Αυξημένες κατά 94% είναι οι τιμές που πληρώνουμε ως καταναλωτές τα οπωρολαχανικά στα ράφια των σούπερ μάρκετ σε σχέση με την τιμή που αυτά έχουν τη στιγμή που φεύγουν από τον παραγωγό για να πουληθούν στους χονδρεμπόρους και στη συνέχεια να διατεθούν στην αγορά. Στοιχεία ανάλυσης του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) προς τα σούπερ μάρκετ – μέλη του που είναι στη διάθεση του Capital.gr, δείχνουν ότι το 52% του συνολικού κόστους των οπωρολαχανικών προέρχεται από τη διαδικασία παραγωγής στο χωράφι, το 13% από τους χονδρεμπόρους, το 24% από το λιανεμπόριο και το 12% από τον ΦΠΑ. Σημειώνεται ότι η πορεία των προϊόντων σε χονδρεμπόριο, λιανεμπόριο και η προσθήκη του ΦΠΑ, είναι αυτή που φέρνει και την αύξηση του 94% στην τιμή ραφιού, σε σχέση με την τιμή που αγοράζουν οι χονδρέμποροι από τους παραγωγούς. Τα στοιχεία αυτά προήλθαν από συνεντεύξεις που πραγματοποίησε ο ΙΕΛΚΑ με λιανέμπορους και παραγωγούς με επιμέρους ερωτηματολόγια, ενώ αντλήθηκαν και στοιχεία από δευτερογενείς τιμές. Η συλλογή των ερωτηματολογίων πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Ιουνίου και η έρευνα θα λάβει την πλήρη μορφή της στη διάρκεια του Αυγούστου.
Αναλυτική κατανομή του κόστους στα οπωροκηπευτικά
Αναλύοντας εις βάθος το πώς προκύπτει το τελικό κόστος των προϊόντων στην αλυσίδα αξίας, η κατανομή έχει ως εξής:
ΦΠΑ: 12%
Κέρδη εμπλεκομένων: 9%
Άλλα κόστη: 3%
Φύρα: 9%
Μεταφορές και καύσιμα: 13%
Εργατικό κόστος: 29%
Ενέργεια: 10%
Πρώτες ύλες και συσκευασία: 15%
Όπως προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση, ο ΦΠΑ είναι υψηλότερος από τα κέρδη όλων των εμπλεκομένων, και επί της ουσίας το κράτος είναι αυτό που βγάζει τα περισσότερα χρήματα από την παραγωγή, διακίνηση και πώληση των συγκεκριμένων προϊόντων. Συν τοις άλλοις το εργατικό κόστος προκαλεί το μεγαλύτερο μέρος από το σύνολο του κόστους παραγωγής και διακίνησης των οπωροκηπευτικών.
Οι βασικές προκλήσεις για τους παραγωγούς – Έλλειψη πόρων και κόστος ανθρώπινου δυναμικού
Στις κυριότερες προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι παραγωγοί και διακινητές οπωροκηπευτικών είναι η έλλειψη πόρων, δεδομένου ότι υφίσταται μεγάλο πρόβλημα έλλειψης νερού με μειωμένη πρόσβαση σε γεωτρήσεις και αρδεύσεις. Ταυτόχρονα είναι αυξημένο το κόστος του νερού, από 15 ευρώ ανά ώρα σε 24 ευρώ αυτή τη στιγμή, όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία. Σημαντικά κόστη που επίσης επιβαρύνουν την εφοδιαστική αλυσίδα είναι οι θάλαμοι αποθήκευσης και τα ψυγεία, τα καύσιμα και η φύρα. Επίσης ο κλάδος παραγωγής οπωροκηπευτικών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εξωτερικό σε ό,τι αφορά την προμήθεια σπόρων, φαρμάκων και λιπασμάτων, γεγονός που αυξάνει έτι περαιτέρω το κόστος. Στα κύρια προβλήματα του κλάδου παραγωγής και διακίνησης είναι η ελληνοποίηση προϊόντων που προέρχονται από χώρες του εξωτερικού, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος των υγειών επιχειρήσεων.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα είναι η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και η αύξηση του κόστους για τα εργατικά χέρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ημερομίσθιο από 25 ευρώ την ημέρα, έχει ανέλθει αυτή τη στιγμή στα 50 ευρώ την ημέρα με βάση τα ίδια στοιχεία.
Στη λαϊκή αγορά οι καλύτερες τιμές στα οπωροκηπευτικά
Στο πλαίσιο της παρουσίασης του ΙΕΛΚΑ εξετάζονται παράγοντες όπως για παράδειγμα πού βρίσκει ο καταναλωτής τις καλύτερες τιμές της αγοράς. Για όλα τα προϊόντα που εξετάζονται, η απάντηση είναι ότι η καλύτερη τιμή είναι αυτή της λαϊκής αγοράς. Για παράδειγμα το 60% απαντάει ότι τα φθηνότερα λεμόνια τα αγοράζει από την λαϊκή, το 62% δίνει την ίδια απάντηση για τα πορτοκάλια και τα μήλα. Επίσης το 64% επισημαίνει ότι η φθηνότερη ντομάτα που αγοράζει είναι αυτή της λαϊκής και το 56% απαντά το ίδιο για τα κρεμμύδια.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι καταναλωτές θεωρούν πως τα οπωροπωλεία είναι τα σημεία που πωλούν ακριβότερα τα αγροτικά προϊόντα, καθώς μόλις το 3% θεωρεί ότι βρίσκει φθηνότερα εκεί τα λεμόνια, τα πορτοκάλια, τα μήλα και τη ντομάτα, ενώ μόλις το 2% απαντά ότι βρίσκει φθηνότερα τα κρεμμύδια και τις πατάτες.
Σε ό,τι αφορά τα σούπερ μάρκετ το 18% απαντά ότι εκεί βρίσκει φθηνότερα τα λεμόνια, το 17% τα πορτοκάλια, το 19% τα μήλα, το 21% τα κρεμμύδια, το 16% τις ντομάτες, το 23% τις πατάτες.
Επιπλέον, ένα ποσοστό 17% απαντά ότι τα φθηνότερα λεμόνια τα αγοράζει από παραγωγούς ή υπαίθριους πωλητές, το 16% δίνει την ίδια απάντηση για τα πορτοκάλια, το 15% για τα μήλα, το 16% για τις ντομάτες και το 18% για τις πατάτες.
Εν γένει η λαϊκή αγορά είναι αυτή που κυριαρχεί σε όλα τα ερωτήματα που αφορούν το εάν κάποιος βρίσκει εκεί τα προαναφερόμενα προϊόντα με την καλύτερη γεύση, τη μεγαλύτερη φρεσκάδα και τη μεγαλύτερη ασφάλεια.