Οι κακοφωνούντες ιατροί
Η επιστήμη έχει αυτό το κουσούρι. Διαλογίζεται φωναχτά για τις βεβαιότητες και για τα ερωτήματά της. Πνευμονολόγοι, λοιμωξιολόγοι και όλοι οι υπόλοιποι -λόγοι διατηρούν το δικαίωμα να έχουν διαφορετική άποψη για την πανδημία και να τη διατυπώνουν δημοσίως και ευθαρσώς, ακόμα κι αν ο απλός άνθρωπος στέκει σαστισμένος... / Του Δημήτρη Ευθυμάκη
Ο Δερμιτζάκης είναι υπέρ του ανοίγματος όλων των δραστηριοτήτων σε ανοικτούς χώρους. Ο Σαρηγιάννης αναφανδόν εναντίον κάθε απελευθέρωσης της αγοράς. Η Παγώνη λέει ν’ ανοίξει το λιανεμπόριο, ο Παυλάκης θεωρεί καταστροφικό να ανοίξουμε με τα κρούσματα στο ανώτατο σημείο τους. Ο Βασιλακόπουλος βλέπει μια άλλη Ελλάδα ως τον Μάιο, ο Σύψας λέει τον Αύγουστο και να δούμε. Ο Γώγος στέκει κάπου στη μέση και δεν καταλαβαίνουμε τι ακριβώς προτείνει, ο Καπραβέλος κάνει περιγραφές πιο μαύρες κι απ’ το μαύρο του Καραβάτζιο, παραπέμποντας σε μακροχρόνιο κλείσιμο. Η Κοτανίδου διαβλέπει κούραση και λανθασμένες αποφάσεις της Επιτροπής, η Γκάγκα (που είναι και κολλητή φίλη της Κοτανίδου) απαντά πως όποιος μετέχει σε επιτροπές που παίρνουν λάθος αποφάσεις παραιτείται.
Μύλος. Ετσι τουλάχιστον το βιώνει από το διαμερισματάκι της στα δυτικά προάστια η κυρία Μαριγώ, τυχαία τηλεθεατής που κρέμεται από τα χείλη των ειδικών για να καταλάβει πού βρισκόμαστε και, κυρίως, πού πρέπει να πάμε. Η κυρία Μαριγώ θέλει μία απάντηση στα ερωτήματά της. Οι δυο και τρεις, τα «ενδεχομένως» και τα «εξαρτάται από» την μπερδεύουν, την αποσυντονίζουν, τη φοβίζουν. Σαν άλλος Τρούμαν, που έχοντας βαρεθεί τα «on the other hand» των οικονομικών συμβούλων του και είχε ανακράξει «φέρτε μου έναν μονόχειρα οικονομολόγο», έτσι και η κυρία Μαριγώ φωνάζει «φέρτε μου τρεις καθηγητές να συμφωνούν μεταξύ τους».
Πλην –φευ– δεν υπάρχουν τρεις καθηγητές να συμφωνούν. Πνευμονολόγοι, ιολόγοι, εντατικολόγοι, λοιμωξιολόγοι, επιδημιολόγοι, παθολόγοι και όλοι οι υπόλοιποι -λόγοι διατηρούν ακέραιο το δικαίωμά τους να διαθέτουν δική τους άποψη για την πανδημία και να τη διατυπώνουν δημοσίως και ευθαρσώς, δίχως την παραμικρή στοίχιση σε κοινούς επικοινωνιακούς στόχους.
Η επιστήμη το έχει αυτό το κουσούρι. Διαλογίζεται φωναχτά και διατυπώνει ελεύθερα τόσο τις βεβαιότητές της όσο και τα ερωτήματά της. Η ανάγκη της κυρίας Μαριγώς να ακούσει μόνο μία σαφή απάντηση σε κάθε ερώτημά της δεν κάνει το αφτί του σοβαρού επιστήμονα να ιδρώσει. Στο δικό του σύμπαν τα «ξέρω», τα «πιθανολογώ» και τα «δεν γνωρίζω ακόμα» αποτελούν ενιαίο, αδιάσπαστο και αλληλοσυμπληρούμενο γαλαξία που ωθεί την επιστήμη του προς τα εμπρός. Οι απόλυτες βεβαιότητες και τα ανελαστικά αξιώματα είναι αρμοδιότητα των θεολόγων, όχι των γιατρών.
Υπάρχουν πολλοί που διατείνονται ότι η Επιτροπή των λοιμωξιολόγων που διαχειρίζεται την πανδημία θα έπρεπε να βγάζει μόνο λεπτομερή, γραπτά δελτία Τύπου και να έχει έναν μόνο εκπρόσωπο, που θα μιλούσε εκ μέρους όλων στα μέσα ενημέρωσης. Ετσι, λένε, θα αποφεύγαμε την πολυφωνία και τις αντιφατικές επιστημονικές δηλώσεις που συγκροτούν κακοφωνία. Μπερδεύουν το υπουργικό συμβούλιο με μια επιστημονική επιτροπή ή την κεντρική επιτροπή ενός κόμματος με μια ελεύθερη συνάντηση εργασίας κορυφαίων γιατρών.
Κάτι τέτοιο, πέραν του πρακτικού προβλήματος, ότι ένας εκπρόσωπος θα ήταν αδύνατο να καλύψει εκατό μέσα ενημέρωσης, θα αποτελούσε στρίμωγμα του επιστημονικού διαλόγου στις ανασφάλειες της κυρίας Μαριγώς. Κατανοητές οι ανασφάλειες της γυναικούλας, συμπαθέστατη η ανάγκη της για μία και μοναδική απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματά της, πλην μια σύναξη από τριάντα Μαριγούλες θα ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει έστω κι ένα κρούσμα κορονοϊού. Ενώ οι –έστω κακοφωνούντες– γιατροί αντιμετωπίζουν χιλιάδες κρούσματα καθημερινά. Ετσι ξέρουν να το κάνουν, αλλιώς δεν θα το κάνουν καθόλου. Δεν έχουμε άλλη επιλογή, θα τους δεχτούμε έτσι που είναι και με τον τρόπο που τα λένε.