Ο Πάτερος (Σπύρος Τζάνες), Αγωγιάτης και ριμαδόρος
Γράφει ο χειρουργός Κοσμάς Μεγαλοκονόμος
Τότε που γεννήθηκαν οι παππούδες μας, τον περασμένο αιώνα, η γύρα του 1873 έφερε στη ζωή τον Πάτερο. Τον Σπύρο Τζάνε. Εκεί στο Κάτω Λιβάδι, στα Κατσουλιάνικα. Σκληρός αγωνιστής της ζωής και πρωταγωνιστής της ανάπτυξης του τόπου μας, έχοντας από τους πρώτους κάρο και σούστα για την μεταφορά προσώπων, αγαθών και υλικών, σε όλα τα μήκη και πλάτη του νησιού μας. Μα και εραστής της ζωής, ριμαδόρος, από τους πιο μεγάλους.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, στα Σκουλιάνικα, στο νοικοκυρεμένο σπίτι της καλής μου συμμαθήτριας Καίτης και του πρώτου εκλεγμένου Έπαρχου, ακάματου αγωνιστή Μανώλη Κασιμάτη, άκουσα από την μάννα του, την κυρία Αννέτα, να μιλά για αυτόν, τον πατέρα της και εγώ έσυρα χαρτί και μολύβι να γράψω… μη τα ξεχάσω. Πριν τον Πάτερο λοιπόν, κάποιος “Τρόχαλος” στα Πιτσινιάνικα έφερε το πρώτο κάρο κι όλος ο κόσμος έτρεξε να το δει. Θυμήθηκα τις αντίστοιχες διηγήσεις για το πρώτο αυτοκίνητο, με οδηγό τον Νίκο Χάρο – Μάνητα (αδελφό του παπά Σταύρου) και το δικό μου τρέξιμο για τη πρώτη μπολτόζα του “Κόκξμαν“.
Δυο άλογα θυμάται η κα Αννίτα, ένα άσπρο παλιότερα και ένα κανελί μεταγενέστερα. Κάθε 15 με 20 ημέρες τα πετάλωνε μόνος του, πιο συχνά τα μπροστινά πόδια. Μα και το κάρο κάθε τόσο ήθελε επισκευές και συντήρηση στον γύφτο. Το πήγαινε με κομόδι, δηλαδή κουβαλούσε μαζί του το καλάι και τα απαιτούμενα κάρβουνα για τη φωτιά που θα το έλιωνε και θα λυγούσε τα μέταλλα, μα και φαί για όλη την οικογένεια του τεχνίτη, ακόμη πληρωμή σε είδος. Το κάρο ήταν ανατρεπόμενο, αφαιρούσε ένα δοκάρι και άδειαζε το φορτίο. Απ’ το Καψάλι και την Αγία Πελαγία όπου προσέγγιζαν πλοία και καίκια κουβαλούσε εμπορεύματα και επιβάτες, απ’ το Κουμάρι, στους πρόποδες της Αγίας Ελέσσας πέτρα για το εργοστάσιο του Γαβρίλη κι απ’ τα Μαριάνικα έξω απ’ τον Ποταμό για την Λαριώτισσα. Τότε γύρω στα 1905 και για κάποιους μήνες, σαν κύριος μεταφορέας των υλικών της μεγάλης Λαριώτισσας, έμεινε στον Ποταμό. Γυρίζοντας στο σπίτι του παραπονέθηκε στην απ’ το 1896 κυρά του. “Εκείνη η Ποταμίτισσα όποτε μου έφτιαχνε αυγό ήταν το ίδιο βρασμένο. Εσύ κάθε φορά και αλλιώς το φτιάχνεις ή πολύ σφιχτό ή πολύ αμολό.”
Όπου χτίσιμο σπιτιού ή εργοστασίου, εκεί κι ο Πάτερος να κουβαλά τις πέτρες. Μα είχε και άμαξα για την μεταφορά πρόσώπων, κάτι σαν πολυτελές ταξί. Στους γάμους έζευε στην κομψή του σούστα το άλογο και πήγαινε τη νύφη στην εκκλησία. Μετέφερε με επισημότητα και τον Καββαθά, τον Δεσπότη, στα χωριά που πανηγύριζε ο πολιούχος τους, στα Μυρτίδια και τ’ άλλα μοναστήρια. Βέβαια υπήρχαν κι άλλες σούστες, μια είχε ο Παναγιώτης Μεγαλοκονόμος (Ντελής), στο Μυλοπόταμο.
Ο Πάτερος ήταν τραχύς δουλευτής, μα και τρυφερός λάτρης της ζωής, χαρισματικός και ονομαστός
ριμαδόρος της εποχής του. Μαζί με τον Μπουκή απ’ τον Κάλαμο, τον Παναγιώτη Λουράντο (Σάββα), και τον Γιώργο Καραβουσάνο, υπήρξαν οι κορυφαίοι. Όπου πανηγύρι και χαρά πρώτοι με τους επίκαιρους αυτοσχεδιασμούς τους σκορπούσαν το κέφι. Σαν τύχαινε να σμίξουν δύο απ’ αυτούς οι “μονομαχίες” τους ήταν το “γεγονός” και οι θαμώνες ανυπομονούσαν να ακούσουν την στιγμιαία, καυστική, έμμετρη σάτιρα τους, σε ρυθμό διαλόγου και να κρίνουν τον “χαμένο”.
Κάποια δείγματα απ’ τις ικανότητες του Πάτερου σώζονται και σας τα μεταφέρω. Κάποτε βρέθηκε με συγχωριανούς του σε γάμο, σ’ άλλο χωριό. Ήταν βλέπεις η νύφη συντοπίτισσα τους κι ήταν καλεσμένοι. Φαίνεται πως πέσανε πολλοί κι οι συμπέθεροι δεν τους περιποιήθηκαν όπως θα ‘πρεπε. Δεν είχαν λοιπόν καρέκλες και τους κάθισαν σε τοιχαράκι της αυλής, τους σερβίρισαν το φαγητό σε ένα πιάτο για κάθε δύο άτομα, και τους έδωσαν κρασί διαφορετικό από ό,τι έπινε το σόι του γαμπρού. Του Πάτερο όμως, δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, του παν να λαλήσει…και κείνος δεν χάρισε κάστανα.
Και πώς μπορώ να τραγουδώ;
και πώς να βγω στο φόρο;
που βλέπω τους δημότες μου
να στέκονται στον πόρο
Και πώς μπορώ να τραγουδώ;
να κάνω αλεγρία;
που κόκαλο μου δώσανε
και κείνο κολεγία.
Αν ετραγούδησα κακά
να ‘μαι συμπαθησμένος
μου δώκανε κακό κρασί
και είμαι μεθυσμένος
Στο γάμο του γιού του πάλι τα πε τσεκουράτα. Πριν από χρόνια που ο συμπέθερός του έχτιζε ένα από τα ωραία νεοκλασικά σπίτια του Ποταμού, είχε τον Πάτερο και του κουβαλούσε τις πέτρες. Δεν έχασε λοιπόν την ευκαιρία.
Εγώ ήμουνα ο δούλος σου και συ τ’ αφεντικό μου
και τώρα κάνετε γαμπρό καθηγητή τον γιο μου
Επρόκειτο για τον μαθηματικό καθηγητή του ημιγυμνασίου Ποταμού και μετά του γυμνασίου της Χώρας αλησμόνητου Μανώλη Τζάνε.
Για τον ερωτευμένο που αμφέβαλε για την αγάπη της καλής του, είχε πάλι έτοιμη την παρηγοριά.
Το ξέρω πως σε αγαπά και σ’ έχει και στο νου της
τις νύχτες που σηκώνεται και πάει προς νερού της
Μα από την σάτιρά του δεν εξαίρεσε ούτε τον εαυτόν του
Ο Σπυρουλής ο Πάτερος με τα μεγάλα αυτία
στον Κάλαμο επήγαινε να κάνει εργολαβία
Η συζήτηση καλά κρατούσε κι αναλογιζόμουνα τους καρόδρομους των χρόνων εκείνων, στρωμένους τώρα. Μα κάτω απ’ την άσφαλτο, στο χώμα και τις πέτρες της Τσιριγώτισσας γης κάποιες αυλακιές απ’ τους τροχούς του κάρου του Πάτερου και σημάδια απ’ τα πέταλα του αλόγου του σίγουρα παραμένουν ανεξίτηλα. Τα σημάδια που μένουν κάθε εποχή απ’ τους πιο άξιους. Στο διπλανό τραπέζι μια άλλη συζήτηση, έντονη και επίκαιρη αιχμαλώτισε την προσοχή μου. Ο Έπαρχος με πίστη εξηγούσε πως όλοι μας και κυρίως οι επαγγελματίες που ζουν από τον τουρισμό, πρέπει να συμβάλουμε στην επίλυση του συγκοινωνιακού. Όλα τα νησιά έλυσαν το πρόβλημά τους με εταιρίες “λαϊκής βάσης”, και σε μας προσφέρθηκε συνέταιρος η γιγάντια ΑΝΕΚ, με κεφάλαια και πείρα, πράγματι χρυσή ευκαιρία. Το νησί για να αναπτυχθεί έχει ανάγκη να συνδεθεί όχι μόνο με την κοντινότερη στεριά, μα με πολλές στεριές κι απ’ όλες αυτές να έρχονται επισκέπτες.
Η κα Αννίτα επέμενε να μου πει για το μεγάλο γεφύρι του Κατουνίου, ιστορίες που ήξερε απ’ τον θείο της τον Ανδρέα Βικέτο, για τον πρωτομάστορα, που με το πιστόλι ετοιμαζόταν να αυτοκτονήσει, αν το φουσκωμένο απ’ τις πολλές βροχές ποτάμι σάρωνε τόξα και καμάρες, για τις τάβλες των κρεβατιών που κατασχέθηκαν απ’ όλο το Τσιρίγο, για να γίνουν οι σκαλωσιές και τα καλούπια του γιγάντιου έργου. Μα βράδιαζε και παρά την ζεστή φιλοξενία έπρεπε να φύγω. Απ’ την άλλη μεριά του γεφυριού, στα Κατελουζιάνικα, έναν καπετάνιο παλιό στα πέλαγα, μπροστάρι και ζεστό Τσιριγώτη, τελευταίο Πρόεδρο της κοινότητας Λειβαδιού, με πιο ατίθασο τιμόνι τώρα στα χέρια, χρωστούσα να χαιρετήσω.
Ένα γέρμα γεμάτο Τσιρίγο, Λειβάδι, Πάτερο.