Advertisement

Οι στρεβλώσεις που κάνουν το ρεύμα πανάκριβο

Εμμονές δεκαετιών και ολιγωρίες έχουν δημιουργήσει στη χώρα μας μία από τις ακριβότερες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας | Χρύσα Λιάγγου

513

Αν οι λογαριασμοί ρεύματος όλων των Ευρωπαίων καταναλωτών είναι υψηλότεροι αυτόν τον χειμώνα εξαιτίας της αλματώδους αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου και των ρύπων διοξειδίου του άνθρακα, των Ελλήνων είναι ακόμη πιο φουσκωμένοι εξαιτίας του κόστους πολιτικών επιλογών και εμμονών, που στρεβλώνουν επί δεκαετίες την αγορά ενέργειας.

Για παράδειγμα, το ρεύμα που χάνεται επειδή το δίκτυο είναι κακοσυντηρημένο ή αυτό που κλέβουν οι επιτήδειοι με παράνομες συνδέσεις, το πλήρωναν και το πληρώνουν οι υπόλοιποι καταναλωτές. Αν την περίοδο που οι τιμές ήταν χαμηλές αυτό το κόστος περνούσε απαρατήρητο, σήμερα έχει φτάσει να είναι όσο σχεδόν και η επιδότηση που δίνει το κράτος για να στηρίξει τους καταναλωτές.

Από το 2000…

Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση ανέδειξε τα εγγενή δομικά προβλήματα της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού, η ρίζα των οποίων βρίσκεται στον τρόπο απελευθέρωσής της στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μέσω ενός μοντέλου παράλληλης διατήρησης του μονοπωλιακού ρυθμιστικού πλαισίου. Ενα μοντέλο μεγάλων αβεβαιοτήτων για παραγωγούς και καταναλωτές, πολύπλοκο και στρεβλό, με αφανή μέχρι πρότινος κόστη για τους καταναλωτές, αφού μεταφέρονταν με σειρά υπουργικών αποφάσεων και νομοθετικών ρυθμίσεων στη ΔΕΗ, η οποία στήριζε ακόμη την παραγωγή της στον φθηνό λιγνίτη που δεν είχε επιβαρύνσεις CO2. Αν και το πλεονέκτημα του φθηνού λιγνίτη χάθηκε οριστικά από το 2013, η Ελλάδα δεν το έλαβε σοβαρά υπόψη στον σχεδιασμό της, με αποτέλεσμα το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας να οδηγείται με καθυστέρηση και βίαια στην απόσυρσή του, χωρίς να διαθέτει τις απαραίτητες εφεδρείες από εναλλακτικά καύσιμα για την κάλυψη αιχμών σε περιόδους υψηλής ζήτησης, αφού το πλαίσιο λειτουργίας δεν δημιούργησε κίνητρα για νέες μονάδες φυσικού αερίου. Ετσι, σε καθημερινή βάση η κάλυψη των αποκλίσεων από την ευμετάβλητη παραγωγή των ΑΠΕ καλύπτεται από περιορισμένες ευέλικτες μονάδες φυσικού αερίου, ενός ολιγοπωλίου που απαρτίζεται από τρεις ιδιωτικούς ομίλους και τη ΔΕΗ.

…στο 2020

Η λειτουργία του target model τον Νοέμβριο του 2020 έβγαλε για πρώτη φορά στην επιφάνεια τα αφανή μέχρι τότε κόστη του προηγούμενου μοντέλου, κάτι που σε συνδυασμό με τη στενότητα ισχύος ευέλικτων μονάδων έφερε τετραπλασιασμό των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά μέσα σε ένα μήνα, εξέλιξη που υποχρέωσε τη ΡΑΕ να προχωρήσει στη λήψη μέτρων για να αποτρέψει «κανόνια» στην πλευρά των προμηθευτών και υπέρογκες αυξήσεις για τους καταναλωτές. Το κόστος ενέργειας στην αγορά εξισορρόπησης, από 2 ευρώ η μεγαβατώρα πριν από το target model έφτασε τα 5,09 ευρώ/MWh στην έναρξή του και εκτινάχθηκε στα 17,09 ευρώ μέσα στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες λειτουργίας του, καθώς υπήρξαν μονάδες που έκαναν προσφορές στην τιμή των 2.000 και 3.000 ευρώ/MWh. To κόστος αυτό, το οποίο φέρει τον κωδικό ΛΠ3, ακόμη και μετά τα μέτρα της ΡΑΕ παραμένει σήμερα στα επίπεδα των 5-7 ευρώ η μεγαβατώρα, όταν στις ευρωπαϊκές αγορές κυμαίνεται μεταξύ 1-2 ευρώ/MWh.

Αν και το πλεονέ- κτημα του φθηνού λιγνίτη χάθηκε οριστικά το 2013, η Ελλάδα δεν το έλαβε σοβαρά υπόψη στον σχεδιασμό της.

Στρεβλώσεις που έρχονται από παλιά, ελλιπής συντήρηση δικτύων, πολιτική και κοινωνική ανοχή απέναντι σε μπαταχτσήδες και ένα μη ολοκληρωμένο ακόμη πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, που δεν επιτρέπει στις εταιρείες προμήθειας να προαγοράζουν μέσω διμερών συμβολαίων την ενέργεια για τους πελάτες τους, προκαλούν αυξημένα κόστη που έρχονται να προστεθούν σε μια από τις ακριβότερες στην Ευρώπη χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος, για να καταλήξουν στις πλάτες των καταναλωτών, οικιακών και βιομηχανικών. Οι εξωγενείς παράγοντες (φυσικό αέριο και CO2) έχουν τετραπλασιάσει τη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος το 2021 σε σχέση με το 2020, από τα 45,10 ευρώ/MWh στα 116,5 ευρώ/MWh. To τελικό συνολικό κόστος χονδρεμπορικής αγοράς, ωστόσο, το οποίο οι προμηθευτές ρεύματος μεταφέρουν μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής στην κατανάλωση, έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο και έφτασε μεσοσταθμικά το 2020 στα 155,31 ευρώ/MWh. Για τους δύο τελευταίους μήνες του έτους, μάλιστα, οι λογαριασμοί των οποίων φτάνουν στους καταναλωτές αυτό το δίμηνο, το συνολικό κόστος βάσει του οποίου κοστολογούν οι προμηθευτές φτάνει τα  295,93 ευρώ/MWh (Νοέμβριος) και τα 316,47 ευρώ/MWh (Δεκέμβριος) έναντι χονδρεμπορικής τιμής 228,87 ευρώ/MWh και 239,32 ευρώ/MWh αντίστοιχα. Η διαφορά αυτή αντιστοιχεί στον… λογαριασμό των εμμονών και χρόνιων στρεβλώσεων, που καθιστούν ακόμη και σήμερα ανώριμη την αγορά.

Τον Δεκέμβριο οι Ελληνες καταναλωτές πλήρωσαν για υπηρεσίες εξισορρόπησης (ΛΠ3) 7,26 ευρώ/MWh και για υπηρεσίες εφεδρείας (ΛΠ2) 2,20 ευρώ/MWh. Για απώλειες του συστήματος μεταφοράς (ΛΠ1) που υπολογίζεται ως ποσοστό επί της κατανάλωσης και το κόστος ανεβαίνει όσο αυξάνονται οι τιμές, πλήρωσαν 8,54 ευρώ/MWh. Το αντίστοιχο κόστος για τις απώλειες του δικτύου μέσης και χαμηλής τάσης, που αντιστοιχεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του σε ρευματοκλοπές, έφτασε τον Δεκέμβριο τα 48,13 ευρώ/ΜWh(!) σχεδόν ίσο με την κρατική επιδότηση των 49,5 ευρώ για τον ίδιο μήνα.

Τα βάρη στους καταναλωτές

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που ανέδειξε η κρίση είναι ότι δεν υπάρχει δυνατότητα αντιστάθμισης κινδύνου για τους προμηθευτές ρεύματος, όπως και για τη βιομηχανία, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται πλήρως το ρίσκο της διακύμανσης των τιμών στους καταναλωτές. Στις ώριμες ευρωπαϊκές αγορές, μόνο ένα ποσοστό 20%-25%  της λιανικής τιμής είναι συνδεδεμένο με τη χονδρεμπορική αγορά, το υπόλοιπο περνάει μέσα από διμερή συμβόλαια σε προκαθορισμένες σταθερές τιμές που έχουν διασφαλίσει οι προμηθευτές μέσω των προθεσμιακών αγορών. Το ίδιο ισχύει και για τα τιμολόγια των επιχειρήσεων. Στην Ευρώπη είναι κοινή πρακτική κάθε επιχείρηση να αντισταθμίζει σε ένα ποσοστό τον κίνδυνο από τις διακυμάνσεις των τιμών, προαγοράζοντας ενέργεια σε σταθερή τιμή ή με διμερές συμβόλαιο με φυσική παράδοση από τον παραγωγό (αφορά μεγάλες καταναλώσεις βιομηχανιών) ή μέσω χρηματιστηριακών προθεσμιακών προϊόντων μέσω προμηθευτών.

Σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία της αγοράς εξισορρόπησης για να αντιμετωπιστούν ζητήματα που αυξάνουν το κόστος έχει ζητήσει από την Ελλάδα η Ε.Ε. προκειμένου να εγκρίνει τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις μέσω του Market Reform Plan. Μεταξύ αυτών είναι η διεύρυνση των συμμετεχόντων στην αγορά με τη συμμετοχή του Demand Response (απόκριση ζήτησης), της αποθήκευσης και των ΑΠΕ, αλλά και της συμμετοχής των traders στις αγορές επόμενης ημέρας και ενδοημερήσια. Αν και η εφαρμογή των νέων μεταρρυθμίσεων αναμενόταν στις αρχές του έτους, δεν προβλέπονται νωρίτερα από το δεύτερο τρίμηνο, αφού ακόμη δεν έχουν εγκριθεί από την Ε.Ε. Ο δρόμος για μια ώριμη ευρωπαϊκή αγορά παραμένει μακρύς και κοστοβόρος για τα νοικοκυριά, τις ελληνικές επιχειρήσεις και την οικονομία της χώρας.
oi-strevloseis-poy-kanoyn-to-reyma-panakrivo0
Φωτ. Shutterstock

Αποκλιμάκωση πιέσεων από τον Απρίλιο

Δρ Θεόδωρος Τσακίρης*

Παρά την περιστασιακή μείωση των τιμών φυσικού αερίου μετά την 21η Δεκεμβρίου η ελάφρυνση της πίεσης στο ενεργειακό κόστος των ευρωπαϊκών νοικοκυριών και επιχειρήσεων εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τη δαμόκλειο σπάθη των δίδυμων «καταιγίδων» που μαίνονται αφενός λόγω της ιδεοληπτικής μανίας καταδίωξης της Επιτροπής έναντι της βιομηχανίας αερίου και αφετέρου λόγω των γεωπολιτικών και εμπορικών τακτικισμών της Ρωσίας, που έχει αφήσει τα αποθεματικά της Gazprom στην Ε.Ε. σε ιστορικά χαμηλά.

Η διατήρηση της έντασης στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο κρατάει τα νεύρα όλων τεντωμένα, κάτι που προφανώς βοηθάει το «σπεκουλάρισμα» των τιμών στις ευρωπαϊκές ενεργειακές χρηματαγορές.

Παρά τις αλκυονίδες ημέρες η ζήτηση ηλεκτρισμού πανευρωπαϊκά αλλά και στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε οριακό σημείο συγκριτικά με τη διαθεσιμότητα επάρκειας, την ώρα που η γερμανική αποπυρηνικοποίηση ολοκληρώνεται και η επενδυτική αβεβαιότητα αναφορικά με την επιλεξιμότητα φυσικού αερίου ως καυσίμου ηλεκτροπαραγωγής, που έχει δημιουργήσει το ζήτημα της Ταξονομίας, παρατείνεται.

Είναι ασαφές για πόσο θα συνεχιστούν οι τιμολογιακές πιέσεις, ωστόσο η λήξη της αιχμιακής περιόδου ζήτησης για την Ευρώπη δημιουργεί σχετική αισιοδοξία για την αποκλιμάκωση αλλά όχι τη μείωση των τιμών από τον Απρίλιο του 2022. Η διαφορά είναι λεπτή αλλά ουσιώδης.

Εάν λάβουμε υπόψη το βασικό benchmark των μελλοντικών τιμών παράδοσης αερίου στην Ευρώπη, δηλαδή το ολλανδικό TTF, η μέση τιμή εκτίμησης που διαμορφώνεται για την περίοδο Απριλίου – Νοεμβρίου 2022 κυμαίνεται στα 72,8 €/MWh. Η δυναμική είναι προφανώς καλύτερη από τα ρεκόρ που σημειώθηκαν την περίοδο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2021, αλλά είναι σχεδόν διπλάσιες εάν συγκριθούν με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο Απριλίου – Νοεμβρίου.

Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει εάν υπάρχει επαρκής εφεδρεία στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής για να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενο dunkenflaute, δηλαδή απώλεια της στοχαστικής παραγωγής των ΑΠΕ λόγω ακραίων κλιματολογικών συνθηκών, που παραμένουν εξαιρετικά πιθανές ιδίως στην Κεντρική/Βόρεια Ευρώπη έως τα τέλη Μαρτίου 2022.

* Αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Μεγάλη αβεβαιότητα για το κόστος του αερίου

Παντελής Κάπρος*

Η έκρηξη των τιμών φυσικού αερίου, που συμπαρασύρει και τις τιμές ηλεκτρισμού, συνεχίζεται χωρίς να φαίνεται υποχώρηση το 2022. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για το φυσικό αέριο κλείνουν σε τιμές γύρω στα 90 ευρώ/MWh (αερίου), πιο χαμηλά από τα 145 ευρώ/MWh λίγες εβδομάδες πριν, όμως 3,5 φορές υψηλότερες από τις «κανονικές» τιμές τα τελευταία χρόνια. Αναμένονται στα 70-75 ευρώ/MWh κατά το 2022, αλλά ίσως μειωθούν προς τα 35 ευρώ/MWh το 2023. Υπάρχει πάντως μεγάλη αβεβαιότητα των προβλέψεων αυτών. Σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου άνθρακα, οι τιμές του φυσικού αερίου οδηγούν τις χρηματιστηριακές τιμές ηλεκτρισμού στα επίπεδα των 220 ευρώ/MWh, που ίσως μειωθούν προς τα 180 ευρώ/MWh τους επόμενους μήνες του 2022. Οι τιμές αυτές είναι τρεις φορές πιο υψηλές από τις τιμές τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για πρωτοφανή κρίση τιμών, που οφείλεται σε ανισορροπίες των αγορών φυσικού αερίου κατά την ανάκαμψη των οικονομιών μετά την COVID-19 αλλά και σε γεωπολιτικούς παράγοντες στην Ευρώπη. Δεν οφείλονται στην πράσινη μετάβαση. Το σύστημα επιδοτήσεων των λογαριασμών ενέργειας όλων των καταναλωτών που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση είναι η μόνη άμεση λύση για την αποφυγή οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων. Το μεγάλο πλεονέκτημα του μηχανισμού είναι ότι δεν επιβαρύνει τα δημοσιονομικά του κράτους, αφού η επιδότηση χρηματοδοτείται πλήρως από τα πλεονάσματα εσόδων των ΑΠΕ στις αγορές, λόγω των υψηλών τιμών, και τα έσοδα από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου άνθρακα. Ο μηχανισμός προβλέπει μηνιαία αναπροσαρμογή με βάση τη μεταβολή των τιμών, αλλά εξασφαλίζει ισοζύγιο εσόδων και δαπανών σε κάθε περίπτωση. Ετσι, όπως έπρεπε, επιστρέφουν στον καταναλωτή τα απροσδόκητα έσοδα, ώστε αυτός να πληρώνει τελικά το μέσο πραγματικό κόστος και όχι τις οριακές τιμές των αγορών.

* Καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ.

Οι αυξημένες τιμές ήρθαν για να μείνουν

Νίκος Κεραμίδας*

Το φθινόπωρο του 2021 η ενεργειακή αγορά της Ευρώπης ήρθε αντιμέτωπη με μια ανεπανάληπτη κρίση στις τιμές, προερχόμενη κατά κύριο λόγο από τη ραγδαία και απότομη αύξηση της χρηματιστηριακής τιμής του φυσικού αερίου (άνω του 400% σε σχέση με πέρυσι), υποστηριζόμενη και από ένα άλμα στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 (περίπου 300%).

Δικαιολογημένα, από τη σκοπιά διαχείρισης της κρίσης, πολλοί έσπευσαν να καθησυχάσουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, προβλέποντας ότι είναι παροδική, και τον Μάρτιο αναμένουμε ομαλοποίηση. Δυστυχώς, η πλειονότητα των αναλυτών προειδοποιεί ότι οι αυξημένες τιμές «ήρθαν για να μείνουν». Και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξάλλου, στην ανάλυση συνεπειών για τον φιλόδοξο κλιματικό στόχο του 2030, προαναγγέλλει αύξηση του ενεργειακού κόστους περίπου 19% ετησίως.

Ο χειμώνας της νέας χρονιάς μόλις ξεκίνησε και είναι ελάχιστα τα δεδομένα που μας επιτρέπουν να ελπίζουμε σε μία ταχεία αποκλιμάκωση των τιμών. Ακόμα και αν οι τιμές όντως εμφανίσουν μία υποχώρηση την άνοιξη, θα τολμούσα να πω ότι μάλλον αυτή θα είναι πρόσκαιρη, καθώς η αυξητική τάση του ενεργειακού κόστους είναι σε μεγάλο βαθμό δομική με βαθιά αίτια.

Τα αντανακλαστικά της ελληνικής κυβέρνησης ομολογουμένως ήταν εντυπωσιακά, προσπαθώντας –στο πλαίσιο του οικονομικά εφικτού– να ελαφρύνει τις δυσμενείς επιπτώσεις, πρώτα στα νοικοκυριά αλλά και στις επιχειρήσεις, προλαβαίνοντας τόσο τα άλλα κράτη-μέλη, όσο και την Επιτροπή, της οποίας η «εργαλειοθήκη» δεν έδωσε μαγικές λύσεις.

Αυτό που απαιτείται από την Ευρώπη είναι μια πιο ολιστική θεώρηση του προβλήματος, η οποία περνά μέσα από την ισόρροπη και ρεαλιστική συνεκτίμηση όλων των παραγόντων που επηρεάζουν το ενεργειακό κόστος. Η κλιματική στόχευση είναι ασφαλώς μία εκ των προτεραιοτήτων: ωστόσο, η ασφάλεια εφοδιασμού και οι προσιτές τιμές για τα νοικοκυριά και ανταγωνιστικές τιμές για τη βιομηχανία είναι εξίσου απαραίτητες και εξάλλου υποστηρίζουν (ή διακινδυνεύουν, αν απουσιάζουν) την πορεία προς τον πράσινο στόχο. Και γι’ αυτά δεν αρκεί η φιλοδοξία: χρειάζεται συγκεκριμένος σχεδιασμός, στηριζόμενος σε υπαρκτές τεχνολογικές λύσεις με το χαμηλότερο δυνατό κόστος για την κοινωνία, αλλά και σθένος και ευελιξία ακόμα και για επανεξέταση συγκεκριμένων εργαλείων.

* Διευθυντής Ευρωπαϊκών και Ρυθμιστικών Θεμάτων της «Μυτιληναίος Α.Ε».

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο