Συνεχείς μετακινήσεις, ανασφάλεια, συχνή ανεργία, άνιση μεταχείριση στον χώρο εργασίας, αμφιβολία για το μέλλον. Με «σκούρα» χρώματα σκιαγραφούν την επαγγελματική τους ζωή οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, οι οποίοι, μολονότι συγκροτούν μεγάλο ποσοστό των λειτουργών της δημόσιας εκπαίδευσης, παραμένουν στη σκιά του μόνιμου προσωπικού, όμηροι των εκάστοτε διαθέσεων της κεντρικής διοίκησης και μια εν πολλοίς «αδιερεύνητη» κατηγορία εργαζομένων.
Αυτό το τελευταίο κενό ήρθε να καλύψει έρευνα που πραγματοποίησε το 2018, στο πλαίσιο της διπλωματικής της εργασίας, η εκπαιδευτικός –αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Χίο σήμερα– Αγγελική Τουραμάνη, με επιβλέποντα τον επίκουρο καθηγητή ΑΤΕΙΘ δρα Σπυρίδωνα Αβδημιώτη. Η «Κ» παρουσιάζει σήμερα τα σημαντικότερα ευρήματα, ενόψει και της συζήτησης στη Βουλή την Πέμπτη του σχεδίου νόμου του υπουργείου Παιδείας για το νέο σύστημα διορισμών.
Το δείγμα αποτέλεσαν 418 αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, που υπηρετούν σε σχολικές μονάδες όλης της χώρας. Καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δάσκαλοι και νηπιαγωγοί, γενικής και ειδικής αγωγής, όλου του ηλικιακού φάσματος. Το 48,8% εξ αυτών διανύει τη δεύτερη πενταετία συμβάσεων στη δημόσια εκπαίδευση, ενώ το 13,2% εργάζεται για πάνω από 10 χρόνια σε αυτό το καθεστώς. Σε ποσοστό 82% απαντούν πως επιλέγουν την αναπλήρωση γιατί τους αρέσει η δουλειά του δασκάλου/καθηγητή. Ωστόσο για το 86,4% σημαντικό πρόβλημα αποτελούν οι συχνές μετακινήσεις από πόλη σε πόλη, κάθε σχολική χρονιά. Οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, στη συντριπτική τους πλειονότητα (90,7%), επιθυμούν να δουλεύουν στο ίδιο σχολείο τουλάχιστον για κάποια χρόνια. Σε ποσοστό 94,5% δηλώνουν ότι δουλεύοντας στην ίδια σχολική μονάδα για κάποια χρόνια έχουν την ευκαιρία να χτίζουν καλύτερες σχέσεις με τους μαθητές τους, ενώ σε υψηλό ποσοστό επίσης (87,6%) δηλώνουν ότι έτσι έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν περισσότερα για το οικογενειακό υπόβαθρο των μαθητών και να έχουν καλύτερα αποτελέσματα. 50,5% δηλώνουν ότι τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης σε σχέση με τους μόνιμους, επειδή δεν θα βρίσκονται στο ίδιο σχολείο την επόμενη χρονιά, ενώ το 45,9% θεωρεί ότι η κατανομή ευθυνών ή εργασίας μέσα στο σχολείο δεν είναι ίση ανάμεσα στους μόνιμους και τους αναπληρωτές.
Στο κατά πόσον έχουν σκεφτεί την εγκατάλειψη του επαγγέλματος, το 40,7% απαντά ότι το σκέφτονται συχνά έως πολύ συχνά. Οι κύριοι λόγοι είναι οι συνεχείς μετακινήσεις, η ακαθόριστη διάρκεια συμβάσεων εργασίας, η ανασφάλεια της αδιοριστίας και η έλλειψη μονιμότητας. Σχετικά με την πρόθεσή τους να συνεχίσουν να εργάζονται στη θέση του αναπληρωτή καθηγητή, ακόμα και αν δεν μονιμοποιηθούν ποτέ, το 33,7% δεν επιθυμεί να συνεχίσει, ενώ ένα 29,7% δηλώνει ότι θα εξακολουθήσει να εργάζεται στο ίδιο καθεστώς. Το 46,7% πάντως των αναπληρωτών συνεχίζει για να μην «πάνε χαμένα» τα έτη προϋπηρεσίας.
«Μεταξύ άλλων βρέθηκε ότι οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί είναι ένα εργατικό δυναμικό με ζήλο που επηρεάζονται αρνητικά από την άνιση μεταχείριση στον χώρο του σχολείου σε σχέση με τους μόνιμους συναδέλφους τους και σε μεγάλο ποσοστό σκέφτεται να εγκαταλείψει το επάγγελμα λόγω της ανασφάλειας και των διαρκών μετακινήσεων», σχολιάζει στην «Κ» η κ. Τουραμάνη. Σημειώνεται ότι οι αναπληρωτές βρίσκονται στον δρόμο τις τελευταίες ημέρες αντιδρώντας στον νέο νόμο περί διορισμών, ζητώντας να μοριοδοτείται πρωτίστως η προϋπηρεσία (το σχέδιο νόμου μοριοδοτεί εξίσου την προϋπηρεσία με τα ακαδημαϊκά προσόντα). «Μετράμε δέκα χρόνια χωρίς διορισμούς και με χιλιάδες συνταξιοδοτήσεις», συνεχίζει η ίδια. «Τα σχολεία είναι άδεια. Ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι. Αντίθετα με ό,τι αναφέρει η νομοθεσία, οι αναπληρωτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και ξεσηκώθηκαν γιατί το νομοσχέδιο επιχειρεί ύστερα από όλα αυτά που έχουν περάσει να τους βάλει σε διαδικασία ανθρωποφαγίας, ενώ κοινός παρονομαστής όλων είναι το πτυχίο και η προϋπηρεσία. Τα μεταπτυχιακά τα κάνουμε με μεγάλο κόστος για να είμαστε καλύτεροι για τα παιδιά. Οχι για να φάμε ζωντανό τον δικό μας δάσκαλο».