Advertisement

 Ο  κεστός  της  Αφροδίτης

Γράφει ο χειρουργός Κοσμάς Μεγαλοκονόμος

1.339

     Ξαπλωμένη νωχελικά η Μυρτώ στην αμμουδιά, άφηνε την πλάτη της γυμνή, να χαϊδεύει  Αυγουστιάτικος ήλιος και λαίμαργα μάτια να προσπαθούν να μαντέψουν την συνέχεια του λυγερού κορμιού της, όσου ακουμπούσε και χανόταν στην νοτισμένη άμμο.  Ήταν  και  το κύμα, που υπομονετικά γλυκοφιλούσε τ’ ακροδάκτυλα των ποδιών της  και  κάποτε,  κάποτε  βάζοντας όλη την δύναμή του, ξέφευγε πιο ψηλά, ξεπέρναγε τα γόνατα, για ν’ αγγίξει τους τορνευτούς μηρούς. Σαν κάλεσμα της θάλασσας σε γοργόνα, τάραξε τ’ άγγιγμα αυτό τη Μυρτώ. Πετάχτηκε, στέριωσε το στηθόδεσμο και με δυο λικνιστά βήματα κι ένα τίναγμα, χάθηκε στη γαλήνια αγκάλη… κι από τα ερωτευμένα μάτια του Άρη. Στην αμμουδιά όμως, έμειναν ανάγλυφα, ζωντανά τα σημάδια της. Δυο συμμετρικά λακκάκια, εκεί που το σφιχτό στήθος πίεζε, με το βάρος του ανέμελου κορμιού, την εύπλαστη άμμο.

        Ώρα έμεινε ο Άρης να καρφώνει, με υγρά μάτια, τα λακκάκια και να διώχνει με το βλέμμα τα βήματα των περαστικών, μη γκρεμίσουν τις μικρές αγκαλιές του ποθητού στήθους. Μα το βούρκωμα θόλωσε τα μάτια και ξεθώριασαν τα σημάδια. Τίναξε μέτωπο και κορμί και σε μια στιγμή, με το χέρι στο γκάζι, ανηφόριζε τις κορδέλες του αψεγάδιαστου δρόμου κι  άφηνε χαμηλά το Καψάλι, αναζητώντας στον ελεύθερο αέρα, δροσιά για τη λαύρα της καρδιάς. Οδηγούσε μηχανικά… το μυαλό του αλλού ταξίδευε. Λάτρης της ιστορίας και της μυθολογίας, ήταν και οι τελευταίες εικόνες, έφερε στο νου την Αφροδίτη, που δάνεισε στην Ήρα τον κεστό της, την κεντημένη ζώνη, που οι αρχαίες Ελληνίδες τοποθετούσαν κάλυμμα στις καμπύλες του στήθους τους. Ήθελε, βλέπεις, η Ήρα να ξανανάψει τον σβησμένο για αυτήν πόθο του Δία, να τον παρασύρει σ’ ερωτικό παιχνίδι και γλυκό ύπνο και έτσι αυτός να πάψει, για λίγο, να υποστηρίζει τους Τρώες, που με τη βοήθεια του,  σε δεινή θέση είχαν φέρει τους Αχαιούς.

        Ο κεστός! Αυτός που τώρα και πάντα, μ’ ότι κρύβει ξυπνά πόθους, ματώνει καρδιές.

        Φρενάρισε ο Άρης. Χωρίς να  καταλάβει, έφτασε στη Χώρα. Και στο Μπελβεντέρε πάντα σταματά. Χρόνων συνήθεια. Παλιότερα μαθητής πηγαίνοντας με τα πόδια στο Γυμνάσιο, τώρα φοιτητής, μηχανοκίνητος και βιαστικός. Με το ‘να πόδι στο παγκάκι  να στηρίζεται, κοίταξε το Καψάλι. Αυτή τη φορά αλλιώτικο του φάνηκε. Σαν πιο δικό του. Έσφυζε απ’ τον χαρούμενο ρυθμό των κολυμβητών, μα για αυτόν έσφυζε απ’ τα νιάτα της Μυρτώς. Πάσχιζε να ξεχωρίσει τη λυγερόκορμη φιγούρα, την φωνή της, ακόμα τα λακκάκια στην άμμο. Στην υπερέντασή του νικήθηκε από την μαγεία της μεγάλης εικόνας του τόπου. Και ξάφνου…κάτι ξεχώρισε. Πόσες φορές δεν έχει δει το πανώριο Καψάλι. Κι όμως δεν το ‘χε προσέξει μέχρι τώρα. Δεν χωρά αμφιβολία… Αυτοί οι δίδυμοι κόλποι, οι στρογγυλοί, οι αρμονικοί…Δεν μπορεί…Τόση ομορφιά…Σίγουρα είναι…σίγουρα ο κεστός της Αφροδίτης.

 

 

 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο