Advertisement

Ω, ΠΑΝΑΘΕΝΤΑ ΤΟ

ΤΟΥ Γ. Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ,  ΣΚΙΤΣΟ:  ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

1.529

Επειδή θα βαρεθήκατε που όλο παλαιϊκές ιστορίες σασε λέω, είπα σήμερο να σασε πω μίανε φετινή, που μου την είπανε και μένα και καλοκάρδισα. Οι παλαιές θα τελειώσουνε κι είντα θα γράφω μετά; ʼΑντε να κάνει κουταμάρες και κανένας τωρινός, είπα, νάχω κι εγώ υλικό να μουντζουρώνω το χαρτί. Κι ελόγου σας, σας αρέσει δα να διαβάζετε παλαβάδες; Μονέ…! Κατέω εγώ.

Ετούτος μου ο ήρωας έχει κάμει πολλές. Όταν ήταν μικρός σταμάτησε μία μέρα το τζίπ που είχε τότες ο Δεσπότης για να τονε πάρει από την Ξεροσοβάλα για τη Χώρα. Δεν είχε ξαναμπεί σε αυτοκίνητο και πολύ τόθελε. Γι’’ αυτό πήρε το θάρρος κι είπε ότι όποιο βρεθεί μπροστά του θα το σταματήσει. Και να που του έτυχε και μάλιστα δεσποτικό. Μα δεν τον έσωνε που θα πάαινε τζάμπα βόλτα, αρχίνιξε και τη ζητιανιά:

-Μπάρμπα Δεσπότη, να σου πω ένα ποίμα, να μου δώσεις ένα πενηνταράκι;

-Πες μου τέκνον μου, του είπε καλοκάγαθα ο σεβασμιώτατος. Ο οδηγός που τον ήξερε πήγε να τον αλληκοντίσει.

-Έγνοια σου βρε, πάρε το πενηνταράκι και μη μας επείς τίοτα…

-Όχι θα το πω…, ειδάλως δε θέλω λεφτά.

Μέσα σ’’ ένα χάλασμα

είδα ένα φάντασμα.

Είδα γάτα παρδαλή

που εσκούιζε πολύ

νάναι αποκάτω

από μαύρο γάτο…

Ο οδηγός τούβαλε τσι φωνές.

-Σταμάτα μωρέ, δε θέλομε να μας επείς άλλο.

-Όχι…, θα το πω όλο…

…σ’’ ένα άλλο χάλασμα

είδα κι άλλο φάντασμα.

Δύο πόδια σηκωμένα

κι άλλα δυο γονατ…

Του τράβηξε μίανε με τον αγκώνα ο οδηγός και τον έκοψε στη μέση. Ευτυχώς δεν συνέχισε γιατί είχε ζαλιστεί από το αυτοκίνητο κι από την αγκωνέα κι έτσι ηύρε την ευκαιρία και τονε κατέβασε ο οδηγός, τούδωσε το πενηνταράκι και τονε ξεφορτωθήκανε.

Ποίμα που ηύρε να πει, ο άτιμος! Καλά που δεν το είπε όλο.

Αυτός ο ίδιος, όταν ήτανε μικρός, τι μικρός δηλαδή, καμμία εικοσαρέα χρονώ θα ήτανε, είχε κοντέψει να σκάσει μία μέρα. Είχανε μουσαφιρέους στο σπίτι την Κυριακή κι η μάνα του από το Σάββατο είχε κάμει μία σκάφη ξεροτήγανα. Τη νύχτα, που όλοι είχανε κοιμηθεί, ασηκώθηκε αυτός  και τα περιποιήθηκε. Δεν άφηκε μέσα στη σκάφη ούτε θρύψαλο. Ήπιε και καναδύο ντενεκάκια νερό κι εγίνηκ’’ η στομάχα του φλασκί .Έπεσε να ξανακοιμηθεί, αλλά που. Μέλι έτρεχε από τον αφαλό του κι η φούσκωση του τού αντισήκωνε τη γλώσσα, του έσπρωχνε τον καρύτσαβλο προς τα πάνω, επάαινε να σκάσει. Έβαλε τσι φωνές:

-Μάνα, νερό…νερό…, φέρτε μου νερό.

Είχε λυσσιάξει από τα μέλια ο κακομοίρης. Η μάνα του ασηκώθηκε και του πήγε ένα ποτήρι. Μα δα τον έσωνε;

-Μάνα, νερό, πολύ νερό, συνέχισε να φωνάζει και  ν’’ ασκοφυσά.

Τα χρειάστηκε η μάνα του και πήγε ένα σίγκλο και, μα το Θεό, τον ήπιε όλονε. Κι ευτύχως δηλαδή, γιατί ετσά πλύθηκε το στομάχι του, ξαλάφρωσε μετά’ από λίγο κι εγλύτωσε. Ειδαλλιώς κακή την είχε.

Ετούτος, που λέτε, τις προάλλες επήρε το παπόρι να’ ‘ρθει στον Περαία, να πάει να βρει τη θεία του που την είχ’’ αποθυμήσει. Εφόρτωσε τ’’ αμανάτια του στο φορτηγό και σαν εσώσανε στον Πειραιά, πήγε στο πραχτορείο να τα πάρει. Είχε μαζέψει ένα σωρό τσιφάφαλα. Ένα γκαζοντενεκέ λάδι, μία ντραμετζάνα  κρασί, ένα κουνέλι και μία κότα ζωντανά μέσα σ’’ ένα καλάθι και μία θερία κόφα γιομάτη με γούλες και ραδίκια, με ασκολίμπρους και σκόρδα και κρεμμύδια κι ό,τι άλλο έβγανε το χωράφι του. Μέχρι και κουβαύγουλα είχε μέσα. Κατό κιλά επάαινε. Δεν εμπόρειε βέβαια να τα κουβαλήσει μοναχός του. Ηύρε το Λιάκο λοιπόν και του αναγκολίστηκε.

-Μπάρμπα Λιάκο, με βοηθάς παδά να πεταχτώ στη θεία μου;

-Και που μένει μωρέ η θεία σου;

-’Τα’ πο τούδε.

Είντα να κάμει ο Λιάκος, αφού ‘τα’ πο τούδε είναι, ας τονε βοηθήξω,  είπε. Ζαλώθηκε την κοφίνα στον ώμο, πήρε κι ο άλλος τα επίλοιπα και τραβήξανε. Περπατούσανε κάνα τέταρτο και είχανε αρχινίξει να λαφάσουνε κι ο Λιάκος ανησύχησε:

-Τρέχα.., του αγρίεψε κιόλας  ο άλλος.’Τα’ πο τούδε είναι.

Περπατήσανε πάλι κάνα τέταρτο, τους είχε κρεμαστεί πλέα η γλώσσα σαν του σκύλου κι όσες φορές κι ανέ τονε ρώτηξε ο Λιάκος, όλο “ ‘τα’ πο τούδε” του έλεγε. Ο Λιάκος αγανάχτησε. Είχανε ξεκινήσει από τα Καμίνια κι είχανε σώσει στο Πασαλιμάνι. Κατέβασε την κοφίνα στο πεζοδρόμια και τούβαλε τσι φωνές:

Ξέρεις μωρέ που μένει, γη να τα παρατήξω  παδά χάμω, να βγάλεις μαύρες με δαύτα;

-Ξέρω, ξέρω μπάρμπα Λιάκο.’Τα’ πο τούδε. Πάρε ανάσα..’ τα’ πο τούδε μένει.

Μα ο Λιάκος δεν άντεχε άλλο.

-Είντα ‘τα’ πο τούδε μαθές. Εδώ κάναμε πέντε χιλιόμετρα. Είδε πως είχανε σώσει δίπλα στο ιατρείο του Περικλή και όπως ήτανε με την κοφίνα στον ώμο ανέβηκε απάνω κι από πίσω ο δικός μας.

-Μπρε γιατρέ, του λέει, μπας και ξέρεις που μένει η θεία του ετουτουνού του μουσκαριού, γιατί  όλο” ‘τα’ πο τούδε” μου λέει κι εκείνο τρέχομε δύο ώρες κι ακόμα να τηνε βρούμε.

Ο γιατρός έσκασε στα γέλια.

-Να μία να, θεόβουιδο. Στον Αγιο Παντελεήμονα μένει, στην Αθήνα. Καλά που δεν τραβήξατε κατά κει. Θα σ’’ έσκα, κακομοίρη Λιάκο.

Δεν ξέρω ανέ τ’’ απόσωσε και τα πήγε στη θεία του τ’’αμανάτια ο φίλος μας, ο Λιάκος όμως την άλλη μέρα έπαθε λουμπάγκο κι όλο τον εβλαστήμα.

-Ακούς εκεί να μου λέει “ ‘τα’ πο τούδε” και κείνα νάναι Χώρα-Ποταμός;… Ω,  π’’ ανάθεντά το.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 65 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1993

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο