Οι μικροί θησαυροί των Ελληνίδων γιαγιάδων της Αυστραλίας
Η «Κ» συνομίλησε με τις δημιουργούς του PROIKA Project, Ελληνοαυστραλέζες τρίτης γενιάς που έβγαλαν από τα μπαούλα τις προίκες των γιαγιάδων τους προκειμένου να ξυπνήσουν τις μνήμες και να ξαναζωντανέψουν την ελληνική κληρονομιά | Νίνα Μαρία Πασχαλίδου
Η Θωμή Καλαβριανού ταξίδεψε από τη Θεσσαλονίκη για τη Μελβούρνη το 1971, μαζί με τον σύζυγό της Λεωνίδα, τα δύο της παιδιά και ένα μπαούλο γεμάτο σεμεδάκια, τραπεζομάντιλα, σεντόνια και κουρτίνες. Την προίκα της. Η πρώτη της δουλειά στην Αυστραλία ήταν στο εργοστάσιο Tom Piper Factory, όπου συσκεύαζε corn beef. Μια θέση που τότε θεωρούνταν προνομιούχα.
«Η δουλειά μου έκανε όλα τα άλλα κορίτσια να ζηλεύουν πολύ. Ημουν και πολύ όμορφη! Και έλεγαν, “αυτή η τυχερή “σκύλα” πρέπει να φύγει”». Και τους απαντούσα: “Κορίτσια, δεν φταίω εγώ, το αφεντικό με συμπάθησε και με έβαλε στην πρώτη γραμμή”», λέει η κυρία Θωμή στην «Κ», από τη μακρινή Μελβούρνη. Παράλληλα όμως με τη δουλειά της, όπως πολλές γυναίκες της γενιάς της, βρέθηκε πίσω από μια ραπτομηχανή, να ράβει τραπεζομάντιλα, σεμεδάκια και κουρτίνες. Συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων, θα ετοίμαζε τα προικιά για τα κορίτσια της οικογένειας. Αυτή η ενασχόλησή της την κράτησε δεμένη με τις ρίζες της.
Δεύτερη ζωή στην προίκα των Ελληνίδων γιαγιάδων
«Καθίσαμε με τη Θωμή και μας έδειξε τη συλλογή της με κεντήματα, σταυροβελονιές, όλα ραμμένα στο χέρι. Oταν αντικρίσαμε αυτόν τον θησαυρό τρελαθήκαμε» περιγράφει η δημοσιογράφος Μαριάννα Αλεπίδου, Ελληνοαυστραλέζα τρίτης γενιάς. Η Μαριάννα είναι μια εκ των τριών δημιουργών του PROIKA Project, μιας πρωτότυπης καλλιτεχνικής εγκατάστασης που φιλοδοξεί να δώσει δεύτερη ζωή στην προίκα των γιαγιάδων της ελληνικής διασποράς στην Αυστραλία.
Το έργο που παρουσιάστηκε πρόσφατα σαν πολυμεσική έκθεση στη Μελβούρνη, συμπεριλαμβάνει φωτογραφίες, ρούχα, κείμενα αλλά και αντικείμενα από τις ίδιες τις προίκες, για να διηγηθεί τις ιστορίες τριών γυναικών που μετανάστευσαν στην Αυστραλία από την Ελλάδα, των Θωμή Καλαβριανού, Παναγιώτας Μαυραγάνη και Χριστίνας Μπουρσινού. Στην ομάδα μαζί με τη Μαριάννα, η οποία πραγματοποίησε την έρευνα, είναι η καλλιτέχνιδα Ντέμη Κρομμιδέλλη, η οποία επιμελήθηκε τις φωτογραφίες και η σχεδιάστρια Μαρία Κουτσούκου, η οποία σχεδίασε τα ρούχα που φορούν οι γυναίκες.
«Οταν συναντήσαμε τη Θωμή, διαπιστώσαμε πως ενώ ο κόσμος γύρω της είχε προχωρήσει, εκείνη ζούσε σε έναν παράλληλο κόσμο. Και υπήρχε κάτι μαγικό στη φροντίδα που είχε βάλει σε κάθε κομμάτι που έφτιαχνε. Η Θωμή δεν ήταν η μόνη Ελληνοαυστραλέζα που είχε προίκα, ή ετοίμαζε μια προίκα. Ετσι σκεφτήκαμε το PROIKA Project και ενώσαμε τις δυνάμεις μας. Ως κόρες τρίτης γενιάς της ελληνικής διασποράς και οι τρεις μας εξερευνούσαμε τις ταυτότητές μας» εξηγεί στην «Κ» η Μαριάννα. «Η PROIKA γεννήθηκε μέσα από εμπειρίες που μοιραζόμαστε με την Ντέμη και τη Μαρία. Ηταν ένας τρόπος να εκφράσουμε τον τρόπο που βιώνουμε την ελληνική μας ταυτότητα μέσα από την τέχνη».
Η προίκα περιλαμβάνει τα φυσικά και μεταφορικά κειμήλια που πέρασαν από γενεές οικογενειών Ελληνοαυστραλών. Είναι μια καθηλωτική, σύγχρονη οπτική του ελληνικού πολιτισμού στην Αυστραλία.
«Πολλές από τις γυναίκες είχαν κρατήσει αυτά τα απίστευτα και ντελικάτα πετσετάκια και κεντήματα στα μπαούλα τους, στα συρτάρια τους. Το σπίτι της κυρίας Χριστίνας ήταν επίσης γεμάτο από βιβλία ελληνικής ιστορίας και σχολικά βιβλία. Ο σύζυγός της, ο οποίος έχει φύγει πλέον από τη ζωή, διατηρούσε Σχολή Ελληνικής Γλώσσας. Η κυρία Θωμή και η οικογένειά της είχαν κρατήσει ως και και τα μενού των πλοίων από το 1971, όταν μετανάστευσαν στην Αυστραλία. Η κυρία Παναγιώτα είχε έναν υπέροχο “ελληνικό” κήπο που καλλιεργήθηκε με πολλή φροντίδα εδώ και χρόνια. Η προίκα περιλαμβάνει τα φυσικά και μεταφορικά κειμήλια που πέρασαν από γενεές οικογενειών Ελληνοαυστραλών. Είναι μια καθηλωτική, σύγχρονη οπτική του ελληνικού πολιτισμού στην Αυστραλία» περιγράφουν οι δημιουργοί της έκθεσης.
«Μετά τη μετανάστευση είναι αναπόφευκτο η κουλτούρα της καταγωγής να φθίνει ή να αλλοιώνεται, ειδικά καθώς προσαρμοζόμαστε σε μια νέα χώρα. Ωστόσο, οι συζητήσεις για την ελληνική μετανάστευση στην Αυστραλία δεν θα πάψουν ποτέ, ιδιαίτερα όσον αφορά όσους έφτασαν εδώ στα μέσα του 20ού αιώνα» εξηγεί η Ντέμη. «Η έκθεση εξετάζει πώς οι πρώτοι Ελληνες στην Αυστραλία βλέπουν τον τρόπο που οι νέες γενιές εκφράζουν την κληρονομιά τους σήμερα, και πού πιστεύουν ότι θα καταλήξουν τα οικογενειακά τους κειμήλια στο μέλλον».
«Με είδε και παντρευτήκαμε»
«Καθώς καθόμασταν στο σαλόνι, πίνοντας καφέ και απολαμβάνοντας μια πορτοκαλόπιτα, η Νότα μοιράστηκε μαζί μας κάτι πολύ πιο πολύτιμο από κάθε κειμήλιο. Σκηνές από τη ζωή της» λέει η Ντέμη Κρομμιδέλη. «Και καταγράψαμε την ιστορία της», προσθέτει η Μαριάννα.
Το 1960 η Παναγιώτα (Νότα) Μαυραγάνη άφησε πίσω της τη μικρή της πόλη στην Πελοπόννησο, για να βρει την αδερφή της στην Αυστραλία. «Πέρασα πολλά τότε. Ημουν μόνο 17 χρονών» θυμάται. Οπως και για πολλούς νέους σε ηλικία Ελληνες μετανάστες της εποχής, ο δρόμος της ήταν ήδη χαραγμένος. Παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο με προξενιό. «Δεν είχαν την πολυτέλεια του έρωτα» όπως εξομολογείται, αλλά μαζί έχτισαν μια ζωή και έμαθαν να αγαπούν ο ένας τον άλλον. Εζησαν δίπλα δίπλα για 53 χρόνια. «Με είδε την παραμονή των Χριστουγέννων και στις 16 Ιανουαρίου παντρευτήκαμε. Δεν είχαμε την ευκαιρία να γνωριστούμε» λέει σήμερα στην «Κ» η κυρία Παναγιώτα. Για να αφηγηθεί και μια αλλόκοτη ιστορία.
«Η μεγαλύτερη κόρη μου είχε μια αποβολή. Μετά έμεινε ξανά έγκυος αλλά φοβόταν μήπως χάσει το μωρό. Μια μέρα μου τηλεφώνησε κλαίγοντας γιατί αιμορραγούσε, σίγουρη ότι ο εφιάλτης θα συνέβαινε ξανά. Εκείνο το βράδυ, είδα ένα όνειρο. Ημουν στο νεκροταφείο που ήταν θαμμένος ο πατέρας μου μαζί με ένα αγοράκι. Εμοιαζε ακριβώς με αυτό του χωριού του. Στην πραγματικότητα, ο δρόμος που οδηγεί εκεί δεν είναι ίσιος, αλλά στο όνειρό μου, ο δρόμος ήταν τελείως ίσιος και οδηγούσε στο νεκροταφείο. Πιο μέσα στέκονταν δύο ιερείς. Είπα στο αγοράκι: “Αγάπη μου, πήγαινε να φιλήσεις το χέρι του παπά”. Το αγοράκι πήγε και του φίλησε το χέρι και ο παπάς έσκυψε και του είπε κάτι. Οταν το αγόρι επέστρεψε, τον ρώτησα τι του είπε ο ιερέας. “Είπε, θα ζήσεις, θα ζήσεις!”. Τηλεφώνησα στην κόρη μου και της είπα, “δεν πρόκειται να χάσεις το μωρό!” Και τότε γεννήθηκε ο Αλεξ».
«Αυτές τις στιγμές θέλουμε να τις παγώσουμε για πάντα»
Για τα τρία κορίτσια ιστορίες σαν και αυτή δεν είναι άγνωστες. «Και οι δικές μας γιαγιάδες είχαν κρατήσει όχι μόνο τις φωτογραφίες, τα πετσετάκια τους, αλλά και έπιπλα και ημερολόγια. Τα σπίτια τους είναι σχεδόν σαν μουσεία, αναλλοίωτα από τον χρόνο. Οι ιστορίες που μας διηγούνταν, πολλές φορές σαν παραμύθια, στο όριο της φαντασίας, μας στοιχειώσανε, με καλό τρόπο» λέει η Μαριάννα.
«Hμουν τυχερή που μεγάλωσα με τους γονείς της μητέρας μου που μετανάστευσαν στην Αυστραλία τη δεκαετία του ’60. Μου έμαθαν ελληνικά και με έφεραν μέχρι και στη Μυτιλήνη για να γνωρίσω τους γονείς του πατέρα μου» συνεχίζει. «Αλλά και οι γονείς μου καλλιέργησαν μια υπέροχη ελληνική ατμόσφαιρα στο σπίτι. Με περιέβαλλε η ελληνική μουσική και η τηλεόραση, οι ελληνικές παραδόσεις μας. Μου άρεσε να ταξιδεύω στην Ελλάδα για να περνάω χρόνο με όλη την οικογένειά μας και να κάθομαι δίπλα στη θάλασσα».
Η Μαρία Κουτσούκου, η οποία έχει καταγωγή από την Καλαμάτα, έχει και εκείνη αναμνήσεις από τους Eλληνες παππούδες της. Ταξιδεύει στον χρόνο να θυμηθεί ένα οικογενειακό οδικό ταξίδι με τη γιαγιά και τον παππού στο Ρένμαρκ της Αδελαΐδας, για να επισκεφθούν μια φάρμα. «Ο παππούς μάς έμαθε πώς να κάνουμε μπάρμπεκιου και τραγούδησε παλιά παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια. Η γιάγια μάς έδειξε πώς να ταΐζουμε τα κοτόπουλα και πώς να συλλέγουμε ένα ώριμο καρπούζι όπως έκανε στα χωριά. Ηταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τους είδαμε και αυτή είναι μια ανάμνηση που θα αγαπώ για πάντα» λέει με νοσταλγία. «Αυτές τις στιγμές θέλουμε να παγώσουμε για πάντα, μέσα από το PROIKA Project».
Για την Ντέμη Κρομμιδέλη, η γιαγιά και ο παππούς ήταν επίσης από τα πιο σημαντικά πρόσωπα στη ζωή της. «Η μαμά μου είναι από τη Λάρισα και την Καλαμάτα και ο μπαμπάς μου από τη Λήμνο. Oταν ήμουν μικρή η γιαγιά Ελένη με πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Oταν ερχόταν η ώρα της μετάληψης πάντα φρόντιζε να βρίσκομαι δεύτερη στην ουρά, πίσω από τον εγγονό του ιερέα, ανεξάρτητα από το πόσοι άνθρωποι περίμεναν. Ολοι θυμώνανε, αλλά η γιαγιά απαντούσε γλυκά σε όλους για να βεβαιωθεί ότι ήμουν πρώτη στη σειρά».
«Η ελληνική ιστορία έχει μείνει στην ψυχή μου»
Το 1961, η 16χρονη Χριστίνα Μπουρσινού επιβιβάστηκε σε ένα αεροπλάνο με άλλες 109 έφηβες με προορισμό τη Μελβούρνη. Ο μεγαλύτερος αδερφός της είχε ήδη μεταναστεύσει στην Αυστραλία πριν από χρόνια, και του είχε επιτραπεί να φέρει και ένα μικρότερο μέλος της οικογένειας. «Ηταν ωραίο γιατί ήμασταν όλες νεαρές και ανύπαντρες κοπέλες και κάναμε φιλίες. Μιλούσαμε και γελούσαμε. Μας πήρε 38 ώρες για να φτάσουμε εδώ» θυμάται.
Η κυρία Χριστίνα ήξερε, ακόμη και τότε, ότι αυτό το ταξίδι θα ήταν για πάντα. Θα επέστρεφε στην Ελλάδα μόνο ως επισκέπτης. Αμέσως μετά βρήκε δουλειά στο εργοστάσιο Guest Biscuit στη βόρεια Μελβούρνη, περνώντας τις μέρες της τοποθετώντας μπισκότα προσεκτικά μέσα στα κουτιά τους. Στα 18 της παντρεύτηκε τον αγαπημένο της Νίκο. Είχε και την προίκα της, όπως όλα τα κορίτσια τότε. «Δεν μετανιώνω, έχω μια υπέροχη οικογένεια», λέει σήμερα σίγουρη για τις αποφάσεις της. «Αλλά θα ήθελα τα αδέρφια μου να με είχαν γράψει στο σχολείο και δεν το έκαναν. Δεν πρόλαβα να φτάσω και μπήκα στη δουλειά. Παντρεύτηκα αμέσως μετά». Η Χριστίνα ανέκαθεν αγαπούσε τα γράμματα. Παρόλο που η δική της εκπαίδευση κόπηκε απότομα, ο σύζυγός της, που είχε σχολεία, της άνοιξε την πόρτα στη μάθηση, όπως διηγείται στην «Κ». «Μου αρέσει να διαβάζω για τους αγώνες της Ελλάδας. Η μητέρα μου τα είχε ζήσει όλα. Γι’ αυτό και η ελληνική ιστορία έχει μείνει στην ψυχή και την καρδιά μου. Πέρασε και τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους αλλά και τον Εμφύλιο».
«Δεν παντρευόμαστε με προξενιό πλέον»
«Διαβάζοντας και βλέποντας μπορούμε να κρατήσουμε τη μνήμη μας ζωντανή» υποστηρίζει η Μαριάννα. «Οφείλουμε να διατηρήσουμε την ελληνική μας κληρονομιά όταν μεγαλώνουμε σε μια διαφορετική, κυρίαρχη κουλτούρα όπως αυτή της Αυστραλίας» λέει στην «Κ» και η Ντέμη.
Προσπαθούμε να αποτυπώσουμε τις ιστορίες των παππούδων και των γιαγιάδων μας, που ήταν οι πρώτοι Eλληνες μετανάστες στην Αυστραλία, προτού πεθάνουν, ως μέσο διατήρησης των ιστοριών τους και της ιστορίας μας.
Για τη Μαριάννα, το PROIKA Project αποτελεί μια προσπάθεια για μια κάποια συνέχεια. «Πιστεύω ότι πολλοί από εμάς σε αυτή τη νέα γενιά προσπαθούμε να αποτυπώσουμε τις ιστορίες των παππούδων και των γιαγιάδων μας, που ήταν οι πρώτοι Eλληνες μετανάστες στην Αυστραλία, προτού πεθάνουν, ως μέσο διατήρησης των ιστοριών τους και της ιστορίας μας. Ενώ κάποιοι από εμάς έχουμε το προνόμιο να μεγαλώνουμε με την ελληνική γλώσσα στα σπίτια μας, άλλοι δεν το είχαν και δεν πρέπει να τους κάνουμε να νιώθουν λιγότερο Ελληνες εξαιτίας αυτού. Γιορτάζουμε ακόμα τις ονομαστικές γιορτές και τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, αλλά ζούμε παρ’ όλα αυτά με δύο κυρίαρχους πολιτισμούς στη ζωή μας, τον ελληνικό και τον αυστραλέζικο. Πάντως κάτι που δεν θα άλλαζα είναι πως δεν παντρευόμαστε με προξενιό πλέον! Υπάρχουν ακόμα αρκετοί νεότεροι Ελληνες που παντρεύονται άλλους Ελληνες, αλλά πολλοί από εμάς, έχοντας μεγαλώσει σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία βρήκαμε την αγάπη έξω από την ελληνική μας κοινότητα» κλείνει τη συζήτηση με χαμόγελο.
*To Proika Project ξεκίνησε το ταξίδι του σε ειδικό χώρο σε έκθεση στη Μελβούρνη και φιλοδοξεί να ταξιδέψει σε όλη την Αυστραλία αλλά και στην Ελλάδα. Το έργο υποστηρίζεται από τον διαδικτυακό οργανισμό Yitonia «Γειτονιά», έναν οργανισμό με επίκεντρο την ελληνική κοινότητα που φιλοξενεί εκδηλώσεις και έργα για να φέρει κοντά νέους και δημιουργικούς ανθρώπους.