Οι ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (6 και 9 Αυγούστου 1945)
Πότε και από ποιους αποφασίστηκε η ρίψη των ατομικών βομβών; Ο σχεδιασμός και οι αντιδράσεις πριν την επιχείρηση - Η Συμφωνία συνθηκολόγησης της Ιαπωνίας | Μιχάλης Στούκας
Πώς ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί στην Ιαπωνία;
Όπως είναι γνωστό οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής δεν είχαν εμπλακεί, επίσημα τουλάχιστον στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου 1941. Από την ώρα που μπήκαν στον Β’ Π.Π. οι Η.Π.Α. άρχισε να αλλάζει ριζικά η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί ως τότε. Σημαντική ήταν βέβαια και η συνεισφορά της Πολεμικής Αεροπορίας των Η.Π.Α. Υπάρχει όμως μια αντίθεση, άγνωστη στους περισσότερους. Στην Ευρώπη, τα αμερικανικά βομβαρδιστικά επιδίδονταν σε «χειρουργικούς» βομβαρδισμούς ακριβείας, στην Ιαπωνία όμως βομβάρδιζαν κατοικημένες περιοχές χωρίς διάκριση, με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών αμάχων.
Η εκστρατεία των αεροπορικών βομβαρδισμών εναντίον της Ιαπωνίας από αμερικανικά αεροσκάφη ξεκίνησε μετά την κατάληψη των Μαριανών Νήσων που είναι γνωστές κυρίως από την «Τάφρο των Μαριανών», το βαθύτερο σημείο του Ειρηνικού και όλων των ωκεανών της Γης (10.994 μ.). Από το φθινόπωρο του 1943 οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να πλήξουν τα ιαπωνικά εργοστάσια στη Μαντζουρία και το Κιούσου από βάσεις στην Κίνα αλλά ήταν περιορισμένη προσπάθεια, καθώς γίνονταν μόνο 1-2 επιθέσεις τον μήνα με πενιχρά αποτελέσματα. Από τον Νοέμβριο του 1944 όταν τα αεροδρόμια στις Μαριάνες και τα γύρω νησιά ήταν ετοιμοπόλεμα, τα Β-29 μεταφέρθηκαν από την Κίνα στο Τινιάν, το Σαϊπάν και το Γκουάμ και εκτελούσαν αποστολές μεγάλης ακτίνας δράσης.
Μόνο τον Μάρτιο του 1945 όμως άρχισαν τα κύματα των αλλεπάλληλων σφοδρών βομβαρδισμών κατά της Ιαπωνίας με δύο βασικούς στόχους: την παράδοση της Ιαπωνίας χωρίς να χρειαστεί να γίνει απόβαση σε αυτή και, αν η απόβαση κρινόταν αναγκαία, τη μείωση της «θέλησης για αντίσταση» των Ιαπώνων αν η απόβαση κρινόταν αναγκαία. Η διαταγή προς την USAAF (United States Army Air Forces), «πρόγονο» της σημερινής Πολεμικής Αεροπορίας των Η.Π.Α. ήταν «διάλυση των σιδηροδρομικών και οδικών δικτύων με επιθέσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας σε συνδυασμό με την καταστροφή πόλεων με επιθέσεις τη νύχτα και με κακό καιρό». (Συμπερασματική Έκθεση της USSBS, 1η Ιουλίου 1946).
Πάντως, ως τότε τα αμερικανικά βομβαρδιστικά επιχειρούσαν από ύψος 30.000 πόδια (δηλαδή 9.144 μέτρα) και μόνο το 10% των βομβών πετύχαινε τους στόχους ή έπεφτε κοντά σε αυτούς.
Διοικητής της ΧΧΙ Διοίκησης Βομβαρδιστικών ήταν ο Στρατηγός Curtis E. LeMay (Κέρτις Ε. Λεμέι) που έδωσε επίσης εντολή τα Β-29 Fortress να αφαιρέσουν ορισμένα από τα πολυβόλα τους για να μεταφέρουν περισσότερες εμπρηστικές βόμβες. Ο Le May απέσπασε τα εύσημα για τις ενέργειές του…
Ο βομβαρδισμός του Τόκιο και των άλλων ιαπωνικών πόλεων και ο απίστευτος αριθμός θυμάτων
Να σημειώσουμε εδώ ότι πολύ σημαντικό ρόλο στους «επιτυχημένους» βομβαρδισμούς των Αμερικανών έπαιξε το γεγονός ότι τα σπίτια των Ιαπώνων ήταν ξύλινα για να αντέχουν τους συχνούς και μεγάλους σεισμούς της χώρας του ανατέλλοντος Ηλίου. Φυσιολογικά λοιπόν λαμπάδιαζαν εύκολα προκαλώντας τον θάνατο πολλών ανθρώπων. Η πρώτη επίθεση με τη νέα τακτική πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 9ης προς 10η Μαρτίου 1945. Στόχος της ήταν το Τόκιο που δέχτηκε 1.667 τόνους εμπρηστικών βομβών σε μια επιφάνεια 15 τετραγωνικών μιλίων, των πιο πυκνοκατοικημένων συνοικιών του. Περισσότεροι από 85.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Η USSBS αναφέρει ότι οι νεκροί ήταν 185.000! Αργότερα «κατέβασε» τον αριθμό σε 100.000. Ουσιαστικά κανείς δεν ξέρει πόσα ήταν τα θύματα της επίθεσης αυτής. Ο A.C. Crayling πάντως πιστεύει ότι ήταν λίγο περισσότερα από 100.000. Πάντως, θεωρείται ο πλέον θανατηφόρος βομβαρδισμός όλων των εποχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ποσοστά θυμάτων και καταστροφών στο Τόκιο ήταν μεγαλύτερα από εκείνα που προκάλεσε καθεμιά από τις δύο ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Στις άλλες τρεις ιαπωνικές μεγαλουπόλεις ρίχτηκαν συνολικά 9.000 τόνοι εμπρηστικών βομβών και ισοπεδώθηκαν 31 τετραγωνικά μίλια της επιφάνειας τους! Ο LeMay συνέχισε και επέκτεινε τους βομβαρδισμούς τους επόμενους πέντε μήνες καταστρέφοντας τη μισή επιφάνεια 66 ιαπωνικών πόλεων!
Σύμφωνα με τον Ronald Schaffer η μεγάλη σκληρότητα που έδειξαν οι Αμερικανοί σε βάρος των Ιαπώνων οφείλεται στις ακρότητες και τις εγκληματικές πράξεις των Ασιατών στις οποίες αναφερθήκαμε σε πρόσφατο άρθρο μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαβόητη «Πορεία Θανάτου του Μπατάαν». Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 1942 περίπου 70.000 Αμερικανοί και Φιλιππινέζοι αιχμάλωτοι πολέμου υποχρεώθηκαν να διανύσουν διαδρομή 101 χλμ. από τη Μπατάαν ως το Σαν Φερνάντο.
Στη διάρκειά της, 16.000 πέθαναν από κακουχίες, βασανισμούς και ακρωτηριασμούς. Ο Στρατηγός «Tooey» Spaatz ανέφερε μετά τον πόλεμο ότι στην αμερικανική Αεροπορία Στρατού υπήρχε γενικευμένη απέχθεια για τους Ιάπωνες, ο δε Στρατηγός Heywood Hansell περιέγραφε ότι υπήρχε «μια γενική αντίληψη» στους Αμερικανούς αεροπόρους και στρατιώτες ότι οι Ιάπωνες είναι «υπάνθρωποι». Ο αρχηγός της USAAF Στρατηγός «Hap» Arnold έγραφε στις 16 Ιουνίου 1945 μετά την επίσκεψή του στη Μανίλα την πρωτεύουσα των Φιλιππίνων, που μόλις είχε ελευθερωθεί από τους Ιάπωνες:
«Προφανώς οι ακρότητες των Ιαπώνων ποτέ δεν μαθεύτηκαν στις ΗΠΑ –μωρά ρίχνονταν στον αέρα και σουβλίζονταν καθώς έπεφταν, νεκροτομές σε ζωντανούς ανθρώπους, κάψιμο αιχμαλώτων που τους περιβρέχανε με βενζίνη και ρίχνανε χειροβομβίδα για να γίνει ανάφλεξη. Όσοι προσπαθούσαν να δραπετεύσουν, σκοτώνονταν με πολυβόλα τη στιγμή που έβγαιναν από την πόρτα. Όλο και περισσότερες από τις διηγήσεις τεκμηριώνονται».
Ο «αρχιτέκτονας» των βομβαρδισμών των ιαπωνικών πόλεων LeMay ήταν κάτι περισσότερο από κυνικός και αδίστακτος. Μιλώντας για τον βομβαρδισμό του Τόκιο είπε: «Κάψαμε, λιώσαμε και ψήσαμε μέχρι θανάτου περισσότερους ανθρώπους στο Τόκιο εκείνη τη νύχτα της 9ης προς 10η Μαρτίου από όλους εκείνους οι οποίοι εξατμίστηκαν στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι». Στην ιστορία έμειναν επίσης τα λόγια τους: «Το να σκοτώνω Γιαπωνέζους δεν με ενοχλούσε και τόσο πολύ εκείνο τον καιρό.
Υποθέτω ότι αν έχανα τον πόλεμο, θα δικαζόμουν ως εγκληματίας πολέμου. Κάθε στρατιώτης σκέφτεται πολύ τις ηθικές διαστάσεις των πράξεων του. Όμως ο πόλεμος είναι ανήθικος κι αν αυτό σε ενοχλεί τότε δεν είσαι καλός στρατιώτης». Αλλά και στη συνέχεια όταν ήταν αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας των ΗΠΑ, κατά την αρχή του πολέμου του Βιετνάμ, είχε δηλώσει ότι θα βομβάρδιζε τους Βορειοβιετναμέζους μέχρι να τους κάνει «να επιστρέψουν στη λίθινη εποχή»…
Παρά τις μεγάλες καταστροφές που είχαν προκαλέσει οι Αμερικανοί στην Ιαπωνία δεν ήταν ικανοποιημένοι. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο «Hap» Arnold είχε κάνει το σκαρίφημα μιας αεροπορικής επίθεσης κατά της Ιαπωνίας «για την πλήρη καταστροφή των ιαπωνικών βιομηχανιών και των μεγάλων πόλεων» και για την πρέπουσα «ολοκληρωτική καταστροφή της Ιαπωνίας». Αυτό τελικά επιτεύχθηκε με τη ρίψη των δυο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα (6/8/1945) και το Ναγκασάκι (9/8/1945).
Η ιστορία της ατομικής βόμβας – Το πρόγραμμα «Μανχάταν»
Θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε όσο πιο απλά μπορούμε, την ιστορία κατασκευής της ατομικής βόμβας. Η ατομική βόμβα στηρίζεται στην αρχή, ότι αν υπάρχει μια ποσότητα ενός σχάσιμου υλικού, όπως το ουράνιο – 235 (πρόκειται για ισότοπο του ουρανίου) ή το πλουτώνιο – 239 (ισότοπο του πλουτωνίου) που υπερβαίνει τη λεγόμενη κρίσιμη μάζα, τότε τα νετρόνια που απελευθερώνονται από τη σχάση επιταχύνουν την πυρηνική αντίδραση, η οποία εξελίσσεται σε αλυσιδωτή αντίδραση και παράγει σε ελάχιστο χρόνο τεράστια ποσά ενέργειας. Αν η μάζα του ραδιενεργού υλικού είναι μικρότερη από την κρίσιμη, η αντίδραση δεν εξελίσσεται σε αλυσιδωτή.
Σημεία σταθμοί για τη δημιουργία της ατομικής ήταν η ανακάλυψη του νετρονίου το 1932 από τον Άγγλο φυσικό James Chadwick, η πειραματική ανακάλυψη το 1938 τη σχάσης των ατομικών πυρήνων από τους Γερμανούς Otto Hahn και Fritz Strassmann, η θεωρητική εξήγηση της σχάσης από την εβραϊκής καταγωγής Αυστριακή φυσικό Lise Meitner και τον ανιψιό της Otto Frisch, η θεωρία της σχάσης του πυρήνα και η επιλογή ως πιθανή σχάσιμου υλικού του ουρανίου – 235 και όχι του ουρανίου – 238 από τον Δανό φυσικό Niels Bohr και τον Αμερικανό συνάδελφό του John Wheeler, η πραγματοποίηση από τον Ιταλό φυσικό Enrico Fermi και τους συνεργάτες του, ελεγχόμενης πυρηνικής αντίδρασης σε εργαστήριο και η ανακάλυψη μεθόδων διαχωρισμού του ουρανίου – 235 από το φυσικό ουράνιο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί από τους παραπάνω επιστήμονες, όπως η Meitner, ο Fermi και ο Bohr είχαν εγκαταλείψει τις χώρες τους, μετά την επικράτηση του φασισμού και του ναζισμού και εγκαταστάθηκαν στις Η.Π.Α. ή σε ουδέτερα ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Σουηδία (η Lise Meitner). Υπάρχει σε πολλούς η εντύπωση ότι στην κατασκευή της ατομικής βόμβας συμμετείχε και ο Einstein. Αυτό δεν είναι σωστό.
Ο Einstein όμως με μία καταλυτική παρέμβασή του προς τον Πρόεδρο Ρούσβελτ ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας. Συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1939 δύο φυσικοί ουγγρικής καταγωγής, ο Leo Szilard και ο Eugene Wigner επισκέφθηκαν τον Einstein και τον ενημέρωσαν για την πρόοδο που είχαν κάνει οι Γερμανοί επιστήμονες στο θέμα της διαίρεσης του ατόμου του ουρανίου. Με τον Χίτλερ στην εξουσία, αν οι Ναζί κατασκεύαζαν ατομική βόμβα θα κινδύνευε ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Τις υποψίες των Ούγγρων φυσικών ενίσχυε το γεγονός ότι η Γερμανία είχε στην κατοχή της τα ορυχεία ουρανίου της, τότε, Τσεχοσλοβακίας και είχε διακόψει την εξαγωγή ουρανίου σε άλλες χώρες. Ο Szilard ετοίμασε ένα προσχέδιο και ο Einstein το έγραψε στην τελική του μορφή. Στις 2 Αυγούστου 1939 το έστειλε στον Ρούζβελτ ενημερώνοντάς τον για τις ενέργειες των Γερμανών και τις ενδεχόμενες συνέπειές τους και τον ζητούσε να ενεργήσει ώστε οι Η.Π.Α. να ξεκινήσουν την κατασκευή ατομικής βόμβας. Ο Ρούζβελτ απάντησε μετά από δύο μήνες, γράφοντας ότι είχε συσταθεί επιτροπή για τη μελέτη του θέματος.
Ως την είσοδο των Η.Π.Α. στον πόλεμο, τον Δεκέμβριο του 1941, δεν είχε γίνει καμία ουσιαστική ενέργεια για την κατασκευή ατομικής βόμβας. Μόνο οι επιστήμονες συνέχιζαν τις έρευνές τους. Όταν όμως τον Ιανουάριο του 1942 οι Αμερικανοί πληροφορήθηκαν ότι οι Γερμανοί σημείωναν πρόοδο στις έρευνές τους και ότι και οι Βρετανοί προσπαθούσαν να αναπτύξουν ένα τέτοιο πρόγραμμα, ο Ρούζβελτ αποφάσισε ότι έπρεπε και οι Η.Π.Α. να κατασκευάσουν ατομική βόμβα. Έτσι, τον Αύγουστο του 1942 ξεκίνησε το μυστικό στρατιωτικό πρόγραμμα «Σχέδιο Μανχάταν» («The Manhattan Project») για την κατασκευή ατομικής βόμβας.
Επικεφαλής του προγράμματος ήταν ο Στρατηγός Leslie Groves. Τα εργαστήρια όπου γινόταν τα άκρως απόρρητα πειράματα βρίσκονταν στο Λος Άλαμος, της πολιτείας του Νέου Μεξικού. Επικεφαλής των εργαστηρίων τέθηκε ο Robert Oppenheimer, που οι περισσότεροι του έμαθαν από την ταινία του 2023… Στην πολιτεία του Τενεσί κατασκευάστηκαν τεράστια εργαστήρια για τον διαχωρισμό του ουρανίου – 235, ενώ στην πολιτεία της Ουάσινγκτον κατασκευάστηκαν πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παρασκευή πλουτωνίου – 239.
Οι επιστήμονες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα, είχαν εγκριθεί από τις μυστικές και τις στρατιωτικές υπηρεσίες των Η.Π.Α. Αρκετοί από αυτούς είχαν ήδη τιμηθεί με Νόμπελ Φυσικής ή Χημείας ή τιμήθηκαν με Νόμπελ μετά τον Β’ ΠΠ. Ανάμεσα στην πλειάδα των κορυφαίων επιστημόνων υπήρχαν και αρκετοί Ευρωπαίοι που είχαν καταφύγει στις Η.Π.Α. Επρόκειτο για μια πολυσύνθετη έρευνα, στην οποία απασχολήθηκαν ορισμένοι από τους κορυφαίους επιστήμονες της εποχής. Οι προσπάθειές τους καρποφόρησαν και κατασκευάστηκαν τρεις ατομικές βόμβες. Η πρώτη ρίχτηκε για δοκιμαστικούς σκοπούς σε μια ερημική περιοχή του Νέου Μεξικού. Επρόκειτο για βόμβα πλουτωνίου. Η ιδιαίτερα πετυχημένη δοκιμή ξάφνιασε ακόμα και τους πλέον αισιόδοξους.
Οι άλλες δύο βόμβες που κατασκευάστηκαν όμως, δεν χρησιμοποιήθηκαν δοκιμαστικά αλλά ρίχτηκαν σε δύο ιαπωνικές πόλεις: τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι τον Αύγουστο του 1945 σκοτώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ανάμεσα στους επιστήμονες που συμμετείχαν στην κατασκευή της ατομικής βόμβας υπήρξαν πολλοί, με πρώτο και καλύτερο τον Oppenheimer που αντιτάχθηκαν στη ρίψη των βομβών σε ιαπωνικές πόλεις, καθώς ήδη η Γερμανία είχε συνθηκολογήσει και ήταν φανερό ότι ο πόλεμος σύντομα θα τελείωνε. Δεν εισακούστηκαν όμως.
Η απόφαση για τη ρίψη των ατομικών βομβών
Στη Διάσκεψη του Πότσδαμ (17 Ιουλίου – 2 Αυγούστου 1945), προαστίου του Βερολίνου, πήραν μέρος ο Αμερικανός Πρόεδρος Χάρι Τρούμαν, που αντικατέστησε τον Ρούζβελτ που πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία τον Απρίλιο του 1945, ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν, ο νέος Βρετανός πρωθυπουργός Κλέμεντ Άτλι και ο προκάτοχός του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Η Διάσκεψη έγινε μετά την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας και τη λήξη του Β’ Π.Π. στην Ευρώπη.
Το κλίμα σε σχέση με τη Γιάλτα είχε αλλάξει, καθώς είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στον ορίζοντα οι πρώτες σκιές στις σχέσεις Η.Π.Α. και Μεγάλης Βρετανίας με την Ε.Σ.Σ.Δ. Ενώ ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε τελειώσει, Η.Π.Α., Βρετανία και Κίνα μάχονταν ακόμα εναντίον της Ιαπωνίας. Στις 26 Ιουλίου 1945 οι τρεις παραπάνω χώρες έστειλαν τελεσίγραφο στην Ιαπωνία με το οποίο ζητούσαν την άνευ όρων παράδοσή της επισείοντας την απειλή αύξησης της έντασης των βομβαρδισμών εναντίον της.
Αφού περιγραφόταν η τραγική κατάσταση της Ιαπωνίας, αναφέρονταν οι όροι για τη σύναψη ειρήνης και οι προθέσεις των Συμμάχων για το μεταπολεμικό καθεστώς της Ιαπωνίας. Τονιζόταν επίσης ότι δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις και δεν θα γίνονταν δεκτές καθυστερήσεις από ιαπωνικής πλευράς. Αν η Ιαπωνία δεν δεχόταν τα παραπάνω, ο Τρούμαν ήταν αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει εναντίον της τις ατομικές βόμβες, κάτι που τελικά έκανε…
Επιστρέφοντας στις Η.Π.Α., ο Τρούμαν επέσπευσε τις διαδικασίες για τη ρίψη των ατομικών βομβών. Συναισθανόμενος τα αποτελέσματα που θα προκαλούνταν από αυτό το γεγονός, ο Διοικητής της Μοίρας της Αεροπορίας στην οποία ανήκαν τα αεροσκάφη που θα έριχναν τις βόμβες Σπάατζ ζήτησε έγγραφη διαταγή από την πολιτική ηγεσία αρνούμενος να σκοτώσει ίσως και 100.000 ανθρώπους με προφορικές μόνο εντολές.
Η έγγραφη διαταγή στάλθηκε στον Σπάατζ με τις υπογραφές των Υπουργών Εσωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και Στρατιωτικών Χένρι Στίμσον. Η τελική απόφαση ωστόσο έπρεπε, σύμφωνα με το Σύνταγμα των Η.Π.Α. να ληφθεί από τον Πρόεδρο της χώρας Χένρι Τρούμαν, ο οποίος και την έλαβε, με την αιτιολογία ότι θα τερματιζόταν ο Πόλεμος του Ειρηνικού και ότι τα θύματα που θα προκαλούσαν οι βόμβες στην Ιαπωνία θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες μιας ενδεχόμενης απόβασης ή τη συνέχιση του πολέμου.
«Enola Gay»
Υπήρχαν σκέψεις να ριχτούν οι βόμβες στο Κιότο, παλιά πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, ή το Τόκιο, θεωρήθηκε όμως από τους Αμερικανούς ως ένα δείγμα ασέβειας προς τους αντιπάλους τους. Έτσι επιλέχθηκε, ως πρώτος στόχος η Χιροσίμα. Στις 6 Αυγούστου 1945, ώρα 1.37, από τη νήσο Τινιάν των Μαριανών απογειώθηκαν τρία αμερικανικά ανιχνευτικά αεροσκάφη Β-29. Ακολούθησε, γύρω στις 2.45 η απογείωση του Β-29 «Enola Gay» με κυβερνήτη τον 29χρονο Σμήναρχο Πολ Τίμπετς, ο οποίος έδωσε στο αεροσκάφος το όνομα της μητέρας του.
Μαζί με τον Τίμπετς, το πλήρωμα του «Enola Gay» ήταν δωδεκαμελές. Η νυχτερινή πτήση προς την Ιαπωνία έγινε χωρίς προβλήματα. Το «Enola Gay» συνοδευόταν από δύο ακόμα Β-29. Το ένα, με την ονομασία «The Great Artist» («Ο Μεγάλος Καλλιτέχνης») και πιλότο τον Charles W. Sweeney, μετέφερε διάφορα όργανα, κυρίως για τη μέτρηση της έκρηξης από την ατομική βόμβα, ενώ το άλλο, που ονομάστηκε αργότερα «Necessary Evil» («Αναγκαίο Κακό») και πιλότο τον George W. Marquardt, θα φωτογράφιζε και θα κινηματογραφούσε τον βομβαρδισμό.
Στις 6.40 π.μ. το «Enola Gay» άρχισε να ανεβαίνει από τα 9.000 πόδια, στο ύψος βομβαρδισμού των 30.000 ποδιών. Στις 7.09 π.μ. τα ανιχνευτικά Β-29 αναφέρουν ότι ο ουρανός είναι αίθριος πάνω από τη Χιροσίμα. Στις 8.11 π.μ. το πλήρωμα του «Enola Gay» έβλεπε καθαρά την πόλη.
Στις 8.13, ο Τίμπετς διέταξε τον σκοπευτή, τον Επισμηναγό Τόμας Φίρμπι ν’ αφήσει την ατομική βόμβα, που είχε πάρει το όνομα «Little boy» (αγοράκι) στο κενό. Στις 8.15’.7” η βόμβα έφυγε από το αεροσκάφος και 45 δευτερόλεπτα αργότερα μια τρομερή αστραπή, σχεδόν τύφλωσε τους Αμερικανούς αεροπόρους, οι οποίοι φορούσαν γυαλιά οξυγονοκολλητών. Αμέσως μετά ένα τεράστιο κοκκινωπό μανιτάρι υψώνεται στον ουρανό…Τα αμερικανικά Β-29 επέστρεψαν με ασφάλεια στη βάση τους.
Ο «Fat man» διαλύει το Ναγκασάκι
Στις 2.30 π.μ. της 9ης Αυγούστου 1945, απογειώθηκαν, πάλι από το Τινιάν δύο Β-29 που θα χρησιμοποιούνταν ως μετεωρολογικά αναγνωριστικά. Γύρω στις 2.56 π.μ. ξεκίνησαν άλλα τρία Β-29. Το πρώτο θα μετέφερε όργανα για την καταγραφή της έκρηξης, ενώ το δεύτερο θα την φωτογράφιζε και θα την κινηματογραφούσε. Στο τρίτο, το «Bocks’ Car» με κυβερνήτη τον Τσαρλς Σουίνι είχε φορτωθεί μια βόμβα, βάρους 4,5 τόνων, που δεν περιείχε όμως ουράνιο-235 όπως το «Little boy», αλλά πλουτώνιο.
Αρχική εντολή ήταν η ατομική βόμβα που είχε την ονομασία «Fat man» (Χοντρέλας, Χοντρομπαλάς), να ριχτεί στην Κοκούρα, αρχαία ιαπωνική πόλη. Αν αυτό δεν ήταν εφικτό, θα ρίχνονταν στο Ναγκασάκι. Στις 9.50 το «Bocks’ Car» έφτασε πάνω από την Κοκούρα, όμως τα σύννεφα που κάλυπταν την πόλη δεν επέτρεψαν τη ρίψη της βόμβας σ’ αυτή. Στις 11.01 της 9/8/1945 ο «Fat man» απελευθερώθηκε από την κοιλιά του «Bocks’ Car» και σε 52,5” έφτασε στο έδαφος.
Μια απίστευτη λάμψη, ένα κύμα πίεσης που κάνει σκόνη τα πάντα σε ακτίνα 3-4 χιλιομέτρων γύρω από το σημείο της έκρηξης και μια στήλη από καπνό, ραδιενεργά κατάλοιπα, λείψανα ανθρώπων και ζώων και απανθρακωμένα συντρίμμια ανεβαίνει στον ουρανό. Το «Bocks’ Car» και τα άλλα Β-29 επέστρεψαν με ασφάλεια στο Τινιάν.
Οι ιαπωνικές απώλειες από τις ατομικές βόμβες και τους άλλους βομβαρδισμούς
Η εκρηκτική ισχύ της βόμβας που ρίχτηκε στη Χιροσίμα ήταν 15 κιλοτόνοι ΤΝΤ (τρινιτροτολουόλιο), ενώ αυτής που ρίχτηκε στο Ναγκασάκι 20 κιλοτόνοι ΤΝΤ. Για τον αριθμό των θυμάτων από τη ρίψη των ατομικών βομβών υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Για τη Χιροσίμα, οι αρχικές εκτιμήσεις έκαναν λόγο για περίπου 65.000 νεκρούς και 70.000 τραυματίες. Τη δεκαετία του ’70, ο αριθμός των νεκρών υπολογίστηκε σε 140.000 ως το τέλος του έτους(1945). Μια σύγχρονη εκτίμηση από το Radiation Effects Research Foundation (RERF), υπολογίζει ότι 90.000-166.000 κάτοικοι της Χιροσίμα (από τους 350.000) πέθαναν ως το τέλος του 1945, ενώ το 69% των κτιρίων της καταστράφηκε κι ένα άλλο 6%-7% υπέστη ζημιές.
Οι αρχικές εκτιμήσεις για τα θύματα του Ναγκασάκι ήταν περίπου 39.000 νεκροί και 25.000 τραυματίες. Νεότερες εκτιμήσεις από τους Ιάπωνες, τη δεκαετία του 1970 ανέβασαν τον αριθμό των νεκρών στους 70.000 ως το τέλος του 1945. Μια σύγχρονη εκτίμηση από το Radiation Effects Research Foundation (RERF) υπολογίζει ότι από τους 250.000-270.000 κατοίκους του Ναγκασάκι το 1945, 60.000-80.000 πέθαναν ως το τέλος του έτους.
Ο συνολικός απολογισμός των ιαπωνικών απωλειών ήταν πολύ μεγαλύτερος. Μια Έρευνα Στρατηγικού Βομβαρδισμού για το Μέτωπο του Ειρηνικού κατέληξε σε μια μακροσκελή Επιτομή Πορίσματος που εκδόθηκε την 1η Ιουλίου 1946. Σύμφωνα με αυτό: «Οι συνολικοί θάνατοι αμάχων στην Ιαπωνία, όπως προέκυψαν από τους εννέα μήνες αεροπορικών επιθέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των θανάτων από τις ατομικές βόμβες, ήταν περίπου 806.000. Από αυτούς κατά προσέγγιση 330.000 ήταν ακαριαίοι θάνατοι. Αυτό το σύνολο των θανάτων μεταξύ αμάχων, πιθανότατα ξεπερνά τους θανάτους Ιαπώνων στρατιωτών (πεζικάριων, ναυτών και αεροπόρων) που σύμφωνα με τις ιαπωνικές εκτιμήσεις ανήλθαν συνολικά σε 780.000 σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Η κύρια αιτία θανάτου ή τραυματισμού των αμάχων ήταν τα εγκαύματα. Από το σύνολο των θανάτων, περίπου οι 185.000 καταγράφηκαν στη διάρκεια της αρχικής επίθεσης κατά του Τόκιο στις 9 Μαρτίου 1945. Οι απώλειες στη διάρκεια άλλων, εξαιρετικά καταστροφικών επιθέσεων ήταν συγκριτικά μικρότερες. Η Γιοκοχάμα, μια πόλη με πληθυσμό 900.000 κατοίκων καταστράφηκε σε ποσοστό 47% στη διάρκεια μίας μόνο επίθεσης, που διήρκεσε λιγότερο από μία ώρα. Οι θάνατοι από αυτή την επίθεση ήταν λιγότεροι από 5.000».
Η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας
Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι την ίδια μέρα (9/8/1945) που έπεσε η ατομική βόμβα στο Ναγκασάκι, η Ιαπωνία δέχτηκε επίθεση στη Μαντζουρία από τη Σοβιετική Ένωση. Σε μία αριστοτεχνική ανάλυση ο Robert Pape, τονίζει τη μεγάλη σημασία της επίθεσης αυτής για τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας: «Η κύρια αιτία της παράδοσης της Ιαπωνίας ήταν η δυνατότητα των Η.Π.Α. να αυξήσουν το στρατιωτικό τρωτό της νησιωτικής επικράτειας σε βαθμό που επαρκούσε να πείσει τους Ιάπωνες ηγέτες ότι η άμυνά τους ήταν απίθανο να αντέξει.
Ο παράγοντας – κλειδί που προκάλεσε αυτό το αποτέλεσμα ήταν ο θαλάσσιος αποκλεισμός, ο οποίος παρέλυσε τη δυνατότητα της Ιαπωνίας να τροφοδοτεί τις Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες ήταν απαραίτητες για την υλοποίηση της στρατηγικής της. Ο σημαντικότερος παράγοντας που καθόρισε τη χρονική στιγμή της συνθηκολόγησης ήταν η σοβιετική επίθεση κατά της Μαντζουρίας (στην οποία αναφερθήκαμε), κυρίως επειδή έπεισε τους δύσπιστους επιτελικούς του Στρατού ότι η πατρίδα δεν μπορούσε να αμυνθεί.
Αντίθετα με τον ισχυρισμό της Έκθεσης Στρατηγικών Βομβαρδισμών ότι οι βομβαρδισμοί ήταν τόσο αποτελεσματικοί ώστε ακόμη κι αν δεν υπήρχαν ατομικές βόμβες, σοβιετική επίθεση ή σχεδιασμένη αμερικανική απόβαση, η συνθηκολόγηση θα είχε γίνει εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στην πραγματικότητα, ο ναυτικός αποκλεισμός, η απειλή απόβασης και η σοβιετική επίθεση διασφάλισαν το γεγονός ότι η συνθηκολόγηση θα γινόταν ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ακόμα κι αν δεν είχε μεσολαβήσει η εκστρατεία των στρατηγικών βομβαρδισμών».
Η συνθηκολόγηση της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας ανακοινώθηκε από τον αυτοκράτορα Χιροχίτο στις 15 Αυγούστου 1945 και υπεγράφη επίσημα στις 2 Σεπτεμβρίου 1945, δίνοντας οριστικό τέλος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επίλογος
«Γνωρίζω ότι η Ιαπωνία είναι ένα τρομερά απάνθρωπο και απολίτιστο έθνος σ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι επειδή εκείνοι είναι κτήνη, θα πρέπει να φερθούμε με τον ίδιο τρόπο», έγραφε σε επιστολή του στις 9/8/1945 ο Χάρι Τρούμαν, ο οποίος σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα στη συνέχεια ενημέρωνε τον αμερικανικό λαό για το τι έγινε, προειδοποιώντας ότι: «Αν η Ιαπωνία δεν παραδοθεί, βόμβες θα πέσουν στις πολεμικές της βιομηχανίες, και, δυστυχώς, θα χαθούν χιλιάδες ζωές αμάχων». Οι συνέπειες για τους κατοίκους των πόλεων όπου έπεσαν οι ατομικές βόμβες ήταν οδυνηρές και μακροχρόνιες. Με το θέμα αυτό θα ασχοληθούμε σε μελλοντικό μας άρθρο.
Βασική πηγή: A.C. Crayling, «ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΝΕΚΡΕΣ ΠΟΛΕΙΣ», ΚΑΣΤΑΛΙΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, 2006