Όταν οι 900 Ελληνίδες νύφες έφταναν στην Αυστραλία με την φωτογραφία του γαμπρού στο χέρι
Η ζωή μετά τον Εμφύλιο δεν ήταν η καλύτερη
Πριν από 64 χρόνια, η Ελλάδα μαζεύει τα κομμάτια της μετά τον εμφύλιο και την κατοχή. Η φτώχεια και η ανεργία οδηγούν χιλιάδες Έλληνες στην ξενιτιά. Οι χώρες στις οποίες μετανάστευσε κυρίως ο ελληνικός πληθυσμός ήταν η Αυστραλία και η Αμερική.
Πίσω στην Ελλάδα η κατάσταση παρέμενε πολύ δύσκολη. Χωριά και πόλεις άδειασαν ολόκληρες μετά το κύμα της μετανάστευσης.
Το 1950, ήταν η πιο δύσκολη στη νεότερη ιστορία της χώρας, καθώς η χώρα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, κουβαλώντας πληγές από την Κατοχή, και τον Εμφύλιο. Η επαρχία μαστιζόταν από την ανεργία και τη φτώχεια.
Το δρόμο, για τη ξενιτιά πήρε πρώτος, ο αντρικός πληθυσμός. Χωριά ολόκληρα αδειάσανε για την Αυστραλία, την Αμερική, τα ορυχεία του Βελγίου, ακόμα και για τη Μέση Ανατολή.
Πίσω έμειναν μόνο οι ηλικιωμένοι, και τα κopίτσια που δεν ήταν παντρεμένα.
Τα χρόνια περνούσαν, και τα άλλοτε κεφαλοχώρια, έμοιαζαν με ερειπωμένες πόλεις, μετά από φυσική καταστροφή.
Οι Έλληνες μετανάστες δούλεψαν σκληρά, έκαναν περιουσίες, αλλά οι ντόπιοι δεν τους αποδέχτηκαν εύκολα. Οι κοπέλες από την Αυστραλία, απέφευγαν τους Έλληνες, τους θεωρούσαν επικίνδυνους και υπανάπτυκτους.
Και κάπου εκεί το ελληνικό δαιμόνιο ανέλαβε δράση. Οι σύγχρονες προξενήτρες ανέλαβαν να παντρέψουν τους μετανάστες με φτωχά κopίτσια από την επαρχία.
Με μια φωτογραφία από την υποψήφια νύφη, η προξενήτρα δεχόταν προσφορές από τους υποψήφιους γαμπρούς. Έτσι ξεκίνησε το μεγαλύτερο προξενιό της ιστορίας.
Μια βαλίτσα ρούχα και μια φωτογραφία του γαμπρού με τη καλύτερη προσφορά, αποβιβάζονταν στο λιμάνι. Εκεί τους περίμεναν, χιλιάδες καλοντυμένοι ξεριζωμένοι Έλληνες, που τις παραλάμβαναν και με ένα πρόχειρο χαρτί που υπόγραφαν, εξασφαλίζανε, την παραμονή τους, μέχρι την ημέρα του γάμου.
Μετά τα πρώτα καράβια, και τα γράμματα, που έφταναν πίσω στη πατρίδα, το φαινόμενο, πήρε μαζικές διαστάσεις. Εφημερίδες, έβαζαν τεράστιες αγγελίες, και έταζαν ονειρικούς γάμους στις νέες κοπέλες και τις οικογένειες τους.
Το 1957, στο Port Philip Bay της Μελβούρνης, έφτανε το γερασμένο ισπανικό πλοίο «Μπεγκόνια» που φιλοξενούσε στο κατάστρωμά του τις ελπίδες και τα όνειρα 900 Ελληνίδων νεαρών γυναικών, οι οποίες έφταναν στην Αυστραλία με μια βαλίτσα όνειρα, για ένα καλύτερο αύριο και την ελπίδα να συναντήσουν στην ξενιτιά τους μελλοντικούς συζύγους τους και να δημιουργήσουν μαζί τους τις δικές τους ελληνικές οικογένειες.
Μέσα στο πλοίο, στην τρυφερή ηλικία των οκτώ ετών, ήταν και ο γνωστός Ροδίτης εκπαιδευτικός Παναγιώτης Φωτάκης.
Μάλιστα, ο εκπαιδευτικός, εμπνευσμένος από την προσωπική του εμπειρία και κάνοντας τον προσωπικό του απολογισμό, αποφάσισε, μετά από 42 χρόνια, να προχωρήσει σε λεπτομερή έρευνα με σκοπό να βρει και να ενώσει όσες περισσότερες νύφες ή, μάλλον, νεραΐδες -όπως τις αποκαλεί ο ίδιος-, εκείνου του ταξιδιού, οι οποίες αποτέλεσαν για τον ίδιο μέρος των βιωμάτων και αναμνήσεών του.
Μεγάλο μέρος αυτών των γυναικών αποτελούσαν οι «αρραβωνιασμένες με φωτογραφία», κάποιες άλλες γνώριζαν ήδη τον γαμπρό, ενώ υπήρχαν και οι «ελεύθερες», τις οποίες αποκαλούσαν έτσι γιατί είχαν την ελευθερία να επιλέξουν μόνες τον σύντροφό τους, ενώ οι αρραβωνιασμένες ζούσαν με την αγωνία, αν ο άνθρωπος που άλλοι επέλεξαν γι’ αυτές θα ήταν καλός, νεαρός, δυνατός και όπως τον έδειχνε η φωτογραφία, που έκρυβαν σαν φυλαχτό στο στέρνο τους οι νεαρές ξενιτεμένες.
Για τις ελεύθερες γίνονταν ολόκληρες τελετουργίες και νυφοπάζαρα, μέσα από οικογενειακές συναντήσεις, γλέντια, κοινωνικές συνάξεις και εκκλησιασμούς, όπου παρατηρούνταν συνωστισμός και… παρέλαση υποψήφιων γαμπρών.
Για τις αρραβωνιασμένες υπήρχε μέριμνα αφού οι ίδιες είχαν τη δυνατότητα μέσα σε ένα μήνα να επιστρέψουν με το ίδιο εισιτήριο στην πατρίδα, εφόσον κάτι πήγαινε στραβά με το γάμο ή μετάνιωναν οι ίδιες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, πολλά προξενιά της εποχής πέτυχαν, ενώ άλλα προξενιά δεν «ανέβηκαν» ποτέ τα σκαλιά της εκκλησίας. Πολλές νύφες κατέληξαν μόνες και απογοητευμένες, άλλες συντετριμμένες έβαζαν τα κλάματα και άλλες επαναστατούσαν ενάντια στα «πρέπει» της εποχής.
Πολλές όμως -αν όχι οι περισσότερες- έσκυψαν σιωπηλά το κεφάλι και υπέμειναν τη μοίρα που άλλοι καθόρισαν για εκείνες.