Ο μυστηριώδης θάνατος του Ιωάννη Τσιγάντε το 1943: Η οργάνωση «Μίδας 614», οι 12.000 χρυσές λίρες και η προδοσία
Ο Ιωάννης Τσιγάντες Σβορώνος και η δράση του ως το 1940 - Η φυγή του στην Αίγυπτο και η αποστολή στην Ελλάδα με 12.000 χρυσές λίρες - Τα μοιραία λάθη - Η οργάνωση «Μίδας 614», ο (η) μυστηριώδης προδότης και το άδοξο τέλος | Μιχάλης Στούκας
Μία από τις πλέον μυστηριώδεις υποθέσεις της Κατοχής είναι η δράση και ο άδικος θάνατος ενός γενναίου στρατιωτικού, του Ιωάννη Τσιγάντε – Σβορώνου. Στην υπόθεση αυτή, που θα μπορούσε άνετα να γίνει κινηματογραφική ταινία, υπάρχουν όλα τα σχετικά στοιχεία: ομάδα σαμποτέρ, άφθονα χρήματα, αποστολές που απέτυχαν, προδοσίες, ερωτικές περιπέτειες και ένας μυστηριώδης θάνατος. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Ιωάννης Τσιγάντες – Σβορώνος (1897-1943)
Ο Ιωάννης Τσιγάντες – Σβορώνος και ο αδελφός του Χριστόδουλος, γεννήθηκαν στην Τούλτσα της Ρουμανίας το 1897. Η οικογένειά τους καταγόταν από την Κεφαλλονιά όμως εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία. Ο Ιωάννης Τσιγάντες, με τον οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα, έλαβε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το 1933 πρωτοστάτησε στην ίδρυση της μυστικής επαναστατικής «Ελληνικής Στρατιωτικής Οργάνωσης» (ΕΣΟ). Υπήρξε «ιθύνων νους» και ουσιαστικός αρχηγός, παρά τον χαμηλότερο βαθμό του (Λοχαγός) σε σχέση με την τριμελή ηγετική επιτροπή, του Κινήματος του 1935. Την επιτροπή αποτελούσαν ο Υποστράτηγος ε.α. Κ. Βλάχος – Πράσσος, ο γνωστός κι από άρθρο μας, Συνταγματάρχης τότε Στέφανος Σαράφης και ο Πλοίαρχος ε.α. Α. Κολιαλέξης.
Ο Τσιγάντες έδρασε στην επαναστατική εστία της Σχολής Ευελπίδων στην οποία υπηρετούσε, αλλά τη νύχτα της 2ας προς 3η Μαρτίου 1935, βέβαιος ότι το Κίνημα έχει αποτύχει, διέφυγε προς το Πέραμα, ωστόσο εκεί συνελήφθη. Προφυλακίστηκε, δικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών και καταδικάστηκε στις 31/3/1935 σε ισόβια δεσμά για εσχάτη προδοσία και με την ποινή της στρατιωτικής καθαίρεσης, που έγινε δημόσια στις 2/4/1935 στον χώρο των στρατώνων Πεζικού (στο σημερινό Πάρκο Ελευθερίας). Φυλακίστηκε αρχικά στην Αίγινα και έπειτα αποφυλακίστηκε και εξορίστηκε στα Κύθηρα. Έλαβε χάρη με την παλινόρθωση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Δεν ανακλήθηκε όμως το 1940, όπως ο αδελφός του που είχε επίσης ανάμειξη στο φιλοβενιζελικό Κίνημα του 1935 και όλοι οι άλλοι που είχαν στέρηση βαθμού και ήταν πλέον απλοί οπλίτες…
Η ανάθεση μυστικής αποστολής στον Τσιγάντε από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο
Το 1942 ήταν η πιο δύσκολη χρονιά για τους Συμμάχους, ιδιαίτερα μετά τις αρχικές επιτυχίες του Ρόμελ στην Αφρική (ως τη μάχη του Ελ Αλαμέιν). Η Ελλάδα αποτελούσε σημαντικό κόμβο για την προώθηση εφοδίων από τους Ναζί στη Βόρεια Αφρική. Η κατάληψη του Τομπρούκ στις 21 Ιουνίου 1942 ήταν καθοριστικής σημασίας. Ο Henry Harwood, αρχηγός του βρετανικού στόλου της Μεσογείου, απευθύνθηκε με επιστολή στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Υπουργό Στρατιωτικών της ελληνικής κυβέρνησης για να διευθετήσει την αποστολή μιας ομάδας Ελλήνων σαμποτέρ στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ο Κανελλόπουλος είχε φιλικές σχέσεις με αντιστασιακούς στη χώρας μας, όπως τον Επαμεινώνδα Τσέλλο, αρχηγό της παράνομης οργάνωσης «Προμηθεύς». Στη Μέση Ανατολή υπήρχαν τότε Έλληνες αξιωματικοί βασιλόφρονες, μεταξικοί, βενιζελικοί, ενώ σταδιακά άρχισαν να εμφανίζονται και οπαδοί του ΕΑΜ. Ο Κανελλόπουλος αποφάσισε την ανάθεση της ηγεσίας της υπό σύσταση ομάδας σαμποτέρ στον δραστήριο και ριψοκίνδυνο Ιωάννη Τσιγάντε. Παράλληλα όμως του ανέθεσε και μια δεύτερη αποστολή: να αναλάβει, ως εκπρόσωπος της εξόριστης κυβέρνησης, τον συντονισμό όλων των αντιστασιακών οργανώσεων στην Ελλάδα, από ένα επιτελικό κέντρο που θα έπαιρνε εντολές απευθείας από την κυβέρνηση του Καΐρου. Επειδή η ανάθεση της αποστολής στον Τσιγάντε θα προκαλούσε πολλές αντιδράσεις, ο Κανελλόπουλος εξέδωσε μια πλαστή διαταγή, σύμφωνα με την οποία τον μετέθετε με την ιδιότητα του στρατιωτικού ακολούθου στην Τεχεράνη. Η ομάδα του Τσιγάντε συγκροτήθηκε από τους: Λοχαγό Πεζικού Παναγιώτη Ρογκάκο, Έφεδρο Υπίλαρχο Βασίλειο Ζακυνθινό (με την κωδική ονομασία Μίκυ), τον Έφεδρο Ανθυπολοχαγό Πεζικού Φώτιο Μανωλόπουλο, τον Ανθυπασπιστή Πεζικού Δημήτριο Γυφτόπουλο, τον Έφεδρο Ανθυπασπιστή Πυροβολικού (παράλληλα ήταν και αστυνομικός) Σπύρο Κώτση και τους ασυρματιστές Κωνσταντίνο Ρούσσο και Ιωάννη Μωραΐτη. Σε αυτούς προστέθηκε κι ένας ιδιώτης, ο Μιλτιάδης Γιαννακόπουλος (με την κωδική ονομασία Αριστείδης), εκπρόσωπος της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας Μ04. Ο ρόλος του ήταν αμφιλεγόμενος και ο Τσιγάντες τον απέπεμψε. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο Γιαννακόπουλος συνελήφθη αργότερα από τους Άγγλους ως απατεώνας και απελάθηκε στο εσωτερικό της Αφρικής. Ο Χρήστος Ζαλοκώστας γράφει: «Έναν απ’ αυτούς, τον αριστερό «Αριστείδη», τον χαρακτήριζε ο Τσιγάντες ως απατεώνα και είχε δώσει εντολή να τον εκτελέσουν». Στην αρχική ομάδα προστέθηκαν αργότερα ο Έφεδρος Υπίλαρχος Αφεντάριος Μαρασλής και οι ασυρματιστές Ματθαίος Ανδρόνικος και Θεόδωρος Λιάκος. Ο Γ. Ιωαννίδης προσθέτει ακόμα στα μέλη της αποστολής τον Χριστόφορο Γεϊτζίδη (Ανθυπασπιστή), τον Λοχία Γεώργιο Καλογερόπουλο και τους σμηνίες Γεώργιο Χαμπέρη και Αλέξανδρο Γαρδέλη. Μετά από επίμονη παράκληση του Τσιγάντε, ο Κανελλόπουλος τον εφοδίασε με μια έγγραφη βεβαίωση ότι ήταν εκπρόσωπος του Υπουργείου Στρατιωτικών. Ο Τσιγάντες πίστευε ότι έτσι θα διευκολυνόταν η αποδοχή του από δύσπιστους συνομιλητές στην Αθήνα.
Δυστυχώς, η αποστολή του Τσιγάντε με την κωδική ονομασία Thurgoland ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς. Καθώς, είναι αυτονόητο, ότι θα έπρεπε η αποστολή να παραμείνει μυστική, οι «υποψήφιοι» σαμποτέρ θα έπρεπε να κρατούν κλειστά τα στόματά τους. Παράλληλα, θα έπρεπε να συναντηθούν μόνο μία φορά, πριν επιβιβαστούν στο υποβρύχιο που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε… Μετά την τελευταία συνάντησή τους με τον Κανελλόπουλο, τα μέλη της αποστολής, αφού εφοδιάστηκαν με πλαστές αστυνομικές ταυτότητες και ρούχα με ένδειξη προέλευσης από αθηναϊκά καταστήματα, επιβιβάστηκαν σε τρένο που θα τους μετέφερε στη Χάιφα. Εκεί εκπαιδεύτηκαν στη χρήση εκρηκτικών, στη σκοποβολή, στις παρακολουθήσεις, στην κωπηλασία και τη χρήση αποβατικών σκαφών, την ιαπωνική πάλη, την εκμάθηση στοιχειωδών ιταλικών και γερμανικών κ.ά.
Ωστόσο τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα έπρεπε. Μέλη της ομάδας του Τσιγάντε άρχισαν να μιλούν δημόσια για την αποστολή τους στην Ελλάδα. Μάταια ο αδελφός του Γιάννη, Χριστόδουλος Τσιγάντες , ήρωας του Ιερού Λόχου προσπαθούσε να πείσει όσους τον ενημέρωναν σχετικά, ότι θα πάει στην Τεχεράνη. Κάποιος μάλιστα από τα μέλη της ομάδας, συγκέντρωνε γράμματα και χρήματα για να τα μεταφέρει σε οικογένειες αξιωματικών στην Ελλάδα. Η αποστολή είχε γίνει γνωστή σε ελληνοβρετανικούς κύκλους της Μέσης Ανατολής, αλλά και σε Γερμανούς που διέθεταν πολλούς κατασκόπους στην περιοχή, ανάμεσά τους και Άραβες, φιλικά προσκείμενους σε αυτούς. Ο Χριστόδουλος Τσιγάντες γράφει σχετικά στο βιβλίο του «Η αλήθεια για τη Μέση Ανατολή»: «Είδα τον Γιάννη στην Ιερουσαλήμ… Ο Θεός ξέρει τι του έσυρα. Του είπα πως θα πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι… Του είπα να μην φύγει, αφού δεν ξέρει να διαλέγει ανθρώπους, να ματαιώσει την αποστολή, γιατί οι Ιταλοί και οι Γερμανοί ξέρανε ήδη πως θα πήγαινε στην Ελλάδα και θα τον περιμένανε. Ήταν βέβαια δύσκολο να ματαιώσει την τελευταία στιγμή την αποστολή του, να νομίσουνε ότι φοβήθηκε» (Χρ. Τσιγάντες, «Η αλήθεια για τη Μέση Ανατολή», σελ. 157). Ο ίδιος όμως ο Ιωάννης Τσιγάντες, όντας παράτολμος από τη φύση του ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί. Σε κάποια συνάντησή του με τον Π. Κανελλόπουλο του είπε: «Ή θα πραγματοποιήσω τον σκοπό της αποστολής, ή θα σκοτωθώ» (Π. Κανελλόπουλος, «Ημερολόγιο Κατοχής, σελ. 442, καταχώρηση 8ης Μαΐου 1943). Στον πολιτικό και συγγραφέα Χρήστο Ζαλοκώστα (1894-1975) είπε, όταν τον συνάντησε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1942, ότι οι πιθανότητες η ομάδα του να επιστρέψει ζωντανή στη Μέση Ανατολή ήταν μόλις 5% (Χρ. Ζαλοκώστας, «Το Χρονικό της Σκλαβιάς», σελ. 70).
Η αναχώρησή τους για την Ελλάδα έγινε το βράδυ της 24ης Ιουλίου 1942 από τη Βηρυτό με το βρετανικό υποβρύχιο «HMS Proteus». Οι κυριότεροι στρατιωτικοί στόχοι της ομάδας του Τσιγάντε ήταν το «φράξιμο» της διώρυγας της Κορίνθου, ώστε τα πλοία του Άξονα που ανεφοδίαζαν το Africa Korps να είναι υποχρεωμένα να παραπλέουν το ακρωτήριο Ταίναρο και έτσι να αποτελούν ευκολότερους στόχους για τα συμμαχικά υποβρύχια, η ανατίναξη της γέφυρας Καρυών βόρεια της Λαμίας, ώστε να διακοπεί ο ανεφοδιασμός του Ρόμελ, η έγκαιρη ενημέρωση του Βρετανικού Στρατηγείου για την αναχώρηση εχθρικών νηοπομπών, η διεξαγωγή δολιοφθορών και η δημιουργία ισχυρών αντάρτικων ομάδων που θα καθήλωναν τις δυνάμεις του Άξονα στην Ελλάδα. Ο βασικός πολιτικός στόχος της αποστολής Τσιγάντε ήταν η δημιουργία ενός, ενιαίου Εθνικού Συμβουλίου της Αντίστασης. Ο Τσιγάντες μετέφερε για τον σκοπό αυτό 12.000 (κατ’ άλλους 12.250) χρυσές λίρες, ασυρμάτους και εκρηκτικά βάρους 1,5-2 τόνων! Το ποσό που μετέφεραν ο Τσιγάντες και οι συνοδοί του ήταν απίστευτα μεγάλο για την εποχή εκείνη. Ο Σόλων Γρηγοριάδης γράφει: «Με έναν τέτοιο σωρό χρυσών λιρών μπορούσε κανείς να κάνει πολλά στην κατεχόμενη Ελλάδα. Αντιπροσώπευαν αξία κολοσσιαία, πολλαπλάσια μεγαλύτερη από την ονομαστική τους τιμή. Αλλά αποτέλεσαν για την αποστολή του Τσιγάντε πηγή κακοδαιμονιών και περιπετειών».
Ο Τσιγάντες και η ομάδα του στην Ελλάδα
Μετά από ταξίδι επτά ημερών, στις 2 Αυγούστου 1942, ο Τσιγάντες και οι άνδρες του έφτασαν στην Ελλάδα. Δεν αποβιβάστηκαν όμως κοντά στο Τολό, όπου τους ανέμεναν Έλληνες συνεργάτες τους, αλλά στον όρμο του Κότρωνα στη Μάνη, όπου η παρουσία τους έγινε σύντομα γνωστή στους ενθουσιώδεις κατοίκους. Σε απόσταση δύο περίπου ωρών από τον Κότρωνα υπήρχε ιταλικό φυλάκιο, οι άνδρες του οποίου ανακάλυψαν τις λαστιχένιες βάρκες που χρησιμοποίησε η ομάδα για την αποβίβασή της και άρχισαν να αναζητούν τα μέλη της. Στον Κότρωνα ο Τσιγάντες βρήκε δύο καΐκια. Με το ένα, ο ίδιος και πέντε μέλη της ομάδας του αποβιβάστηκαν στο Πέραμα και με το άλλο, οι υπόλοιποι, στο Πασαλιμάνι. Το πρώτο καΐκι συνέχισε τη ρότα του, με τελικό προορισμό το λιμάνι του Πειραιά. Εκεί, Ιταλοί καραμπινιέροι συνέλαβαν τον κυβερνήτη του. Το φορτίο των λιρών είχε μεταφερθεί με ασφάλεια, όχι όμως οι ασύρματοι και τα εκρηκτικά, που ρίχτηκαν όμως στη θάλασσα, από συγγενείς του κυβερνήτη, σύμφωνα με τον Α. Ζαούση («Οι δύο όχθες, 1939-1945», Μέρος Β’, σελ. 123-4), με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να μην τα βρουν.
Ο Τσιγάντες στην Αθήνα άρχισε μια εντατική σειρά επαφών με πρόσωπα που πίστευε ότι μπορούσαν να βοηθήσουν την Αντίσταση. Συνολικά, είχε συναντήσεις με τουλάχιστον 300(!) άτομα, από καθηγητές πανεπιστημίου, ως τον εκδότη Δημήτριο Λαμπράκη, ενώ ένας από τους συνεργάτες του, σε ελάχιστο χρόνο ήρθε σε επαφή με 37 άτομα! Πάντως οι περισσότεροι ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί, απέναντι στον Τσιγάντε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, ο συνεργάτης του Κανελλόπουλου Τσέλλος, με τον οποίο, παρά τις προτροπές του Υπουργού Στρατιωτικών να «τα βρουν», ο Τσιγάντες ήρθε σε σύγκρουση και η λεγόμενη «Επιτροπή των έξι Συνταγματαρχών», που είχε την κωδική ονομασία «Θέρος» και την αποτελούσαν Συνταγματάρχες που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη συνέχεια: Θρασύβουλος Τσακαλώτος, Ευστάθιος Λιώσης, Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος, Στυλιανός Κιτριλάκης, Νικόλαος Φιλιππίδης και Παυσανίας Κατσώτας (ή σύμφωνα με άλλη άποψη ο Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δόβας). Όλοι πίστευαν ότι η αποστολή του Τσιγάντε ήταν γνωστή στις κατοχικές Αρχές και υπήρχε άμεσος κίνδυνος σύλληψής τους, ενώ υπήρχαν και άλλοι που έβλεπαν με δυσπιστία τον Τσιγάντε, λόγω του ηγετικού του ρόλου στο Κίνημα του 1935.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι ακόμα και ο παλιός συνεργάτης του Τσιγάντε, Συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης, τον θεωρούσε «αποστάτη» και δέχτηκε να συνεργαστεί μαζί του μόλις στα τέλη του 1942 και ύστερα από μεσολάβηση του κοινού τους φίλους και μπατζανάκη του Τσιγάντε, Δημήτριου Ψαρρού. Πολύ ύποπτος πάντως ήταν ο ρόλος του Μ. Γιαννακόπουλου, ο οποίος έδινε οδηγίες διαφορετικές από όσα ήθελε ο Τσιγάντες. Όπως αναφέραμε, ο Τσιγάντες τον απέπεμψε, ενώ σκεφτόταν ακόμα και να τον εκτελέσει…
Η οργάνωση του «Μίδα 614» – Τα σαμποτάζ που δεν έγιναν
Ο Τσιγάντες αποφάσισε να ιδρύσει το δικό του συνωμοτικό δίκτυο, με την κωδική ονομασία «Μίδας 614», που παρέπεμπε στον θησαυρό των 12.000 λιρών που είχε μαζί της η αποστολή του. Στον τομέα της στρατολόγησης ο Τσιγάντες είχε αξιόλογες επιτυχίες, καθώς μύησε στον «Μίδα 614» σημαίνοντα πρόσωπα, όπως τον Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη, με την υποστήριξη του οποίου δημιουργήθηκαν στη ΝΑ Εύβοια σε κατάφυτο παραλιακό χώρο της Μητρόπολης, βάσεις υποδοχής και ανεφοδιασμού υποβρυχίων και καϊκιών.
Άλλα σημαντικά μέλη ήταν οι Συνταγματάρχες Δημήτριος Ψαρρός και Σπύρος Μαλασπίνας, ενώ στους υποστηρικτές του «Μίδα» ανήκε και ο Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών Άγγελος Έβερτ, ο οποίος ανέθεσε την προστασία του Τσιγάντε στον Υπαστυνόμο Λεωνίδα Παρίση, ο οποίος όμως, μάλλον εν αγνοία του Τσιγάντε, ήταν πληροφοριοδότης και πράκτορας της μυστικής βρετανικής οργάνωσης SOE από το 1940. Ο Παρίσης, κατά τον στρατοδίκη Κοκορέτσα ήταν μοιραίο πρόσωπο για τον Ιωάννη Τσιγάντε. Αντίθετα, στον τομέα των σαμποτάζ, ο Τσιγάντες και ο «Μίδας» απέτυχαν παταγωδώς. Οι Βρετανοί έδιναν πρωταρχική σημασία στον αποκλεισμό της διώρυγας της Κορίνθου. Την αποστολή αυτή ο Τσιγάντες ανέθεσε στους συνεργάτες του Β. Ζακυνθινό και Δ. Γυφτόπουλο.
Αυτοί, στα τέλη Νοεμβρίου 1942 πήγαν στο Καλαμάκι Κορινθίας, στην είσοδο της διώρυγας από τον Σαρωνικό, με σκοπό να κολλήσουν μαγνητικά εκρηκτικά στα ύφαλα κάποιου πλοίου που θα διερχόταν στη συνέχεια από τη διώρυγα. Η επιχείρηση ματαιώθηκε, όμως κανείς δεν είναι βέβαιος για ποιον λόγο. Κατά την πρώτη εκδοχή, οι Ζακυνθινός και Γυφτόπουλος δεν ήταν καλοί κολυμβητές και περίμεναν να πάει στο Καλαμάκι κάποιος άλλος, άγνωστο ποιος, ο οποίος δεν πήγε όμως ποτέ. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το σαμποτάζ αναβλήθηκε μετά από παρέμβαση του Βρετανικού Ναυαρχείου που περίμενε να παραλάβει άλλα, προφανώς ισχυρότερα, εκρηκτικά.
Στην έκθεση που ανέλαβε να συντάξει τον Δεκέμβριο του 1945 (υποβλήθηκε το καλοκαίρι του 1946), ο Υποστράτηγος της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ιωάννης Κοκορέτσας σημειώνει ότι οι Ζακυνθινός και Γυφτόπουλος, παραβλέποντας κάθε συνωμοτικό κανόνα, γνώρισαν στο Καλαμάκι την Παγώνα Μίχα και τις «δύο ερωτύλους θυγατέρας της». Αργότερα οι δύο νεαρές ήρθαν στην Αθήνα για να συναντήσουν τον εραστή της μιας «Μίκυ» (πρόκειται για τον Ζακυνθινό). Αυτός την οδήγησε στην γκαρσονιέρα της οδού Πατησίων 86 (όπου αργότερα σκοτώθηκε ο Τσιγάντες), αν και αυτή αποτελούσε κρησφύγετο του «Μίδα». Ο Κοκορέτσας συνεχίζει, αναφέροντας ότι η Μίχα είχε πάρει από τους Ιταλούς άδεια για καντίνα στον Ισθμό και προφανώς είχε μεταβληθεί σε όργανό τους. Μάλιστα, τον Φεβρουάριο του 1943 οι δύο κόρες της με συνοδεία Ιταλών καραμπινιέρων ήρθαν στην Αθήνα από το Καλαμάκι για να καταδώσουν όσα μέλη του «Μίδα» γνώριζαν. Αντίθετα, ο συνεργάτης του Τσιγάντε, Δ. Γυφτόπουλος στο βιβλίο του «Μυστικές Αποστολές στην εχθροκρατούμενη Ελλάδα», σελ. 210-218, τονίζει ότι η Παγώνα Μίχα συνεργάστηκε μαζί τους μετά από συστάσεις του Συνταγματάρχη Αγγελίδη. Τόσο αυτή, όσο και οι κόρες της Πηνελόπη και Ελένη «εμφορούμενες από υψηλό πατριωτικό φρόνημα στάθηκαν δίπλα μας στις μέρες που γυρίζαμε στην περιοχή του Ισθμού» και ότι «η αγάπη της για την πατρίδα την έσπρωξε να μπλέξει και τα δυο της κορίτσια στον αγώνα κατά των κατακτητών».
Όσο για το σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γέφυρα των Καρυών στη Λαμία, δεν έγινε ποτέ, γιατί προηγήθηκε, από κακή συνεννόηση, η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου (25/11/1942), που είχε τον ίδιο σκοπό.
Εκείνο που πέτυχε ο Τσιγάντες, ήταν η οργάνωση γενικής απεργίας στην Αθήνα. Ήρθε σε επαφή, μέσω του συνεργάτη του Ταγματάρχη Κλαδάκη με το ΕΑΜ, το οποίο είχε τον έλεγχο του συνδικαλιστικού οργάνου των εργαζομένων (ΕΕΑΜ). Ο Τσιγάντες ενίσχυσε την απεργία που ξεκίνησε στις 7 Σεπτεμβρίου 1942 και διήρκεσε μία εβδομάδα, με μερικές χρυσές λίρες. Η απεργία έλαβε μεγάλες διαστάσεις, παρά το ότι οι κατοχικές δυνάμεις εκτέλεσαν για παραδειγματισμό δύο εργαζομένους. Σταδιακά, ο Τσιγάντες βρέθηκε σε αντίθεση με το ΕΑΜ, γιατί σύμφωνα με τον Γραμματέα Πόλης Δημήτρη Μπενετάτο προσπαθούσε να προσεταιρίσει, όχι μόνο τους δημοκρατικούς, αλλά και τους βασιλόφρονες, ενώ ήταν γνωστό ότι το ΕΑΜ ήταν αντίθετο με την επάνοδο του Γεωργίου Β’. Ο σπουδαίος Χάγκεν Φλάισερ γράφει ότι ο Τσιγάντες «απευθυνόμενος στο Κάιρο» χαρακτηρίζει (το ΕΑΜ) «καθαρώς και ουσιαστικώς κομμουνιστική οργάνωση» που «προετοιμάζει ένα πραξικόπημα τύπου ‘‘Μπέλα κουν’’» (σημ: Ούγγρος πολιτικός που το 1919 «εγκατέστησε» βραχύβιο κομμουνιστικό καθεστώς 133 ημερών, σοβιετικού τύπου στη χώρα του). Όσα καταμαρτυρούσε ο Τσιγάντες στο ΕΑΜ, τα μάθαιναν αμέσως τα μέλη του, είτε μέσω του Ζακυνθινού, ο οποίος κατά την επιστροφή του στη Μέση Ανατολή εκδήλωσε φιλοεαμικές τάσεις, είτε μέσω της SOE.
Η σημαντικότερη ενέργεια του Τσιγάντε ήταν η δημιουργία μιας «Συντονιστικής Επιτροπής του Εθνικού Αγώνος», όπως την ονόμαζε. Ευρύτερα ήταν γνωστή ως «Εθνικό Συμβούλιο». Ο αείμνηστος Δημοσθένης Κούκουνας θεωρεί ότι επρόκειτο για πρωτοβουλία του Τσιγάντε που έγινε εν αγνοία της κυβέρνησης Τσουδερού. Δυστυχώς το «Εθνικό Συμβούλιο», που ίσως έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση, δεν υλοποιήθηκε, γιατί η πρώτη συνεδρίαση των μελών του είχε προγραμματιστεί για τις 15 Ιανουαρίου 1943. Την προηγούμενη μέρα, δυστυχώς, ο Τσιγάντες σκοτώθηκε… Για την ιστορία, στο «Εθνικό Συμβούλιο» θα μετείχαν: ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ως Πρόεδρος και ως μέλη οι: Γεώργιος Παπανδρέου, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Στέφανος Στεφανόπουλος και Αλέξανδρος Σβώλος, ο οποίος όμως αργότερα παραιτήθηκε λόγω των φιλοεαμικών του προτιμήσεων.
Η ζωή του Τσιγάντε στην Αθήνα- Οι αλλεπάλληλες προδοσίες
Αν και ο ίδιος ο Τσιγάντες ακολουθούσε συνωμοτικούς κανόνες, αλλάζοντας κάθε βράδυ σπίτι όπου διανυκτέρευε, οι νεαροί συνεργάτες του έκαναν επίδειξη των χρυσών λιρών που διέθεταν, κάτι που επισήμανε και ο Π. Κανελλόπουλος. Αυτό φυσικά μαθεύτηκε από Γερμανούς και Ιταλούς, σκανδάλισε την κοινή γνώμη, ενώ και αρκετοί τυχοδιώκτες προσέγγισαν τα μέλη του «Μίδα». Ο Τσιγάντες ήταν λάτρης του ωραίου φύλου και εκμεταλλευόμενος την απουσία της συζύγου του στο Κάιρο είχε σχέση με την Ελβετίδα Μαλού Μπερτράντ. Στο σπίτι της μάλιστα, στην οδό Αλωπεκής στο Κολωνάκι κοιμήθηκε το τελευταίο βράδυ πριν τον θάνατό του…Πέρα απ’ αυτό, ο Τσιγάντες προέβη και σε άλλες επιπόλαιες ενέργειες. Ο Χ. Ζαλοκώστας παραθέτει ένα σχετικό περιστατικό και γράφει πως του είπε: «Το παρακάνεις Γιάννη. Έμαθα πως έπαιξες χαρτιά τα Χριστούγεννα με τριάντα Αθηναίους. Όπως το ’μαθα εγώ, λες να μην το ’μάθαν οι πονηροί Ιταλοί;».
Στην έκθεση Κοκορέτσα αναφέρεται ότι μια βραδιά, την περίοδο των Χριστουγέννων του 1942, ο Τσιγάντες διοργάνωσε, κάτι που έκανε και άλλες φορές, σε σπίτι της οδού Κοδράτου 12, ολονύκτια χοροεσπερίδα με ψήσιμο αρνιού και παρόντα τον χορογράφο Γριμάνη και χορεύτριες, που είχαν πληρωθεί ειδικά για εκείνο το βράδυ. Ο Τσιγάντες άλλαζε πολλά κρησφύγετα. Σε ένα από αυτά, στην οδό Μεταξά 14 (ιδιοκτησίας του δημοσιογράφου Εμ. Ρέππα και της συζύγου του) συνάντησε τουλάχιστον 100 άτομα, κατά τον Σπύρο Κώτση! Στις 12 Ιανουαρίου 1943 συναντήθηκε με τον Κων/νο Τσάτσο, σε έναν οίκο ανοχής (!) πίσω από το θέατρο «Περοκέ». Ωστόσο, πάντα κάποιος μυστηριώδης καταδότης ενημέρωνε τους κατακτητές για τις κινήσεις του Τσιγάντε. Τουλάχιστον τρεις φορές, γλίτωσε για λίγο τη σύλληψη.
Ο θάνατος του Τσιγάντε
Ασφαλέστερο καταφύγιο όλων ήταν η υπόγεια γκαρσονιέρα της οδού Πατησίων 86, ιδιοκτησίας του μηχανικού Κυριακίδη, που είχε φυγαδευθεί στη Μέση Ανατολή. Εκεί ο Τσιγάντες πήγαινε κάθε Τρίτη. Τροποποιώντας όμως το πρόγραμμά του αποφάσισε να πάει εκεί την Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 1943. Τον συνόδευε ο Λεωνίδας Παρίσης. Όταν έφτασαν στην γκαρσονιέρα, στις 8 π.μ. κατάλαβαν ότι κάποιος είχε κοιμηθεί εκεί το προηγούμενο βράδυ. Αυτός ήταν ο «Μίκυ» (Ζακυνθινός), που ήταν ο μόνος που γνώριζε την ύπαρξή της. Ο Παρίσης έφυγε για λίγο και όταν επέστρεψε βρήκε τον Τσιγάντε να συζητά με την κουνιάδα του, σύζυγό του Δ. Ψαρρού (10.30 π.μ.). Στις 10.45 π.μ. ο Παρίσης έφυγε. Λίγο αργότερα επισκέφθηκαν τον Τσιγάντε οι συνεργάτες του Μαλασπίνας και Ζακυνθινός. Αναχωρώντας ο Ζακυνθινός στις 13.05 είδε ότι η είσοδος της πολυκατοικίας είχε περικυκλωθεί από Ιταλούς. Ήταν 5-8 χωροφύλακες με επικεφαλής τον Ανθυπασπιστή Φολίνι. Στις 11.30 π.μ. μία γυναίκα είχε τηλεφωνήσει στην ιταλική Υπηρεσία Αντικατασκοπείας και υπέδειξε να μεταβούν άνδρες της στην οδό Πατησίων 86 για να συλλάβουν έναν Βρετανό αξιωματικό της Ιντέλιτζενς Σέρβις.
Ο Ζακυνθινός έτρεξε γρήγορα στην γκαρσονιέρα και ενημέρωσε τον Τσιγάντε, ο οποίος προέτρεψε τους δύο συνεργάτες του να φύγουν από την ελικοειδή σκάλα υπηρεσίας, την οποία όμως είχαν αποκλείσει οι Ιταλοί. Τελικά ο Μαλασπίνας αφέθηκε να φύγει, ενώ ο επιτηρούμενος Ζακυνθινός έγινε αυτόπτης μάρτυς του θανάτου του αρχηγού του.
Ο Τσιγάντες είχε αρχίσει να καταστρέφει και να καίει έγγραφα του «Μίδα». Όταν οι Ιταλοί χτύπησαν την πόρτα της γκαρσονιέρας, ο Τσιγάντες, που μιλούσε μάλιστα άπταιστα Ιταλικά, τους έδειξε την πλαστή ταυτότητα που έγραφε «Υπαστυνόμος Αντωνιάδης». Οι Ιταλοί ξεκίνησαν να φύγουν, όμως ο Τσιγάντες έκανε ένα μοιραίο λάθος. Άφησε μισάνοιχτη την πόρτα του διαμερίσματος και άρχισε να βγαίνει ο καπνός από τα έγγραφα που έκαιγε. Οι Ιταλοί επέστρεψαν και εγκλώβισαν τον Τσιγάντε στο διαμέρισμα. Ο αριστερόχειρας ήρωας έβγαλε ένα μικρό περίστροφο που είχε και σκότωσε έναν καραμπινιέρο, ένας άλλος όμως τον πυροβόλησε στην κοιλιά. Ο Τσιγάντες έριξε δύο ακόμα πυροβολισμούς (κατά μία εκδοχή σκότωσε έναν ακόμα Ιταλό) πριν δεχτεί τη χαριστική βολή στο κεφάλι. Ο Ζακυνθινός προσποιούμενος ότι συνοδεύει έναν Ιταλό τραυματία κατάφερε να διαφύγει.
Ο Άγγελος Έβερτ, πληροφορήθηκε προφανώς όσα έγιναν και έπεισε τους Ιταλούς να επιτραπεί να αναλάβει η Αστυνομία την ταφή του Τσιγάντε, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την πραγματική του ταυτότητα. Αυτό έγινε την επόμενη μέρα στο Α’ Νεκροταφείο. Ο Ιωάννης Τσιγάντες προήχθη επ’ ανδραγαθία ένα μήνα αργότερα από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, στον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη.
Η εξόντωση των μελών του «Μίδα»
Ο θάνατος του Τσιγάντε σήμανε ουσιαστικά τον τερματισμό της δράσης του «Μίδα 614». Μέσα σε 1,5 μήνα σκοτώθηκαν και οι τρεις ασυρματιστές του. Στις 18/03/1943 ο Θεόδωρος Λιάκος συνελήφθη σ’ ένα σπίτι στην οδό Πειραιώς. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 20 Μαΐου. Στις 30 Μαρτίου, ο Κώστας Ρούσσος εντοπίστηκε στο κρησφύγετό του στη Νέα Σμύρνη. Προτίμησε να πεθάνει πολεμώντας, παρά να παραδοθεί. Την επομένη, ο Ανδρόνικος Ματθαίος, πήγε ανυποψίαστος να αντικαταστήσει τον Ρούσσο στο ίδιο σπίτι. Συνελήφθη, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε μαζί με τον Λιάκο. Αν και οι συνεργάτες του Τσιγάντε άρχισαν τις διαμάχες για τη διαδοχή του, ο «Μίδας 614» είχε πεθάνει μαζί με τον ιδρυτή του…
Ποια ήταν η γυναίκα που πρόδωσε τον Τσιγάντε;
Για την ταυτότητα της μοιραίας για τον Τσιγάντε γυναίκας που πρόδωσε το κρησφύγετό του έχουν γραφτεί πολλά. Πολλοί ήταν επίσης αυτοί που δεν ήθελαν ζωντανό τον Τσιγάντε. Ο φθόνος από την επίδειξη πλούτου, η πολυτάραχη ερωτική του ζωή που προκαλούσε αντιζηλίες, η πολιτική του εξουδετέρωση είναι τρεις από τις πιθανές αιτίες της προδοσίας. Το ΕΑΜ είχε προγράψει τον Τσιγάντε: «(Ο Τσιγάντες) έδωσε άφθονο χρήμα για να οργανώσει ομάδες με διαφορετικό πολιτικό περιεχόμενο από κείνο που έχει το ΕΑΜ. Οι οργανώσεις μας… δεν δίστασαν να τον πληρώσουν όπως έπρεπε. Τη στιγμή που εκτελεστικό απόσπασμα από αγωνιστές πήγαινε να τιμωρήσει αυτόν τον εθνικό προδότη βρήκε καραμπινιέρους στο σπίτι του που τον είχαν σκοτώσει σε συμπλοκή». Ο Π. Κανελλόπουλος αναφέρει, και έχει δίκιο, ότι μόνο άνθρωποι που είχε ο ίδιος διαλέξει ή που διάλεξαν οι Άγγλοι γνώριζαν το μυστικό του καταφύγιο του Τσιγάντε στην οδό Πατησίων. Μήπως οι Άγγλοι ενοχλήθηκαν από την πρωτοβουλία του Τσιγάντε για ίδρυση «Εθνικού Συμβουλίου»; Απαντήσεις σε όλα αυτά, μαζί με το συμπέρασμα του στρατοδίκη Κοκορέτσα, το οποίο σταμάτησε, μετά από εντολή Κανελλόπουλου «δια συμμαχικούς λόγους» και το πού πήγαν οι 4.600 χρυσές λίρες, για τις οποίες δεν βρέθηκαν παραστατικά, με πρόσθετα στοιχεία από το βιβλίο του Χρήστου Γ. Μαλτέζου «ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΑΝΤΕΣ- ΜΙΔΑΣ 614», θα τα δούμε πολύ σύντομα σε επόμενο άρθρο μας…
Πηγή: ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ, «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Κ. & Μ. ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2018.