Advertisement

Ο λύκος και τ’ αρνί

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη, Σκίτσο: Γαβρίλης Ψαρράς

1.242

Αρνάκι άσπρο και παχύ της μάνας του καμάρι. Τέτοια φαινότανε η Ζωή, καλή της ώρα. Ο Πετρής, ο άντρας της ήτανε τελείως διαφορετικός. Λύκος μαύρος και λιγνός, του πατέρα του καημός. Προσέξατε την αντίθεση; Ο ένας τ’’ ακριβώς αντίθετο τ’’ αλλουνού. Λύκος-αρνί, άσπρο-μαύρος, παχύ-λιγνός και πάει λέγοντας. Κι όμως, αυτοί οι δύο είχανε ζευγαρώσει κι εδώ και πέντε χρόνια ζούσανε παντρεμένοι. Η σύνθεση των αντιθέτων, που λένε. Βέβαια, όποιος άντεχε να τσοι παρακολουθεί θα έσπα πολύ πλάκα. Κάθε ώρα και στιγμή φαγωνόντουσαν για το ψύλλου πήδημα.

-Είσαι αναχάβδαλος.

Advertisement

-Κι εσύ υποκόντρια.

-Είσαι και βρωμιάρης.

-Κι εσύ ξεπλημένη.

-Βρε, είσαι μούσκαρος…

-Κι εσύ’ ‘σαι βρωμόζουλα…άι στο διάολο…

-Να πάεις και να μην γυρίσεις.

Κατά βάθος ήτανε καλοί και οι δύο και άμα είχανε μπονάτσα ήτανε να τσοι καμαρώνεις. Μαυριδερός ο Πετρής, ασπρούλα η Ζωίτσα, περπατάνε τσι Κυριακές τ’’ απόγεμα πέρα-πόδε στο Λειβάδι, πιασμένοι χεράκι-χεράκι και χαιρόσουνα να τσοι βλέπεις. Αλλά εκειά που χαιρόσουνα μπορεί να έπιανε μονιτάρου ο ανεμοστρόφυλος. Αμόλα το χεράκι ο Πετρής και έφτυνε κατά γής:

-Φτου…

-Τη μούρη σου να φτύσεις.

-Μα είσαι καλά; Πάλι σου βρωμεί ο στόμας μου; Τ’’ ακούεις από ετά;

-Αφού καπνοβολάς συνέχεια ποτέ δεν πλιένεις τα δόντια σου.

-Να πας να βρείς άλλονε,… παστρικό.

-Ό,τι ώρα θέλω.

Γυρνούσανε στο σπίτι και κοιμόντουσαν αλάργα-αλάργα. Αλλά στον ύπνο φιλιάζανε κι ανέ τσοι έβλεπες το πρωί, σίγουρα θα ήτανε αγκαλέα. Πάνω στον καφέ όμως θα έπιανε πάλι ο καβγάς. Σίγουρο κι αυτό.

-Την Κυριακή θα πάμε να φάμε στη μάνα μου.

-Να πεις τση μάνας σου πως κι η δική μου μάνα έχει ένα γιό και θέλει να τονε βλέπει κατά την ώρα. Όλο στη δική σου θα πααίνω;

-Ναι, αλλά εγώ δεν μπορώ να βλέπω τα μούτρα τση κωλόγραιας.

-Κι εγώ δεν το’ χω χρεία να ξανοίγω τα μούτρα τση δικής σου.

-Βρε η δική μου είναι κούκλα. Κολάζει και Δεσπότη άμα λάχει.  Ενώ η στέκα η δική σου έχει μια μούρη σαν προζύμη.

Λύκος ο Πέτρος, αλλά το αρνάκι ήτανε πιο ζόρικο. Πάντα αυτός έκανε μόκο, γιατί καταλάβαινε πως ανέ το τράβα το σχοινί, γάτα θα γινότανε το αρνί και θα του τάσκιζε τα μούτρα. Κι αυτό όμως έγινε μία μέρα και μάλιστα μέσα στην εκκλησία.

Το καθυστερήσανε λιγάκι, που λέτε, αλλά να’ σου μια πρωινιά η Ζωή έτεκε. Κόρη μαυριδερή, μακρόστενη με φρυδάκια ανασηκωμένα, ίδια η μάνα του Πετρή. Όσο και να έμοιαζε όμως στη μάνα του, του Πετρή δεν του καλόρθε. Γιο ήθελε, αλλά είντα να κάμει. Γίνονται παραγγελία αυταδά; Τόνε κοροϊδεύανε κι οι φίλοι του, πως δε νοά τη συνταγή κι έκαμε κι εκείνος πάσο κι έλεγε πως “τα κορίτσια τη σήμερο είναι πλέο χρήσιμα. Καμάρωνε πως του μοιάζει κι εκείνου και τση μάνας του, αλλά η Ζωή έλεγε πως “το καμάρι μου είναι φτυστή η θεία μου η Ελένη, η αδελφή του πατέρα μου, θεός σχωρέστηνε,  είχε το λόγο της που τόλεγε. Σαν εθράφη λοιπόν το παίδι, ήρθε κι ο καιρός να το βαφτίσουνε.

-Θα το βγάλομε Ελένη, τ’’ όνομα τση συχωρεμένης τση θείας μου, που με ανάστεσε. Θυμάσαι πόσο με αγάπα;

Ελένη βλέπεις ελέγανε και τη μάνα της και η Ζωή το επήγε πονηρά. Τα έτρωε όμως ο Πετρής κάτι τέτοια; Πετάχτηκε από την καρέκλα κι οι τρίχες του σηκωθήκανε όρθιες σαν του σκατζόχοιρου τσι βελόνες.

-Τον κακό σου το καιρό κι εσένα και τση θεία σου. Το παιδί θα ονομαστεί Λεμονιά, τ’’ όνομα της μάνας μου.

-Σιγά μην κάμω το σπίτι μου λεμονοδάσος. Μασεσώνει η μία.

Καυγάς, που λέτε, τρικούβερτος πάλι. Σαν είδε ο Πετρής πως δεν τα έβγανε πέρα υποχώρησε, αλλά εσκέφτηκε με πονηρία.

-Μου ζήτησε να το βαφτίσει ο Γιώργης, που υπερετούσαμε στο ναυτικό μαζί. Είντα λέεις;

-Ας το βαφτίσει. Ελένη μοναχά να το βγάλει κι όποιος θέλει ας είναι ο νονός.

Ο Πετρής τα έψησε με δαύτονε, του εξήγησε τα προβλήματα που είχε και συμφωνήσανε πως θα το βάφτιζε Λεμονιά. Ο νονός δίνει τ’ όνομα.

Σαν ήρθε η ώρα τση βάφτησης, φίσκα κόσμο η εκλλησία, ο Γιώργης εβάστα το παιδί στην αγκαλέα του, έφτυσε δέκα φορές, απέταξε και το σατανά κι ύστερα είπε τ’’ όνομα.

-Λεμονιά.

Η Ζωή κείνη την ώρα κατάλαβε τη συμπαιγνία. Ελένη…, ακούστηκε απεγνωσμένη η φωνή της κι όρμησε από την άλλη άκρη τση εκλλησίας κατά του Πετρή. Πέντε νυχαυλακές σε κάθε μάγουλό του, ρέουσες αίμα φρέσκο, δημιουργηθήκανε μονιτάρου. Ο νονός τραβήκτηκε και πήγε πίσω από τον παπά κι οι καλεσμένοι πήρανε δρόμο γιατί είχανε αρχινίξει και πετούσανε στον αέρα κάτι μπουμπουνιέρες. Ο παπάς εφώναζε:

-Ειρήνη ημίν, ειρήνη ημίν…

Να μη τα πολυλογώ, τ’’ όνομα πλέα είχε δοθεί κι η Ζωή πήγε να σκάσει που δεν πέρασε το δικό της. Αλλά το ξέχασε γλήγορα. Εβούτηξε πάλι τον Πετρή και μέσα σ’’ ένα χρόνο τον είχε έτοιμο το γιο αυτή τη φορά. Τον έβγαλε Αντώνη, τ’’ όνομα του πατέρα της κι ο κακομοίρης ο γέρο-Χρήστος, ο άλλος παππούς, εζάρωνε στη βάφτιση κι έλεγε από μέσα του:

-Παρά να δω το μούτρο του παιδιού μου αργασμένο πάλι, δεν βαριέσαι, καλό είναι και το Αντώνης.

Ορέ ισχυρό φύλο, πλάκα που την έχεις! Το παίζεις λύκος μαύρος και λιγνός, αλλά σε τρώει τ’’ αρνάκι τ’ άσπρο και παχύ.

Α, μη μου καμαρώνετε οι σύγχρονες φεμινίστριες μ’’ αυταδά που λέω. Δεν είναι δικό σας κατόρθωμα. Μία ζωή ετσά γινότανε. Τίοτα δεν έχετε αλλάξει. Μάλλον αλλάξατε μερικά, αλλά ό,τι αλλάξατε σε βάρος σας είναι γιατί προσπαθείτε να γίνετε λύκοι και δεν κοιτάτε να γίνετε πιο καλοθρεμένα αρνάκια.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 74 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1994

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο