Κι εδώ, όπως και με το Κάτω Λειβάδι, εννοείται ένα σύνολο οικισμών και με την ίδια λογική καταγράφεται και σε σειρά από τις παλαιότερες πηγές. Λειβάδι λεγόταν από παλαιά μία ευρύτατη περιοχή, της οποίας τα σύνορα δεν ήταν πάντα τόσο ευδιάκριτα, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις οι οικισμοί που περιλαμβάνονταν σε αυτό αναφέρονταν ξεχωριστά. Στο Λειβάδι περιλαμβάνονταν και στο παρελθόν οι οικισμοί που υπάρχουν σήμερα στο Άνω Λειβάδι και στο Κάτω Λειβάδι, των οποίων το σύνολο αποκαλείται και σήμερα Λειβάδι, χωρίς πλέον να είναι τόσο διαδεδομένη η παραπάνω διάκριση σε Άνω και Κάτω. Πριν αναφερθούμε στους παλαιότερους ή στους σύγχρονους οικισμούς, τους οποίους περιλαμβάνει το Λειβάδι, έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε την ιστορία του συνόλου.
Η ονομασία Λειβάδι εμφανίζεται συχνά στις πηγές από τον 16ο αι., οπότε έχουμε σχετικά άφθονες, αλλά έχουμε και μία παλαιότερη και άκρως ενδιαφέρουσα για την έρευνα, αναφορά στις πηγές με την ονομασία Prado, η οποία είναι σίγουρα αναφορά στο Λειβάδι, αφού έτσι ερμηνεύεται αυτή η ιταλική λέξη. Σε έγγραφο είσπραξης αγροληπτικών φόρων των Βενιέρων (terzaria) της περιόδου 1444-1447 υπάρχει ανάμεσα σε άλλα, αναφορά στο Prado-Λειβάδι[1]. Έχουμε, επομένως, ένα απώτερο χρονικό όριο χρήσης της ονομασίας, ασχέτως αν στη συνέχεια έχουμε συχνότερη χρήση στις πηγές των οικισμών που περιλαμβάνονται στον γενικό όρο Λειβάδι.
Από τους οικισμούς που αναφέρονται στο Λειβάδι διαθέτουμε παλαιότερες από την παραπάνω πληροφορίες μόνο γι’ αυτόν του Σπανοχωριού, το οποίο αναφέρεται στο γνωστό έγγραφο δικογραφίας των Καταλανών (1328). Η περίπτωσή του θα αναφερθεί ξεχωριστά λόγω της σημασίας του, αλλά και του γεγονότος ότι είναι ένας από τους ελάχιστους οικισμούς που αναφέρεται στις πηγές και του οποίου δεν γνωρίζουμε την ακριβή θέση, εκτός ότι ήταν στην περιοχή Λειβαδίου. Άλλος παλαιός οικισμός είναι αυτός του Καραβοχωρίου, ο οποίος αναφέρεται επίσης ξεχωριστά και του οποίου η θέση και τα όρια είναι γνωστά (βλ. λήμμα Καραβοχώρι). Έχοντας αναφερθεί ήδη, στους οικισμούς που περιλαμβάνονται στο Κάτω Λειβάδι και σε αυτόν των Καψοχειλάδων, λόγω της ιδιαιτερότητός του, οι υπόλοιποι οικισμοί στο Λειβάδι που προκύπτουν από τις πηγές είναι:
Σαμιάδικα. Β του ναού του Αγίου Γεωργίου. Αναφέρεται από τα τέλη του 17ου αι. και περιλαμβάνει, εκτός από ενορίτες της ενορίας του Αγίου Γεωργίου και μερικούς της ενορίας Αγίου Κωνσταντίνου στα Μαζαρακιάνικα, οικισμού όμορου με τα Σαμιάδικα[2]. Τα Σαμιάδικα, τα οποία για λίγο χρονικό διάστημα στον 20ό αι., χαρακτήριζαν ονοματολογικά όλο το Άνω Λειβάδι, έλαβαν το όνομά τους από το επώνυμο Σάμιος, το οποίο εμφανίζεται στο Λειβάδι τουλάχιστον από τις αρχές του 17ου αι. είναι όμως παλαιότερα στην περιοχή, καθώς ανιχνεύεται από τον 16ο αι. στον γειτονικό οικισμό Τσικαλαρία.
Ο οικισμός Μαζαρακιάνικα, στο ΒΔ άκρο του Λειβαδίου, αναφέρεται επίσης ξεχωριστά, ενώ ενδιαφέρον έχει ένας οικισμός, ο οποίος αναφέρεται στις πηγές συνήθως ως Κοντελετού, από το όνομα του ναού της Παναγίας, για τον οποίο γίνεται ξεχωριστή αναφορά.
Στον οικισμό αυτόν περιλαμβάνονται κατά καιρούς και οι πλησίον αυτού οικισμοί, Μανουδιάνικα (κατοικούνται από οικογένειες Τριάρχη με το παρωνύμιο Μανιός), Σταγιάνικα, από οικογένειες Στάη και Γρυπαριάνικα, όπως ήταν η πρόσκαιρη ονομασία των λίγων οικιών δίπλα ακριβώς από το ναό της Κοντελετούς, από το επώνυμο Γρυπάρης οικογενείας προσφύγων του Κρητικού Πολέμου (1645-1669). Σημειώνεται ότι για μικρό χρονικό διάστημα το σημερινό Άνω Λειβάδι ονομαζόταν Χέρα από το σιδερένιο ομοίωμα χειρός που είχε τοποθετηθεί στη γωνία της οικίας-συγκροτήματος του Γαβρ. Χάρου και έδειχνε το δρόμο προς τα Μυρτίδια.
Στο ίδιο οικιστικό σύνολο του Λειβαδίου περιλαμβάνονται, αν και αυτοί δεν βρίσκονται στην ίδια ακριβώς περιοχή, αλλά ανάμεσα στο Κάτω και Άνω Λειβάδι, και οι οικισμοί: Βλαστιάνικα, από το παρωνύμιο Βλαστός (πρώην Χαριάνικα από το επώνυμο Χάρος της ίδιας οικογενείας) και Βρανάδικα, από το παρωνύμιο Βρανάς κλάδου της οικογενείας Καλλίγερος. Το πρώτο αποτελεί και τη μοναδική πιθανόν περίπτωση οικισμού που έλαβε πρώτα το όνομα από το επώνυμο του οικιστού και αργότερα το απέβαλε για να λάβει το όνομα από το παλαιό (16ος αι.) παρωνύμιο Βλαστός της ίδιας οικογενείας. Το δεύτερο αναφέρεται στις πηγές παλαιότερα και ως Λικουβάρα, ονομασία της ευρύτερης εύφορης μικρής πεδιάδας στην οποία βρίσκεται και της οποίας η ονομασία ανάγεται με ασφάλεια στις αρχές του 14ου αι., καθώς αναφέρεται στη διανομή των Βενιέρων[3]. Με την ονομασία της Λικουβάρας αναφέρεται στις λίγες περιπτώσεις που αποτελεί ξεχωριστή ενορία, αυτή στα Βρανάδικα γύρω από το ναό του Αγίου Ιωάννου[4].
Όσον αφορά τα όρια της περιοχής Λειβαδίου, αυτά δεν ήταν πάντα τα ίδια με τα σημερινά και δεν εννοούμε μόνο την εποχή που αποτελούσε το ένα από τα τέσσερα διαμερίσματα (ντιστρέτα) με τα οποία είχαν χωριστεί τα Κύθηρα κατά την Ενετοκρατία. Σύμφωνα με νοταριακά έγγραφα στα οποία αναφέρονται περιουσίες σε διάφορες περιοχές που καταγράφονται ή θεωρούνται ότι ανήκουν στο Λειβάδι, φαίνεται ότι αρχικά τα όρια της περιοχής συμπεριελάμβαναν τα σημερινά Φατσάδικα και Τσικαλαρία και έφθαναν πιθανώς μέχρι και τα σημερινά Κοντολιάνικα Β, ενώ το Λειβάδι είχε Α κοινά όρια με τις Αλεξανδράδες, όπως έχει περίπου και σήμερα. Στα ΝΑ τα όρια έφθαναν μέχρι την περιοχή του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου και Ν μέχρι το μέσον της σημερινής διαδρομής Λειβαδίου Στραποδίου. Εννοείται ότι η οριοθέτηση αυτή με βάση συμβόλαια, πολλά από τα οποία αναφέρουν αμφίβολες περιοχές, είναι άκρως επισφαλής, γίνεται όμως για να διευκολυνθεί η υπόθεση σχετικά με την τοποθεσία του οικισμού Σπανοχώρι, όπως θα δούμε στη σχετική αναφορά. Η έκφραση territorio di Livadi αναφέρεται από τις αρχές του 17ου αι.[5] και φαίνεται να εννοεί το ντιστρέτο, την ευρύτερη δηλαδή περιοχή που εκάλυπτε τα χωριά και τους οικισμούς μέχρι τα Φράτσια και το Μυλοπόταμο, ενώ περιλαμβανόταν σε αυτό και ολόκληρη η περιοχή μέχρι την Παλιόπολη και ο Αβλέμονας.
Η ονομασία Λειβάδι είναι από αυτές που δεν δημιουργούν κανένα ερμηνευτικό πρόβλημα, καθώς σημαίνει, βέβαια, τον ομαλό και εύφορο τόπο, το τοπωνύμιο δε προέρχεται από αυτό το εδαφολογικό χαρακτηριστικό.
Ακόμη και κατά την αγγλοκρατία το σημερινό Άνω Λειβάδι ήταν ένας ασήμαντος σπιτότοπος με ελάχιστες οικίες, άρχισε δε να αναπτύσσεται μόλις στις αρχές του 20ού αι, όταν αποφάσισε η οικογένεια Καλούτση, που κατείχε σημαντικές εκτάσεις εμπρός από τα δύο εξοχικά αρχοντικά της, να πωλήσει οικόπεδα και επείσθη από τον τότε πρόεδρο της κοινότητος Γαβρ. Χάρο να αφήσει μεγάλο μέρος για δρόμο. Στο δρόμο αυτόν αναπτύχθηκαν γρήγορα εμπορικά καταστήματα, καθοριστικό όμως σημείο στη ραγδαία οικιστική ανάπτυξη είχε η λειτουργία μικρού εστιατορίου-ταβέρνας σε ένα μικρό κατάστημα στο κέντρο του οικισμού και η λειτουργία στον ίδιο τόπο μεταπολεμικά ενός κινηματογράφου. Ήδη είχαν λειτουργήσει ένα ελαιοτριβείο με αλευρόμυλο και πυρηνελαιουργείο, παράλληλα με δύο παγοποιεία και ένα μηχανουργείο. Αργότερα το εμπορικό αυτό κέντρο επεκτάθηκε σε όλο τον οικισμό, που αναπτύχθηκε κυρίως κατά μήκος του οδικού άξονα.
Σήμερα το Λειβάδι ως σύνολο των οικισμών που το απαρτίζουν αποτελεί ένα από τα εμπορικά και τουριστικά κέντρα των Κυθήρων, φαίνεται δε ότι η ανάπτυξη αυτή οδηγεί σε γρήγορη αλλοίωση μερικών από τα κύρια ιστορικά χαρακτηριστικά της ομάδας των οικισμών που το αποτέλεσαν στο παρελθόν.
[1] Mar. Koumanoudi, Fragments…, p. 507.
[2] Ευ. Μπαλτά, Η οθωμανική…, σσ.76 και 74.
[3] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα…, σ. 28.
[4] Ευ. Μπαλτά, Η οθωμανική…, σ. 79.
[5] G. Pojaqo, Le leqqi municipali delle isole Ionie, Corfu 1848, τόμ. 2, σ. 5.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Τα κείμενα για τα επώνυμα και τοπωνύμια, τα οποία δημοσιεύονται εδώ, είναι τα ίδια με όσα έχουν δημοσιευθεί στα αντίστοιχα βιβλία μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ και ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, τα οποία έχουν εκδοθεί από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (κυκλοφορούν και στα αγγλικά από: Kytherian Association of Australia, Kyhterian World Heritage Fund και Kytherian Publishing and Media). Από τις αναδημοσιεύσεις εδώ απουσιάζουν συνήθως οι βιβλιογραφικές και λοιπές σημειώσεις, είναι δε ευνόητον ότι για να αποκτήσει ο αναγνώστης πλήρη εικόνα για κάθε επώνυμο ή τοπωνύμιο είναι απαραίτητο να διαβάσει και τις εκτενείς αναφορές στα εισαγωγικά σημειώματα των παραπάνω βιβλίων, καθώς, χωρίς αυτά, οι γνώσεις του για το θέμα θα παραμένουν ελλιπείς.
Οι εκδόσεις στα Ελληνικά διατίθενται από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (βλ. στοιχεία στο σχετικό link σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο) και στα Κυθηραϊκά βιβλιοπωλεία.