Advertisement

Οδυνηρή η απώλεια του αυτονόητου…

ΤΟΥ Ε. Π. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ

664

Η επέλαση της επιδημίας, της οποίας ουδείς γνωρίζει την πορεία και το τέλος, είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει σεισμικές αλλαγές, τόσο στον τρόπο σκέψης και αντίδρασης της κοινωνίας, όσο και στη συμπεριφορά μας μετά τη λήξη του συναγερμού, όποτε γίνει αυτό. Εδώ, μάλιστα, δεν ωφελούν σε τίποτα οι ευχές μας για την ταχεία λήξη του, κάτι απολύτως αντίστοιχο με την ταχεία ανάρρωση.

Κατ’  αρχήν έχει τεράστια σημασία ο χρόνος που θα περάσει από τώρα μέχρι που θα ηχήσουν οι σάλπιγγες της χαλάρωσης, όπως ασφαλώς και οι απώλειες που θα προσμετρηθούν στις κοινωνίες μας, καθώς κάθε εβδομάδα  παράτασης των εκτάκτων μέτρων δεν θα δοκιμάζει με εκθετικό τρόπο μόνο τις απώλειες, αλλά και τις αντοχές του συστήματος, των υποδομών και τελικά της όποιας ευημερίας είχε αποκτηθεί. Κι εδώ έρχεται η δοκιμασία του αυτονόητου. Γιατί οι κοινωνίες μας, αυτές που προέρχονται από ανθρώπους που γεννήθηκαν μέσα και μετά από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, δεν γνώρισαν ουσιαστικά ή ξέχασαν τις στερήσεις, τις απώλειες και τις συνέπειές του. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε είχε συνηθίσει στην αφθονία και ζούσε με την βεβαιότητα ότι όλα όσα απολαμβάνει αποτελούν κεκτημένο και ότι αυτό ήταν μία αυτονόητη διαδικασία, της οποίας η συνέχεια φαινόταν και όλοι την θεωρούσαν αδιατάρακτη.

Ποίος νέος στις πολιτισμένες κοινωνίες στις οποίες ζούμε, αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία των μεγαλύτερων μπορούσε να φαντασθεί, έστω και για λίγο, ότι μπορεί να ξυπνήσει ένα πρωί χωρίς μερικά από τα αυτονόητα της ζωής του; Ας αναφέρουμε μερικά.

Ξεκινάμε με τη διατροφή. Τα μαγαζιά, ακόμη και στις πλέον σκληρές μέρες της κρίσης που έζησε η Ελλάδα, ήταν πάντα γεμάτα αγαθά. Τα κρεοπωλεία είχαν όλων των ειδών τα κρέατα, οι λαϊκές αγορές κάθε μεσημέρι γέμιζαν φορτηγά με τρόφιμα που πετιούνταν ως άχρηστα, καθώς οι αφεντιές μας δύσκολα δέχονταν ακόμη και ένα μαραμένο μαρούλι. Οι ταβέρνες γεμάτες κόσμο, που φεύγοντας άφηνε γεμάτα πιάτα για τις γάτες και τα σκυλιά, στο οποία όμως προτιμούσαμε να προσφέρουμε ειδικές τροφές. Άσχετα αν όλα αυτά έκαναν πολλές φορές μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα «δρόμο» για να φθάσουν στα πιάτα μας, καθώς δεν μπορούσαμε να ζήσουμε καταχείμωνο χωρίς σταφύλια Νότιας Αφρικής ή πεπόνια Αργεντινής. Ας μην απαριθμήσουμε άλλα εδώ.

Αν προχωρήσουμε σε άλλα είδη η κατάσταση γίνεται ακόμη χειρότερη. Ποίος μπορεί να ζήσει σήμερα χωρίς ηλεκτρικές συσκευές από την Ευρώπη, κινητά από την Κίνα, αυτοκίνητα από την Κορέα ή την Ιαπωνία, υπολογιστές από τις ΗΠΑ και όλα αυτά τα χιλιάδες προϊόντα νέας τεχνολογίας που έχουν γίνει απαραίτητα στη ζωή μας;. Φαντασθήκαμε ποτέ, τόσο εμείς, όσο και ειδικά τα παιδιά μας, για τη στάση των οποίων πάλι εμείς  ευθυνόμαστε, όπως και τα σχολεία τους; Φαντασθήκατε πόσο απίθανο θα μας φαινόταν αν έλεγε κανείς ότι ένα πρωί μπορεί να βρίσκαμε το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου μας άδειο και να μην υπάρχει ρανίδα καυσίμων στα βενζινάδικα; Και μερικά από όλα αυτά γίνονταν μάλιστα και αντικείμενο αντιπαραθέσεων, που γέμιζαν τα δημοφιλή μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πόσος καιρός πέρασε από τον καυγά που στήθηκε στα οιονεί δικαστήρια που έστησε στο διαδίκτυο κάθε άσχετος, που δεν έχει διαβάσει ούτε μισή σελίδα ενός βιβλίου;

Ξεκινήσαμε πριν λίγα χρόνια με έναν –σωστό- αγώνα κατά της πυρηνικής ενέργειας, αλλά χρειαζόταν να περάσουν δεκαετίες μετά το Τσερνομπίλ για να αφορίσουμε την ενέργεια αυτή ως επικίνδυνη. Γυρίσαμε όλοι στα υγρά καύσιμα, αλλά οι πόλεις μας γέμισαν επικίνδυνους ρυπογόνους παράγοντες που έσπερναν ένα αργό και αόρατο θάνατο, αλλά λίγοι διαμαρτύρονταν. Μέχρι που έγινε τεράστια ρύπανση στους ωκεανούς (θυμηθείτε τον Κόλπο του Μεξικού) αλλά και πάλι στο φθηνό πετρέλαιο είχαμε το νου μας στραμμένο, γιατί η μεγαλύτερη ρύπανση αφορούσε άλλους. Τώρα που άρχισαν συζητήσεις για αναζήτηση αποθεμάτων κοντά μας διαμαρτυρηθήκαμε για τις περιοχές τις δικές μας, αλλά πάλι δεν θέλουμε ούτε τις ΑΠΕ για χιλιάδες υπαρκτούς και ανύπαρκτους λόγους. Κανείς όμως από μας δεν σκέφτηκε ότι μπορεί να σηκωθεί ένα πρωί χωρίς καύσιμα στο αυτοκίνητο ή το αεροπλάνο, χωρίς ίντερνετ στο κινητό ή τον υπολογιστή, χωρίς τα αναγκαία τρόφιμα στο τραπέζι και, κυρίως, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι, άρα και χωρίς πληροφόρηση;

Είναι εφιαλτικά όλα αυτά; Είναι. Είναι πιθανό να γίνουν αύριο πραγματικότητα; Αυτή τη στιγμή όχι. Σε λίγους μήνες θα μάθουμε! Μήπως (πρέπει να) ετοιμαζόμαστε για την επανάσταση που θα φέρει η απώλεια του αυτονόητου; Και πόσο έτοιμες είναι οι κοινωνίες μας να δεχθούν μία παρόμοια καταστροφή; Τι θα γίνει τότε; Μπορούμε εύκολα να φαντασθούμε. Με ταχύτητες πολλές φορές μεγαλύτερες του ….ήχου θα είμαστε έτοιμοι να γίνουμε ζούγκλα και να αμφισβητήσουμε τα πάντα. Ακριβώς όπως γινόταν ανέκαθεν στους μεγάλους πολέμους και στις μεγάλες επιδημίες. Στην Κρήτη του 1347-1349 στο μεγάλο θανατικό, μεγάλες περιουσίες άλλαζαν χέρια σε μία μέρα με το φόβο του θανάτου. Αυξήθηκε κατακόρυφα η εγκληματικότητα και κανείς δεν πίστευε πλέον σε τίποτα, άρα δεν υπήρχε και κανένας ηθικός φραγμός για όσα οι κοινωνίες θεωρούν ανήθικα ή παράνομα. Όσοι δε γλύτωσαν τότε το θάνατο, γιατί η Θεία Πρόνοια δεν άφησε να χαθούν όλοι και όλα, έμειναν θλιβεροί πένητες να ζητιανεύουν στους δρόμους. «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…».

Και ένα τελευταίο, αλλά ίσως από τα πλέον σημαντικά. Πόσο καιρό μπορεί να αντέξει μία οικονομία, ειδικά μίας χώρας όπως η Ελλάδα, μία κατάσταση γενικής καραντίνας; Μια και ουδέποτε έγινε αυτό είναι φυσικό να το αγνοούμε. Όμως σε καμία περίπτωση δεν θα είναι δυνατόν αυτή η κατάσταση να επιμηκυνθεί πέρα 2-3 μηνών το πολύ. Οι δομές θα καταρρεύσουν, οι παραγωγικοί τομείς θα ελαττώσουν ταχύτητα μέχρι να σταματήσουν εντελώς, η οικονομία σιγά-σιγά θα συρρικνωθεί, καθώς δύσκολα θα την κρατούν ζωντανή ενέσεις ρευστότητος που θα στηρίζονται μόνον σε εκτύπωση χρήματος χωρίς αντίκρισμα. Σε μεγαλύτερης διάρκειας δοκιμασία θα επιβιώσουν μόνον οι περιοχές που θα μπορούν σχετικά γρήγορα να μετατραπούν σε ανταλλακτικές κοινωνίες σχετικής αυτάρκειας. Και στην περίπτωσή μας μόνον στις περιοχές που έχουν στοιχειώδεις και ζωντανές αγροτικές εκμεταλλεύσεις.

Είμαστε, λοιπόν, εμπρός από κάτι παρόμοιο; Ειλικρινά αγνοούμε. Αφού διαπρεπείς επιστήμονες δεν έχουν απάντηση, πώς μπορεί να δοθεί αυτή από έναν ταπεινό γραφιά; Υπάρχει ελπίδα; ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ ΝΑΙ! Από έναν μόνο. Την Επιστήμη. Από τη στιγμή που χιλιάδες άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν πέσει με τα μούτρα στη δουλειά είναι βέβαιο ότι θα δώσουν λύση. Σε πείσμα των απαισιόδοξων, σε τιμωρία των συνωμοσιολόγων, σε θρίαμβο του ανθρωπίνου εγκεφάλου, σε όλα όσα έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο για να ζήσει στη Γη. Το θέμα είναι όμως αυτό που είπαμε στην αρχή αυτού του άρθρου. Πότε θα γίνει αυτό και πόσες απώλειες θα έχουμε μετρήσει μέχρι τότε. Σε αυτό την απάντηση μπορεί να δώσει μόνο κάποιος Άλλος. Και μέχρι τότε ας κρατήσουμε ένα πράγμα. Το δάκρυ του κ. Τσιόδρα! Αυτό τα λέει όλα. Είτε οφειλόταν στην –επικείμενη- απώλεια  φίλων και συγγενών, είτε στην -πρόσκαιρη- αδυναμία της Επιστήμης να δώσει απάντηση, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Ας ευχηθούμε, μόλις περάσει αυτή η τραγωδία, να είμαστε όλοι εμείς οι ίδιοι που θα γράφουμε και όλοι εσείς οι ίδιοι που θα μας διαβάζετε.

ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ. Θα μας χρειασθεί!

 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο