Advertisement

Ο οικισμός Κάλαμος

Γράφει ο Ε.Π.ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΣ

901

Οικισμός στα Ν του νησιού, ο οποίος εθεωρείτο μέχρι σήμερα νεότερος από τους περισσότερους, καθώς η κατοίκησή του αναφέρεται να γίνεται μετά τον 18ο αι. Σύμφωνα, όμως, με τα υπάρχοντα στοιχεία ο οικισμός αυτός είναι πολύ πιθανόν να έχει δύο περιόδους ζωής, καθώς υπάρχουν πολλές αναφορές σε προγενέστερους χρόνους, αλλά και ενδείξεις. Ο ναός του Αγίου Νικήτα αναφέρεται ότι είναι του 13ου-14ου αι. και είναι πάντα ιδιαίτερα πιθανή η ύπαρξη οικισμού πλησίον των ναών. Εκτός από τον Άγιο Νικήτα, παλιός είναι και ο ναός του Αγίου Μύρωνος στη Φυρή Άμμο, πολύ κοντά στον Κάλαμο (14ος αι.)[1], αλλά και η Μονή του Σωτήρος Πενταρμενά σε μικρή απόσταση από τον οικισμό. Στην καταγραφή των ορίων στη διανομή των Βενιέρων αναφέρεται έμμεσα η περιοχή, καθώς ο ναός του Αγίου Νικήτα αποτελεί ένα από τα πρώτα και ευδιάκριτα όριά της. Η αναφορά στο ίδιο έγγραφο για κτίσματα ([…] Va a Santo Nichita, passa a Stavlus tu Carchea)[2] είναι μία ακόμη, έστω και ισχνή, ένδειξη κατοίκησης, ειδικά τη στιγμή που οι σταύλοι αυτοί βρίσκονται σχετικά πλησίον στο ναό. Μία ακόμη αναφορά σε έγγραφο σχετικά με την αποστολή του Πέτρου Καστροφύλακα στα Κύθηρα το 1583 στον Κάλαμο, στην οποία αναφέρεται ότι η περιοχή ανήκει ακόμη στην οικογένεια των ευγενών Βενιέρων[3], δεν διευκρινίζει μεν αν αυτή κατοικείται, δίνει όμως έναν ακόμη χρονικό ορίζοντα στην υπόθεση. Ο Κάλαμος αναφέρεται επίσης με την ονομασία αυτή και σε ακόμη παλαιότερο έγγραφο, το οποίο έχει επίσης σχέση με τους Βενιέρους[4], χρονολογούμενο στα μέσα του 15ου αι.

Από τα παραπάνω στοιχεία, αφενός συνάγεται με ασφάλεια ότι η περιοχή έχει την ίδια ονομασία από τον 15ο αι. τουλάχιστον, αφετέρου δε ότι είναι πολύ πιθανόν να κατοικείται ήδη από τον 13ο-14ο αι. Εξίσου ασφαλές είναι όμως και το γεγονός ότι αργότερα, πιθανόν στον 16ο αι., η περιοχή φαίνεται να ερημώνει και να εγκαταλείπεται εντελώς. Οι λόγοι πρέπει, ασφαλώς, να αναζητηθούν στις πειρατικές προσβολές, οι οποίες ήταν συχνές και καταστρεπτικές για τα Κύθηρα και ειδικά για τις παράλιες και μη οχυρές θέσεις. Άλλως, δεν είναι δυνατόν να φαντασθεί κανείς κάποιον πρόσθετο λόγο εγκατάλειψης μίας από τις πλέον εύφορες περιοχές του νησιού, όπως παρατηρούν περιηγητές ακόμα και στην τρίτη δεκαετία του 19ου αι! Συγκεκριμένα ο John Davy, άγγλος αξιωματικός που πέρασε από τα Κύθηρα το 1827, αναφέρει: «Το χωριό Κάλαμος, στο Τσιρίγο, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Είναι μία περιοχή με κυματιστούς λόφους κι άφθονο νερό που προσφέρεται για καλλιέργειες και θα μπορούσε να συντηρήσει αρκετές χιλιάδες κατοίκους αν την καλλιεργούσαν σωστά. Τώρα είναι ακατοίκητη –χωρίς κανένα σπίτι‒ και καλλιεργείται ελάχιστα από χωρικούς άλλων περιοχών».

Οι παραδόσεις για τις προσβολές των πειρατών στην περιοχή ήταν έντονες στους κατοίκους της περιοχής ακόμα και στις αρχές του 20ού αι., όταν ασφαλώς είχαν περάσει πάνω από εκατό χρόνια από την αποκατάσταση της ασφάλειας στις ελληνικές θάλασσες. Μία μάλιστα από τις παραδόσεις αυτές συνδέεται με το ναό (για κάποιο χρονικό διάστημα και μικρή μονή) του Σωτήρα Πενταρμενά[5] Β του χωριού, που αναφέρεται και Παντερμενάς, όνομα το οποίο αυτή η παράδοση ερμηνεύει από το παντέρμος (έρημος τόπος) που συνδέεται με ερήμωση από πειρατικές προσβολές. Ακόμη η παρατήρηση του περιηγητή που αναφέρθηκε παραπάνω είναι πολύτιμη και για την επιβεβαίωση της ερμηνείας των πηγών από τις οποίες προκύπτει με ασφάλεια ότι η κατοίκηση στον Κάλαμο κατά τα νεότερα χρόνια έγινε μόλις στα μέσα του 19ου αι. από κατοίκους των χωρίων Στραπόδι και Λειβάδι, Καλλίγερων και Μεγαλοκονόμων αντίστοιχα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον κατάλογο των εξωμονίων του Νεκταρίου Βενιέρη το 1697, όλοι οι ναοί του Καλάμου που αναφέρονται σ’ αυτόν χαρακτηρίζονται ως εξωμόνια, σαφές δείγμα ότι η περιοχή δεν κατοικείται.

Οι πρώτοι που κατοίκησαν στον Κάλαμο από το Στραπόδι συνέχισαν κατά τα πρώτα χρόνια να δηλώνουν τις γεννήσεις τους ή να κηδεύονται στον Άγιο Ιωάννη στο Στραπόδι, ενώ ακόμα διασώζονται στα παρωνύμια των κατοίκων με το επώνυμο Μεγαλοκονόμος, τα παρωνύμια Διακάκης, Μπουκής και Κουτσούνης, που αναφέρονται παλαιότερα στο Λειβάδι κυρίως ανάμεσα στους ενορίτες του Αγίου Ανδρέα στο Καραβοχώρι (σημερινό Άνω Λειβάδι)[6]. Το όνομα του Καλάμου αναφέρεται σε αρκετά νοταριακά έγγραφα του 16ου αι.[7] και σε αγοραπωλησία χωραφιού το 1624 από τον επίσκοπο Αθανάσιο Βαλεριανό[8], επιβεβαιώνοντας ότι η ονομασία δεν έχει αλλάξει.

Όσον αφορά την ονομασία, αυτή δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα ετυμολόγησης, καθώς σχετίζεται με το κοινό καλάμι, το οποίο αφθονούσε στην περιοχή εξαιτίας των πολλών υδάτων. Το καλάμι είναι χαρακτηριστικό της περιοχής και υπάρχει σε αφθονία ακόμα και σήμερα.

Η κατοίκηση στον οικισμό είναι αραιή, με διάσπαρτους σπιτότοπους που διαχωρίζονται με τα παρωνύμια των κατοίκων, αφού τα επώνυμα είναι τα ίδια σε πολλούς από αυτούς. Π.χ. Μπουκιάνικα, Κουτσουνιάνικα κ.λπ. Ενδιαφέρον έχει ένας μικρός σπιτότοπος που αναπτύχθηκε στα Δ του Καλάμου και φέρει την ονομασία Ξερονιάματα, που αναφέρεται ήδη από τον 16ο αι., άγνωστης ετυμολογίας (τοπωνύμιο Ξερονιάματα αναφέρεται και στα Βιαράδικα). Πιθανότατα η λέξη προέρχεται από τα Ξηρά Νάματα. Νάμα είναι εκ του νάω και σημαίνει το ρέον, το ρεύμα, το ύδωρ[9]. Άρα Ξηρά (ξερά) νάματα και Ξερονιάματα, το μέρος χωρίς νερό, χωρίς πηγές ή με ξηρές πηγές, όπως ακριβώς είναι και σήμερα. Και στον οικισμό αυτόν κατοικούν απόγονοι κλάδου της οικογενείας Καλλίγερων από το Στραπόδι. Πλησίον του Καλάμου βρίσκεται και ο μικρός οικισμός Σπηλίες που εξετάζεται χωριστά.

Σήμερα ο οικισμός του Καλάμου ακολουθεί πορεία αύξησης του πληθυσμού του λόγω της ραγδαίας τουριστικής ανάπτυξης που τον χαρακτηρίζει. Πολύ κοντά σ’ αυτόν βρίσκεται η γραφική παραλία του Χαλκού και ο λιμενίσκος της Βρουλέας.

[1] Μ. Χατζηδάκης – Ι. Μπίθα, Ευρετήριο…, σ. 235.
[2] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα…, σ. 27.
[3] Χρ. Μαλτέζου, Βενετική παρουσία…, σ. Ι 278, σημ. 37.
[4] Marina Koumanoudi, Fragments…, p. 507.
[5] Εμμ. Δρακάκης, Εμμ. Κασιμάτης νοτάριος…, σ. 139 (για το τοπωνύμιο).
[6] Για όλα αυτά βλ. Εμμ. Καλλίγερος, Συνοπτική ιστορία…, σ. 84 και Ληξιαρχικά βιβλία Κυθήρων, Ενορία Αγίου Ιωάννου Στραποδίου 1687-1850, έκδοση Εμμ. Π. Καλλίγερος, Αθήνα 2001, σ. 204 (και πολλές άλλες αναφορές)
[7] Εμμ. Δρακάκης, Εμμ. Κασιμάτης νοτάριος…, passim.
[8] Δ. Σερεμέτης, «Δικαιοπρακτικά και άλλα έγγραφα εκ των αρχείων του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας περί Κυθήρων», εις Θησαυρίσματα, τόμ. 1, 1962, σ. 131.
[9] Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν…, τόμ. 6, σ. 4839.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Τα κείμενα για τα επώνυμα και τοπωνύμια, τα οποία δημοσιεύονται εδώ, είναι τα ίδια με όσα έχουν δημοσιευθεί στα αντίστοιχα βιβλία μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ και ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, τα οποία έχουν εκδοθεί από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (κυκλοφορούν και στα αγγλικά από:  Kytherian Association of Australia,  Kyhterian World Heritage Fund και Kytherian Publishing and Media). Από τις αναδημοσιεύσεις εδώ απουσιάζουν συνήθως οι βιβλιογραφικές και λοιπές σημειώσεις, είναι δε ευνόητον ότι για να αποκτήσει ο αναγνώστης πλήρη εικόνα για κάθε επώνυμο ή τοπωνύμιο είναι απαραίτητο να διαβάσει και τις εκτενείς αναφορές στα εισαγωγικά σημειώματα των παραπάνω βιβλίων, καθώς, χωρίς αυτά, οι γνώσεις του για το θέμα θα παραμένουν ελλιπείς.

Οι εκδόσεις στα Ελληνικά διατίθενται από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (βλ. στοιχεία στο σχετικό link σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο) και στα Κυθηραϊκά βιβλιοπωλεία. 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο