Οι φίλοι που χάσαμε και οι φίλοι που βρήκαμε ξανά στην πανδημία
«Η πανδημία έσβησε ολόκληρες κατηγορίες φιλίας» έγραφε πρόσφατα η Αμάντα Μαλ στο Αtlantic. Οντως, η πανδημία στάθηκε ανελέητη με τις όχι απαραιτήτως β΄κατηγορίας «φιλίες», ήτοι με όλους σχεδόν εκείνους τους ανθρώπους που βρίσκονται έξω από την ασφαλή «φούσκα» της οικογένειας και των στενών φίλων | Λένα Παπαδημητρίου
Προχθές, καθ’ οδόν για το σουπερμάρκετ συνάντησα μια γνωστή. Τα μάτια μας χαμογέλασαν πάνω από τις μάσκες, επιδοθήκαμε στο small talk της εποχής («Πώς πάτε; Αντέχετε;») και, λίγο πριν πάρει η καθεμία το δρόμο της, της φώναξα: «Σχεδόν αναπολώ τις εποχές που περιμέναμε μες στη βροχή να βγουν τα παιδιά από το σχολείο». Τα μάτια της χαμογέλασαν λίγο περισσότερο, άκουσα ένα «Και εγώ! Είδες;», πνιγμένο αλλά ηχηρό κάτω από την υφασμάτινη εμπριμέ μάσκα. Σκέφτηκα πόσοι άνθρωποι σαν κι αυτήν έχουν αίφνης χαθεί από το ψηφιδωτό της καθημερινότητάς μου.
Σύμφωνοι, Γ’, μπορεί και Δ’ ρόλοι, όμως, μέχρι πρότινος αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Σήμερα, εκείνο το ταπεινό δεκάλεπτο της αναμονής έξω από το σχολείο έχει εξαφανιστεί από προσώπου Γης (όπως άλλωστε και το ίδιο το σχολείο). Μαζί του, τα νέα της ημέρας που ανταλλάσσαμε, η γκρίνια για την κίνηση στο κέντρο και οι αστείες γκριμάτσες που εγώ έκανα στον μικρότερο γιο της στο καρότσι.
«Τhe Pandemic has erased entire categories of friendship» («Η πανδημία έσβησε ολόκληρες κατηγορίες φιλίας») έγραφε πρόσφατα η Αμάντα Μαλ στο «Αtlantic». Οντως, η πανδημία στάθηκε ανελέητη με αυτές τις δεύτερες (όχι απαραιτήτως β΄κατηγορίας) «φιλίες», ήτοι με όλους σχεδόν εκείνους τους ανθρώπους που βρίσκονται έξω από την ασφαλή «φούσκα» της οικογένειας και των στενών φίλων.
Είναι όλοι αυτοί οι «ασθενείς δεσμοί» («weak ties»), όρος που επινόησε εν έτει 1973 ο κοινωνιολόγος του Στάνφορντ Μαρκ Γκρανοβέτερ. Μπορεί να μη συγκαταλέγονται σε αυτούς που τείνουμε να αποκαλούμε «φίλους» (τουλάχιστον με τη στενή έννοια του όρου), όμως είναι όλοι εκείνοι που γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσα στο δικό μας περίκλειστο σύμπαν (ημών και των οικείων μας) με το έξω. Είναι, σύμφωνα με το «Αtlantic», εκείνες οι «περιφερειακές σχέσεις που μας κρατούν δεμένους στον ευρύτερο κόσμο».
Η δε σημαντικότητά τους δεν περιορίζεται μόνο στα οφέλη τους για την ψυχική μας υγεία. Σύμφωνα με έρευνα του προαναφερθέντος Γκρανοβέτερ, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πιθανότερο να βρουν μια θέση εργασίας χάρη στη μεσολάβηση ενός «γνωστού» και όχι κάποιου μέλους της οικογένειας ή ενός επιστήθιου φίλου (εξαιρούνται, υποθέτω, χώροι και χώρες άκρατου νεποτισμού).
Κάνω μια πρόχειρη λίστα με τις δικές μου προσωπικές «απώλειες» των τελευταίων μηνών. Μιλάμε για στρατιές ολόκληρες. Ο παλιός συνάδελφος που συναντούσα συχνά στο δρόμο και ανταλλάσσαμε πικάντικα κουτσομπολιά για τη δουλειά, ο σερβιτόρος στο αγαπημένο μου καφέ, δύο γλυκύτατοι ηλικιωμένοι ( θαμώνες έτερου καφέ που με υποδέχονταν τα πρωινά του Σαββάτου με την παλαιάς κοπής αβρότητά τους), ο ισπανόφωνος κύριος στο ομαδικό μάθημα στο γυμναστήριο, η ιδιοκτήτρια ενός μικρού, κομψού κοσμηματοπωλείου στη Σκουφά, με την οποία επιδιδόμασταν σε causerie για το σινεμά και το θέατρο, ο «πορτοκαλάς» στη λαϊκή, μια παλιά συμμαθήτρια που σχεδόν κάθε φορά που θα ερχόταν από τη Σουηδία (γιατρός που έφυγε άρον άρον στην κρίση) θα με συναντούσε τυχαία και θα κουβεντιάζαμε με βουλιμία στο πεζοδρόμιο.
Οσοι δε (ελάχιστοι) από αυτούς τους «ασθενείς δεσμούς» κατάφεραν να επιβιώσουν μέσα στο 2020 (πχ η υπάλληλος στον φούρνο ή στο σουπερμάρκετ που σε εξυπηρετεί εδώ και 15 χρόνια) έχουν αποκτήσει κάτι από την «κλινικότητα» της online κοινωνικής ζωής. Σαν teleconference δηλ. με κάμερα και mute. Οφείλουν να ειπωθούν μόνο τα απαραίτητα. Γιατί τι κουβέντα να πιάσεις με το δυσοίωνο ταμπελάκι «έως 3 άτομα» στην είσοδο του καταστήματος»; Τι χιούμορ να κάνεις πίσω από τη μάσκα ; Με τι ψυχικό σθένος να αναπτερώσεις το ηθικό του εμφανώς «πεσμένου» σήμερα κυρίου Σωτήρη στο φαρμακείο;
Η α λα Ντέιβιντ Κόπερφιλντ επανεμφάνιση
Το θετικό είναι ότι πανδημία δεν εξαφάνισε μόνο. Κατά ένα μυστηριώδη τρόπο… εμφάνισε κάποιους περιφερειακούς «φίλους». Η προσωρινή κατάργηση της «κανονικότητας» (που δεν ήταν ακριβώς, αλλά έτσι θέλαμε να νομίζουμε) έφερε στην επιφάνεια σχέσεις που τελούσαν εν υπνώσει. Χάρη στον SARS-CoV2 εδέησα π.χ. να καλέσω, ύστερα από 20 χρόνια, στο Zoom, την αγαπημένη μου αιγύπτια συγκάτοικο από την εποχή του μεταπτυχιακού. Επίσης, το 2020 καθιέρωσα τακτικά digital drinks με δύο παράταιρα ζεύγη «χαλαρών δεσμών» . Οι δύο συμμαθήτριες από το σχολείο. Στο έτερο ζεύγος, η μία «κολλητή» μου από τις καλοκαιρινές διακοπές και η άλλη εντελώς καινούργια φίλη!
Για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, η Covid- 19 νεκρανάστησε ακόμα και αλλοτινούς «ισχυρούς δεσμούς» που είχαμε αφήσει να ατονούν, να παραδέρνουν και κάποια στιγμή, εκ των πραγμάτων, να ψυχομαχούν. Τούς αφήναμε συχνά από αμέλεια, ναρκισσισμό (ιδιαίτερα οι παντρεμένοι), ανία. Ή από εκείνη την προ πανδημίας δήθεν busyness («υπεραπασχόληση») που μας έκανε να χρειαζόμαστε εβδομάδες ολόκληρες για να κανονίσουμε ένα ρημαδοκαφέ: «Πολύ θα το ήθελα, μωρέ, αλλά και το Σαββατοκύριακο έχω φουλ δουλειά και το μοναδικό πρωινό της Τετάρτης που έχω κενό, το φυλάω πάντα για τον οδοντίατρο/ για να πάω την μικρή στο κομμωτήριο/ για να ετοιμάσω τη φορολογική δήλωση».
Πόσες φορές δεν έχω ακούσει στη διάρκεια του lockdown ανθρώπους να μετανοούν πικρά για εκείνες τις παλιές τακτικές απομονωτισμού: «Αν σκεφτείς πόσες φορές ανέβαλα να βγω για να καθίσω να “σαπίσω”» στο Netflix!». Υπό αυτή την έννοια, ο κορονοϊός ήταν η σχεδόν η τέλεια εκδίκηση για έναν τρόπο ζωής που μας είχε καταντήσει έρμαια του καναπέ και των «ισχυρών δεσμών» μας (για τους γονείς, συνήθως των παιδιών μας).
Προχθές, ένα από εκείνα τα δύσκολα απογεύματα του lockdown– που είχα εξαντλήσει με τους δικούς μου στο σπίτι όλα εκείνα που θέλαμε και δεν θέλαμε να πούμε–, ένας φίλος πόσταρε στο Facebook ένα καινούργιο τραγούδι. Ελληνικό, από αυτά που δεν ακούω σχεδόν ποτέ, από καλλιτέχνη που σνομπάρω επιδεικτικά. Μόνο που το timing ήταν σωστό, ο φίλος (αντικειμενικά «ασθενής δεσμός», ουσιαστικά γρανιτένιος, γιατί μας δένουν μνήμες, inside jokes και τραύματα ετών) εισέβαλε εν αγνοία του στην καραντίνα μου και την έκανε θρύψαλα. Τού έστειλα ένα τρυφερό μήνυμα, μου απάντησε. Υποσχεθήκαμε, όταν «όλο αυτό» τελειώσει, να πιούμε ξανά μια ζεστή σοκολάτα στο «Petite Fleur», να μην αφήσουμε να χαθούμε.