H πανδημία ισπανικής γρίπης το 1918-19 χτυπούσε, ακριβώς όπως η σημερινή της COVID-19, σε διαδοχικά κύματα. Τα Χριστούγεννα του 1918 συνέπεσαν με μια σχετικά ηπιότερη περίοδο, μετά το πιο θανατηφόρο κύμα του φθινοπώρου. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό των γιορτών ήταν το βαρύ πένθος για όσους χάθηκαν. H «συζήτηση» για τις οικογενειακές συναθροίσεις ήταν, εκείνη την εποχή, λιγότερο έντονη από ό,τι σήμερα. Αλλωστε τις ειδήσεις μονοπωλούσε το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ενθουσιασμός γι’ αυτό παραμέρισε από το επίκεντρο του ενδιαφέροντος την τραγική πραγματικότητα της πανδημίας. Η υγειονομική κρίση, άλλωστε, δεν απέτρεψε τις πολυπληθέστατες συγκεντρώσεις για την επιστροφή των θριαμβευτών στρατιωτών από την Ευρώπη.
Πρωτόγνωρη κατάσταση
Οι εφημερίδες της εποχής, που κάλυπταν με κάθε λεπτομέρεια την εξέλιξη της πανδημίας, αποκαλύπτουν ένα «μωσαϊκό» αντιδράσεων από φορείς και αξιωματούχους, που προσπαθούσαν να διαχειριστούν την πρωτόγνωρη κατάσταση. Η εφημερίδα Ravalli Republican της Μοντάνας π.χ. αναφέρει την άρση του lockdown της ομώνυμης πόλης στα τέλη Δεκεμβρίου του 1918 «ίσα ίσα για να λειτουργήσουν εκκλησίες και κινηματογράφοι ανήμερα τα Χριστούγεννα». Στο Λόντι της Καλιφόρνιας η εφημερίδα Sacramento Bee αναφέρει: «Οι εορτασμοί των Χριστουγέννων είναι πιο υποτονικοί εξαιτίας της γρίπης, αλλά οι έμποροι αναφέρουν ότι δούλεψαν καλά». Λίγο μετά τα Χριστούγεννα η εφημερίδα The Chicago Defender αναφέρεται στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, στις επισκέψεις και στις εκκλησιαστικές λειτουργίες που έλαβαν χώρα σε ολόκληρη την πολιτεία του Ιλινόι. Ανάμεσα στα δημοσιεύματα βρίσκονταν διάσπαρτες οι αναγγελίες θανάτων από τη γρίπη.
Η πραγματικότητα της ισπανικής γρίπης δεν «έκανε γιορτές», όπως αποκαλύπτεται από επιστολές που διασώθηκαν. Ο Τζον Τίντι από την Αϊόβα έγραφε τον Φεβρουάριο του 1919: «Επί τρεις εβδομάδες ήμουν διαρκώς απασχολημένος κάνοντας τις δουλειές των γειτόνων ή ανοίγοντας τάφους. Αυτόν τον χειμώνα, βοήθησα σε περισσότερες ταφές από ό,τι σε ολόκληρη τη ζωή μου. Ηταν πραγματικά εφιαλτικό». Η Μάργκαρετ Χάμιλτον γράφει τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς: «Η καρδιά μου σχεδόν αρνήθηκε να λειτουργήσει και τα χείλη και τα νύχια μου πήραν ένα μοβ μελανό χρώμα. Αναμφίβολα κόντεψα να “φύγω”». Η Ρεμπέκα Τίντι, που επίσης ζούσε στην Αϊόβα, επισκεπτόταν τους γείτονες που είχαν αρρωστήσει. Σε ένα αγρόκτημα, γράφει σε επιστολή της τον Ιανουάριο του 1919, βρήκε έξι ανθρώπους, μεταξύ των οποίων ένα νεογέννητο μωρό, καθηλωμένους από την γρίπη στο κρεβάτι, με την εξάχρονη κόρη της οικογένειας να τους φροντίζει. Αμέσως βοήθησε, αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει την τραγωδία. «Ο άνδρας υποτροπίασε και η κατάστασή του επιδεινωνόταν διαρκώς, μέχρι που μία εβδομάδα αργότερα πέθανε. Εμεινα μέχρι την κηδεία, την παραμονή των Χριστουγέννων».