Advertisement

Ω, μάι γκοντ!

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη, σκίτσο: Γιάννης Γρηγορίου

1.718

Ο κυρ-Γιώργης με τη γυναίκα του, σαράντα τόσα χρόνια στην Αυστραλία, δουλεύανε μέρα και νύχτα κι ονειρευόντουσαν όλη την ώρα πότε θα γυρίσουνε στην πατρίδα. Καλοί αθρώποι, οι κακόμοιροι, αλλά ο Θεός, παρόλο πούναι σοφός, κάνει πότε-πότε και καμία αφηρημάδα. Και μ’’ ετούτους εδώ την είχε κάμει. Τους έστειλε σωρό τα λεφτά, μα ξέχασε να τουνε στείλει παιδία .Ποίος, μαθές, θα τα φάει τα έτοιμα;

Αλλά ο Θεός μπορεί να κάνει λάθη, ποτέ όμως δεν τ’’ αφήνει και τα διορθώνει. Και σε τούτη λοιπόν την περίπτωση το επανόρθωσε το λάθος. Σαν τσοι κοκκόρους εσπέρνανε αδερφοί και γαμπροί, σαν τσι κουνέλες γεννοκοτσυφούσανε αδερφές και νύφες κι έτσι από τα δύο σόγια εγιόμισε ο τόπος μ’’ ανήψια.

Advertisement

Σαν εγυρίσανε μία μέρα στο Τσιρίγο, ηύρανε καμία εικοσαρέα από δαύτα να τους περιμένουνε στο λιμάνι και να τους κάνουνε ντεμενάδες, γιατί είχανε μάθει από άλλους πως καλά φουσκωμένη την είχανε την παραδοσακούλα. -Ω, τους προσφιλείς το ένα, ω λατρευτούς το άλλο, τι χαρά να σας έχομε πλέα κοντά μας… Και τι δεν ακούσανε τ’’ αυτία τους κατά την υποδοχή! -Μωρέ μπράβο, έλεγε ο μπαρμπα-Γιώργης, δεν το κάτεχα πως έχομε τέτοιο ευλοημένο σόι! -Ω, μάι Γκόντ, έλεγε η Γιώργαινα, δε μας έστειλες παιδία, μα δόξα νάχεις, μας έστειλες πρώτης τάξεως ανήψια. Έλα όμως που για να κάνουν λεφτά τόσα χρόνια, ειίανε συνηθίσει κι οι δύο του αντρόγυνου και τα σφίγγανε κακού λογού! Καθόλου γαλεντόμοι δεν ήσανε. Ούτε νερό του αγγέλου τους, που λέει ο λόγος, δεν εδίνανε. Στην αρχή βέβαια επειδή είχανε μείνει πολύ ευχαριστημένοι από την συμπεριφορά του σογιού, αλλά και για να μοστράρουνε τα πλούτη τους, όλο και κάτι κάνανε. Μοτοσακό στον Αντώνη, πετρελαιόσομπα στην Ελένη, μεταξωτό ύφασμα στη Λωξάντρα, όλα τ’’ ανήψια τα είχανε φιλέψει .Μα εκείνα είχανε μυριστεί αμαλαγία κι είχανε γενεί αχόρταγα. Σαν είδανε λοιπό, ως αυτά που μεράζανε δεν εσώνανε, αρχινίξανε και ζητούσανε. -Μπάρμπα, θα μου δώκεις πενήντα λίρες, που τσι έχω ανάγκη; -Πενήντα δεν έχω, πάρε μίανε. Αλλά ξέρεις είντα είναι να ζητάς πενήντα και να σου δίνουνε μίανε; Ένα-ένα τ’’ ανήψια αρχινίξανε και κλωτσούσανε. -Α, τσοι αφορεσμένους, μαζί τουνε θα τα πάρουνε; Είντα τα σφίγγουνε ετσά; Ω, κακό χρόνο νάχουνε.

Οι αγάπες, που λέτε, τελειώσανε γλήγορα. Όσο δεν εκύλα ο παράς, τόσο λιγοστεύανε. Κι εκεί που στην αρχή είχε γιομίσει το σπίτι των γέρωνε με παξιμάδια και μ’’ αθοτύρους και μ’’ όλα τα καλά του Ιακώβ, ήρθε η ώρα που ούτε βλητοκολόκυθα δεν τους έφερνε πλέα κανένα από τ’’ ανήψια. Ο γέρος ετσατίστηκε πολύ. -Με το τσουβάλι τα ρίχνουνε τα μαρούλια στα γουρούνια και σ’’ εμάς δεν φέρνουνε ούτε φύλλο. Να πάνε στη χάμαρη όλοι τουνε. Δεν τουνε ξαναδίνω ούτε σεντς. Έπιασε κι έκαμε μία σπιταρόνα θερία, βίλα θα τηνε λέγαμε σήμερα, την επίπλωσε με τα καλλίτερα έπιπλα, τα καλλίτερα χαλιά, μ’’ όλα τα ηλεχτρικά είδη, μ’’ ό,τι καλλίτερο υπήρχε. Καλοτρώγανε κιόλας κι είχανε κατεβάσει προγούλια σαν του διάνου και θαρρούσανε πως θάναι αιώνιοι. Αλλά ναι δα; Κρατούνε πολυύ οι ευτυχίες; Ένα πρωί η γραία ξύπνησε στραβοστομιασμένη κι ως το βράδυ την είχ’’ αρπάξει ο Μίχαλος. Κόλπος είπε ο γιατρός. Ο μπαρμπα-Γιώργης, χωρίς γραία, τα τίναξε γλήγορα κι αυτός τα πέταλα. Τα εννιάμηνα τση γραίας συμπέσανε με τα σαράντα του. Από τον ουρανό ξανοίγανε να δούνε ανέ θυμηθούνε τ’’ ανήψια τουνε να κάμουνε μνημόσυνο. Αλλά που. Εκείνα αλλού είχανε το νου τουνε. Αλί, αλί και τρισαλί σ’’ όσους δεν εγεννήσανε. Σε σαράντα μέρες από το θάνατο του γέρου, οι σκουλήκοι μέσα στο μνήμα είχανε κάμει λιγότερη ζημία, απ’’ αυτή που είχανε κάμει τ’’ ανήψια εδώ, στον απάνω κόσμο. Η πανέμορφη βίλα μεταμορφώθηκε αστραπηδόν σε περιστερώνα. Επέσανε απάνω οι ανηψίοι σαν Ούννοι και δεν αφήκανε ρυποπάσαλο. Επααίνανε σαν τσοι κλέφτες τη νύχτα κι ο ένας έκοβε στον ώμο το ψυγείο, ο άλλος τον καναπέ, ο παράλλος τα χαλιά, ό,τι δυνότανε ο καθένας. Μόνο οι δύο, οι πιο παλαβέηδες, που φοβόντουσαν να πλησιάσουνε γιατί βλέπανε τσοι άλλους που είχανε γενεί του κομού, μόνο αυτοί δεν ωφεληθήκανε ιδιαιτέρως. Όχι δηλαδή πως κακοπήγανε κι ελόγου τους. Ο Σταυρής που πήγε προτελευταίος ξήλωσε πόρτες και παράθυρα με τσι κάσες τουνε μαζί, έβαλε και τη σκάλα και κατέβασε τ’’ ακροκέραμα. Ο Μανωλιός που πήγε τελευταίος δεν ηύρε τίοτ’’ άλλο, παρά μόνο τη φωτογραφία του αντρόγυνου, που κρεμότανε καμαρωτή μες τη μέση στον τοίχο του σαλονιού. Αλλά είντα να τηνε κάμει. Την άφηκε εκειά κι επήγε κι έφερε τα ζουλοπρόβατά του, έβαλε πορόκλια στις πόρτες και τα’ κλεισε επαδά. Καλό, σου λέει, είναι για λέστεκο. Πααίνανε κι οι γιαννάκοι τσοι νύχτες και σταλίζανε εκειά, καθόντουσαν απάνω στην κορνίζα κι αν είχανε καλοφάει όλη μέρα, κουτσουλίζανε ευχαριστημένοι όλη τη νύχτα. Πιτσιλωτή προφίλ-ανφάς, που λένε. Αναχαράσανε κι οι ζούλες τα βράδια και ξανοίγανε την κουτσουλιασμένη φωτογραφία και ποίος ξέρει είντα λέγανε από μέσα τουνε. Μάλλον “Θεέ μου, θα λέγανε, ω μάι γκόντ, όπως θάλεγε η συχωρεμένη η Γιώργαινα, ω μάι γκόντ, καλά που μας έκαμες ζούλες κι όχι αθρώπους. ʼΑδικο είχανε τα χτήματα;

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 64 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1993

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο