για την Ουκρανία, πιστεύει ο Γκαμπούεφ.

Ομως, η Δύση έθεσε στον εαυτό της κάποια όρια, επιλέγοντας μια προσεκτική στρατηγική, έναντι της κλιμάκωσης. Προς μεγάλη απογοήτευση του Κιέβου, οι παραδόσεις όπλων έφτασαν στην Ουκρανία σε «δόσεις» και με συνημμένους κανόνες. Επί σχεδόν τρία χρόνια, οι ηγέτες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη κώφευαν στις ολοένα και πιο απελπισμένες εκκλήσεις του Κιέβου να του δοθεί άδεια για να χρησιμοποιήσει όπλα μεγάλου βεληνεκούς σε στόχους εντός της Ρωσίας.

Από την άλλη πλευρά, παρά τις συχνές απειλές από τη Μόσχα ότι θα μπορούσε να χτυπήσει κάποια δυτική πόλη, το κόκκινο κουμπί των πυρηνικών φαίνεται να είναι εκτός ορίων. Και, παρά τους φόβους χωρών της ανατολικής πλευράς της Ευρώπης σχετικά με μια επικείμενη ρωσική εισβολή, τα στρατεύματα της Μόσχας έχουν απομακρυνθεί από τα εδάφη του ΝΑΤΟ.

Η Κίνα, επίσης, έχει σεβαστεί ορισμένες από τις κόκκινες γραμμές της Δύσης, διασφαλίζοντας ότι δεν παραβιάζει άμεσα τις δυτικές κυρώσεις (αν και το κάνει έμμεσα) και, προς το παρόν, δεν παρέχει στη Ρωσία κανένα όπλο (αν και έχει παραδώσει μεμονωμένα εξαρτήματα και σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές, ίσως έδωσε και drones).

Και από τις δύο πλευρές, η προοπτική να χρησιμοποιηθούν ξένα στρατεύματα, έδειχνε για αρκετό καιρό να μην είναι πιθανή, ή ακόμη και να είναι «εκτός ορίων». Ενώ ορισμένες φωνές, κυρίως ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, έχουν ζητήσει να σταλούν δυτικά στρατεύματα στο μέτωπο, οι σχετικές προτάσεις απορρίφθηκαν γρήγορα.

Οι κόκκινες αυτές γραμμές, όμως, κάποιες φορές ξεπεράστηκαν, επισημαίνει το Politico. Η Ουκρανία εισέβαλε στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας και χρησιμοποίησε δυτικά όπλα για να χτυπήσει ρωσικούς στόχους, όπως ο στόλος της στη Μαύρη Θάλασσα. Στρατεύματα της Βόρειας Κορέας έφτασαν στη Ρωσία. Και ο απερχόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, έδωσε τελικά το πράσινο φως στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει όπλα μεγάλης εμβέλειας ATACMS εναντίον στόχων σε ρωσικό έδαφος.

Ωστόσο, το πρόβλημα με τις διεθνοποιημένες συγκρούσεις, όπως καταδεικνύεται από την περίπτωση της Ουκρανίας, είναι ότι οι εξωτερικοί υποστηρικτές της κάθε πλευράς μπορεί να αποδειχθούν ιδιότροποι και η δέσμευσή τους για βοήθεια μπορεί να διαρκέσει μόνο μέχρι τις επόμενες δικές τους εκλογές.

Προς το τέλος του 2024, η διάθεση και ο ενθουσιασμός της Δύσης να βοηθήσει την Ουκρανία να νικήσει και να επιστρέψει στα σύνορα του 1991, έχουν μειωθεί θεαματικά. Ακόμη και πριν από την εκλογική νίκη του Τραμπ στις ΗΠΑ, η ιδέα του συμβιβασμού της Ουκρανίας και της παραχώρησης εδαφών εκ μέρους της, προκειμένου να τελειώσει ο πόλεμος, είχε πάψει να αποτελεί ταμπού.

«Ηταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι αν η Ουκρανία δεν κέρδιζε αρκετά γρήγορα, η Αμερική θα την εγκατέλειπε», είπε στο Politico η Νίνα Χρούστσοβα, καθηγήτρια διεθνών σχέσεων στο New School στη Νέα Υόρκη και δισέγγονη του σοβιετικού ηγέτη Νικήτα Χρουστσόφ.

«Ο πόλεμος αντιμετωπίστηκε από την αρχή σαν τηλεοπτική σειρά», συνέχισε. Αρχικά, οι υποστηρικτές της Ουκρανίας πίστευαν ότι θα τελείωνε μετά από μια σεζόν. Μετά, είδαν ότι ήρθε και δεύτερη. «Και μετά ήρθε και τρίτη και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, το ενδιαφέρον έχει ξεθωριάσει», κατέληξε. «Δεν θέλουμε τέταρτη σεζόν, αλλά αυτή έρχεται».

«Για τις ΗΠΑ, η αποφυγή ενός πυρηνικού πολέμου με τη Ρωσία ήταν πάντα η πρώτη και βασική προτεραιότητα σε αυτή τη σύγκρουση. Η βοήθειά της στην Ουκρανία να κερδίσει ερχόταν δεύτερη», είπε ο Ραντσένκο, προσθέτοντας: «Αυτοί οι δύο ανταγωνιστικοί στόχοι πρέπει με κάποιο τρόπο να συμβιβαστούν».

Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει το γεγονός ότι οι υποστηρικτές της Ουκρανίας, σε αντίθεση με τη Ρωσία, πρέπει να αντιμετωπίσουν την κοινή γνώμη στις χώρες τους. Μια δημοσκόπηση του Ερευνητικού Κέντρου Pew, τον περασμένο Ιούλιο, έδειξε ότι οι Αμερικανοί ήταν διχασμένοι σχετικά με το αν η χώρα τους είχε ευθύνη να βοηθήσει την Ουκρανία.

Το τέλος του πολέμου

Καθώς η σύγκρουση οδεύει προς το τέταρτο έτος της, καμία από τις πλευρές δεν λαμβάνει όλη τη βοήθεια που θέλει. Η σύγκρουση μοιάζει πλέον περισσότερο με τον πόλεμο φθοράς του Α’ ΠΠ παρά με έναν Β’ ΠΠ υψηλής τεχνολογίας.

«Θα ήταν λογικό να δούμε χιλιάδες Ιρανούς και έναν στρατό Κινέζων να πολεμούν για τη Ρωσία στην Ουκρανία αυτήν τη στιγμή», έγραψε τον περασμένο Οκτώβριο ο ρώσος υπερεθνικιστής Αλεξάντερ Ντούγκιν. «Είναι λογικό όσοι είναι κατά της δυτικής ηγεμονίας και υπέρ ενός πολυπολικού κόσμου να υποστηρίξουν τη Ρωσία ενεργά. Και η Ρωσία θα τους στηρίξει, στη συνέχεια, στους δικούς τους αντιιμπεριαλιστικούς πολέμους», συμπλήρωσε.

Μέχρι στιγμής το όνειρο της Ρωσίας για παγκόσμια αλληλεγγύη έχει παραμείνει ακριβώς αυτό: όνειρο. Η Ρωσία εκτιμάται ότι χάνει περίπου 30.000 στρατιώτες τον μήνα και στρατολογεί ισόποσους για να τους αντικαταστήσει. Η Βόρεια Κορέα προς το παρόν δεν παρέχει αρκετά στρατεύματα ώστε να κάνουν σημαντική διαφορά.

Το Κίεβο βρίσκεται σε ακόμη πιο δεινή θέση. Οι αμφιβολίες για τη συνέχιση της δυτικής υποστήριξης αυξάνονται, τη στιγμή που οι Ουκρανοί αντιμετωπίζουν άλλον έναν χειμώνα, με χαμηλό ηθικό και ελλείψεις σχεδόν στα πάντα. Σύμφωνα με εκτίμηση του Πενταγώνου, η χώρα έχει αρκετά στρατεύματα για να αντέξει άλλους έξι έως δώδεκα μήνες, προτού αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα.

Με τη Ρωσία και την Ουκρανία να αγωνίζονται να στρατολογήσουν αρκετούς δικούς τους άνδρες, οι δύο πλευρές άρχισαν να χρησιμοποιούν χιλιάδες ξένους, κυρίως από φτωχές χώρες, για να συμμετάσχουν στον πόλεμό τους.

Εκτός από τα στρατεύματα που παρέχει η Πιονγιάνγκ, η Μόσχα έχει στρατολογήσει μαχητές από την Κούβα, την Ινδία, το Νεπάλ, τη Συρία, τη Σερβία, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και τη Λιβύη, με υποσχέσεις για γενναιόδωρους μισθούς και ρωσική υπηκοότητα· μια δέσμευση που δεν τηρείται πάντα, σύμφωνα με ορισμένους από εκείνους που έχουν καταταγεί.

Η Ουκρανία, πέρα από τα οικονομικά κίνητρα, προσφέρει στους ξένους την ευκαιρία να βρίσκονται στη σωστή πλευρά της ιστορίας. «Μαζί νικήσαμε τον Χίτλερ και θα νικήσουμε και τον Πούτιν», είχε γράψει ο τότε υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Ντμίτρο Κουλέμπα, στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, το 2022.

Αυτό οδήγησε σε μια κατάσταση όπου, περισσότερες από τρεις δεκαετίες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και το υποτιθέμενο «τέλος της Iστορίας», Κολομβιανοί μάχονται εναντίον Κουβανών και αμφότεροι υφίστανται τραυματισμούς και πεθαίνουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους.

«Εμείς αγωνιζόμαστε για την ελευθερία, ενώ οι Λατινοαμερικανοί που πολεμούν υπέρ της άλλης πλευράς υπερασπίζονται ένα καθεστώς καταπίεσης», είπε ο Τζόε Μανουέλ Αλμάνζα Τσίκα, ένας Κολομβιανός που υπηρετεί στην 241η Ταξιαρχία του ουκρανικού στρατού.

Πρόσθεσε ότι δεν υπήρχε πιο ευγενής σκοπός για να πεθάνεις από την ελευθερία. «Αλλά, αν παραμείνω ζωντανός, θέλω να μπορώ να πω στα παιδιά μου ότι ήμουν μέρος της ιστορίας».

Τελικά, συμφωνούν οι αναλυτές, η έκβαση του πολέμου πιθανότατα θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις των βασικών υποστηρικτών των δύο πλευρών, δηλαδή του ΝΑΤΟ και της Κίνας. «Εάν αποσυρθεί η υποστήριξη του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, δεν θα υπάρχει Ουκρανία», είπε ο Γκαμπούεφ.

«Αλλά εάν αποσυρθεί η κινεζική υποστήριξη προς τη ρωσική πολεμική προσπάθεια, η Μόσχα θα αναγκαζόταν να περιορίσει τις ορέξεις της και θα λιγόστευαν οι ελπίδες της ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της».

Αυτή τη στιγμή, η Κίνα φαίνεται να είναι ο κύριος επωφελούμενος από τη σύγκρουση, καταλήγει ο Γκαμπούεφ. Ο πόλεμος έχει αποσπάσει την προσοχή της Ουάσιγκτον και βοήθησε το Πεκίνο να θέσει περισσότερο υπό τον έλεγχό του τη Ρωσία, έναν αποδυναμωμένο αλλά, υπό τον Πούτιν, αξιόπιστο εταίρο.

Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει, ωστόσο. Η εμπλοκή της Βόρειας Κορέας στη σύγκρουση είναι ένας σοβαρός παράγοντας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διάχυση του πολέμου στον Ινδο-Ειρηνικό, τον οποίο το Πεκίνο βλέπει ως το κατώφλι του, συμπαρασύροντας τη Νότια Κορέα και πιθανώς το ΝΑΤΟ.

Υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις ισορροπίες: στις ΗΠΑ, ένας απρόβλεπτος Τραμπ· στη Μέση Ανατολή, η σύγκρουση του Ιράν με το Ισραήλ· στην Ευρώπη, η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων, μερικά από τα οποία είναι δύσπιστα προς την παροχή βοήθειας στην Ουκρανία.

Και βέβαια, καταλήγει το Ρolitico, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης. Οσο ο πόλεμος συνεχίζεται, υπάρχει ο κίνδυνος κάποιος άλλος να συμμετάσχει σε αυτόν.

 

 

Πηγή Protagon
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο