Advertisement

Ο Μπαρμπ’ Αμερικάνος

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη - Σκίτσο: Γιάννης Γρηγορίου

868

Δεκατεσσάρω χρονώ είχε πάρει το παπόρι κι έφυγε για την Αμέρικα και εγύρισε όταν έκλειε τα ογδόντα.  Εξήντα έξε χρόνια ανάμεσα, δεν είχε προκάμει ο κακοντέλης να ξαναρθεί, γιατί δεν τον αφήνανε τα πιάτα, που επολέμα εκειά πέρα. Τόσα πολλά ήτανε που δεν τον αφήκανε, όχι να παντρευτεί, μα λοπώς ούτε μυρωδία δεν είχε πάρει από γυναίκα. Πού να προκάμει, ο έρημος, τελειώνουνε ποτέ τα πιάτα; Ούτε τον ήλιο της Αμέρικας δεν είχε δει. Μέχρι τα εβδομήνταεννιά, σκιάφους από τον μπόση έτρωε ακόμα. Στα ογδόντα όμως το πήρε απόφαση. Θα γυρίσω στο χωρίο μου, λέει, κι ας μην κάμω άλλα λεφτά. Όσα έχω σώνουνε για να βρω και γυναίκα κι αν είναι και βολική και μου βάνει βεντόζες άμα συναχώνομαι, χαρά σ’’ εμένα.

Εγύρισε το λοιπόν κατακαλόκαιρο κι αρχίνιξε ευτύς να ψάχνει. Ξεκίνησε από τσι μικρές και όμορφες, μα σαν είδε πως τα λεφτά δεν εσώνανε, το γύρισε στίς πιο μεστωμένες. Αλλά, ναι δα. Καμία δεν τον ήθελε. Μέχρι και η γραία Σομοίρα, εβδομήντα χρονών κοπέλα, μέχρι και αυτή του αρνήθηκε και χοντροειδώς μάλιστα. Την είχε πάρει ξακλούθι μία Κυριακή απολείτουργα κι εκειά σε μία γωνία, που δεν τσοι έβλεπε κανένας, της έπιασε το λακρεντί.

-Σομοίρα, ω γες, δεν ξέρω πως να στο πω, αλλά να, από πριν φύγω για την Αμερική είμαι ρωτοχτυπημένος μαζί σου.

-Ναι, μπρε; Μα μωρέ εγώ τότε πρέπει νάμουνα τέσσερω χρονώ!

-Ε, ναι…από τότες…, Σομοιράκι μου,-άρχισε τις γλυκάδες-

-Και μ’’ αγαπάς στο Θεό σου ακόμα;

-Ω, γες, κάθε βράδυ στον ύπνο μου σε βλέπω κι αναστατώνομαι κι αποφάσισα να στο πω πλέα.

-Είντα να μου πεις, κακορίζικε, του είπε η γραία κι εζάρωσε τη μούρη της γιατί δεν τση άρεσε αυτή η κουβέντα. Αυτή τόχε πάρει απόφαση εδώ και χρόνια και τόχε γυρίσει στην αγιοταντουλία κι ούτε που ήθελε πλέα ν’’ ακούσει για άντρα. Μεγάλη αμαρτία τσης εφαινότανε.

-Να…, θέλω να σου πω, πως αν συμφωνείς κι εσύ, εγώ πολύ θα τόθελα να ενώσουμε τσι ζωές μας.

Η γραία αγρίεψε. Του επιτέθηκε κακού λογού.

-Δε ντρέπεσαι βρε μουχτίμι, να μου κάνεις εμένα, γραίας γυναίκας, τέτοια ξεμπροστιάσματα; Ποίες ζωές μας μωρέ, που εσύ βρωμείς  χωματίλα κι εγώ έχω βγάλει ούμιντο. ’Αμε να χαθείς από δω, γέρο-ξεκουτιασμένε…,ήμαρτον Παναγία μου!

Μετά κι από αυτή τη χυλόπιττα δεν ξανατόλμησε πλέα να ψάξει. Εν τω μεταξύ οι σιφούνοι του χωρίου τον είχανε πάρει χαμπάρι και δεν τον αφήνανε σε χλωρό κλαδί. Χώρια από τα προξενεία που κάθε λίγο και λιγάκι του φέρνανε, είχανε μάθει πως εξυπότανε πολύ και του είχανε αλλάξει τον αδόξαστο με τσι ξυπασίες που του κάνανε.

Μία φορά, που είχε πεθάνει ο αδερφός του επάαινε αυτός κάθε βράδυ κατά το σούρουπο και του άναβε το καντήλι. Επήγανε λοιπό δύο σιφούνοι κι εκρυφτήκανε σ’’ ένα διπλανό καινούριο μνήμα και τον επεριμένανε.Μόλις πήγε αυτός αρχίνιξε το κλάμα.

-Ωχώ αδερφάκι μου, έφυγες και μ’’ άφηκες ολομόναχο, είντα θα γενώ χωρίς εσένα. Να περνάς καλά άραγε εκειά που είσαι;

-Καλά περνώ, αρχίνιξε ο σίφουνας μέσα από το μνήμα και κανονίζω με το Θεό να σε φέρει κι εσένα γλήγορα κοντά μου, μόνο μην κλαίεις αδερφάκι μου…

Μόλις τ’’ άκουσε αμόλυσε καντήλια και λιβάνια και πήγε και κλείστηκε στο σπίτι του. Έκαμε λοπώς καμία βδομάδα να ξαναβγεί όξω.

Έλα όμως που μετά από λίγο καιρό γίνηκε κι αυτό. Τα τσιτάκωσε ο γέρος, που λέτε, κι ήρθε η σειρά του να ξυπάσει τσι άλλους. Τον επήγανε λοιπόν στην εκκλησία και του τα ψάλανε, τον εκλάψανε κιόλας οι πιο ξεκούραστοι κι απέ τον εφορτώσανε στι πλάτες να τονε πάνε για τον αιώνιο ύπνο. Επήρανε τα δύο ξύλα τέσσεροι άντρες και τα βάλανε στοι ώμους, ακουμπήσανε την κάσα απάνω και ξεκίνησε για το νεροταφείο. Στι δύο άκρες, διαγώνια, βαστούσανε δυο κανονικοί άντρες. Μπροστά όμως δεξιά είχε πιάσει ο Μπάμπης, δύο μέτρα μπόι και πίσω αριστερά εβάστα ο Παυλής, ένα και είκοσι αυτός. Καταλαβαίνετε πως μόλις αρχίσανε να περπατούνε η κάσα έγειρε προς το μέρος του Παυλή. Ο Μπάμπης, χωρίς να ξανοίγει είντα γίνεται πίσω του άνοιξε κάτι βηματούρες θερίες κι η κάσα αρχίνιξε να μπαλαντζάρει. Ο Παυλής σαλτούνιζε για να προλαβαίνει τον αψηλό, σήκωνε και το αριστερό του χέρι ν’’ αντιβαστά την κάσα, μα κείνη γλύστρισε μονιτάρου προς το μέρος του κι όλο το βάρος της έπεσε απάνω του. Τούχε βγει η γλώσσα δύο απιθαμές. Δεν άντεχε άλλο ο κακομοίρης κι εκειά που φώναζε “πιο σιγά μπρε Μπάμπη, θα τονε λιχνίσομε, έφυγ’’ η κάσα από τα ξύλα, επήρε δυο τρεις ασκοτυμπανές πάνω στο δρόμο, το καπάκι άνοιξε κι ο Μπαρμπαγιάννης- Θεός σχωρέστου – επετάχτηκ’’ όξω κι εκυλίστηκε πάνω στο χώμα.

Μέχρι κι ο παπάς εξυπάστηκε. Αμόλυσε το θυμιατό, ασήκωσε τα ράσα και τόβαλε στα γλάκια. Πήγε κι εξάνοιγε από αλλάργου. Οι γυναίκες, όσες δε λιποθυμήσανε, πήρανε δρόμο κι ο Παυλής ηύρε ένα βεργοκόφινο στην άκρη του δρόμου και μπήκε από κάτω. Εκουμιάστηκε.Όλοι νομίζανε πως βρυκολάκιασε ο Αμερικάνος.

Μόνο ο Μπάμπης έμεινε ψύχραιμος. Επήγε κι ασκούντηξε τον πεθαμένο και σαν είδε πως δεν εκουνιότανε, τονε περιμάζωξε και τονε ξανάβαλε στην κάσα.

Συνήλθε κι ο παπάς κι επήγε κοντά και θαύμαζε:

-Μηστητί μου Κύριε, σκουλουμίντρι! Αν ήτανε ζωντανός θα βάρενε άσκημα!

Μαζευτήκανε και μερικοί ακόμα και πήγανε και τον αποτελειώσανε.

Επήγε και η γραία Σομοίρα το βράδυ να του ανάψει το καντήλι, του έπιασε και την κουβέντα, να περάσει η ώρα. Ακίνδυνος ήτανε πλέα.

-Δε στάλεγα εγώ μπρε, πως βρωμείς χωματίλα, αλλά εσύ ναι, δεν επρόσεχες. Είχες το νου σου στο κεχρί. Εντοέ τώρα εινταλώς κατάντησες.

Μερικούς η ζωή πολύ τους αδικεί. Ούτε πεθαμένους δεν τσοι αφήνει να ησυχάσουνε. Σαν ετούτονε, τον μπαρμπ’ Αμερικάνο. Δεν τον σώνανε οι σκιάφοι του μπόση όσα χρόνια κι η κακοτυχία που είχε με τσι γυναίκες άμα γύρισε επαδά, παρά μέχρι και πεθαμένο του τράβηξε η τύχη του ασκοτυμπανέα. Τούστειλε και τη Σομοίρα να του λέει από πάνω από την άρκλα, πώς καλά να πάθει γιατί είχε το νου του στο κεχρί. Αμάγκο, να τόχε δοκιμάσει ποτέ του, ο αείμνηστος; Ζήτημα είναι.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 69 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 1994

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο