Advertisement

Ους ο Μηνάς συνέζευξε

ΤΟΥ Γ. Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ, ΣΚΙΤΣΟ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

766

Παλαβέας δεν ήτανε μα και πολύ μυαλό δεν είχε. Πότε-πότε όμως, τον έπιανε η αφηρημάδα, το μούτρο του έδειχνε θεοπάλαβο και οι σκουντούφλες που πάθαινε έχουνε μείνει ιστορικές.

Τονε θυμάμαι μια μέρα που πήγε να μαζέψει τα χτήματα από τα χωράφια για να τα πάει στα λέστεκα. Ήτανε στο σούρουπο, την ώρα που τον έπιανε η λελάδα του. Έστρωσε λοιπόν το γάιδαρο με το σομάρι, μα εξέχασε να δέσει γκίγκλα και μπτοστελίνα. Εξεκάρφωσε ύστερα το σκοινί τση ζούλας από τη νομαρέα, το μάζεψε καλά για να μην έχει πολύ τράτο και το έδεσε στο σκαρβέλι του σομαριού. Τσι προβάτες τσ’’ είχε αφήκει λίμπερες γιατί ήτανε καλά ζωντανά κι ακλουθούσανε. Μα η ζούλα του ήτανε με το διάολο. Γι’’ αυτό ήθελε να τηνε σέρνει, ανέ την άφηνε λίμπερη θα την έκανε τη ζημία της, αφού ο νους της πάντα στη διαολιά ήτανε. Να φανταστείτε, ούτε να την αρμέξει δεν τον άφηνε. Επολέμα να τση πιάσει τι βυζί, εγύρνα αυτή την κεφαλή της και τονε μύτιζε στον πισινό του. Έσκυβε να τση βάλει τα χόρτα στο παχνί, εκείνη εθέρρειε πως τση αστειεύεται, ντούκου κουτουλέα στην καρκάλα του, του την είχε γιομίσει με κουσκούνους.

Και’ κείνη τη φορά που σας λέω, του την έκαμε τελικά την κασκαρίκα. Έφταιγε βέβαια κι ο Μηνάς, που ξέχασε να δέσει τη γκίγκλα μα μπορεί να μην την επάθαινε αν δεν έσερνε το διάολο πίσω του.

Είχε καβαληκέψει το γάιδαρο κι ανηφόριζε κατά το χωρίο. Το σκαρβέλι πίσω του έσερνε το σκοινί και το σκοινί τη ζούλα. Κι όλα πααίνανε καλά μέχρι που μπήκε πλέα στα πρώτα σπίτια του χωρίου. Εκειά ξαφνικά, απάνω στην ανηφόρα του Μαλλιαρού, επετάχτηκε από τη γωνία το κουλούκι τσης Αργενίας. Η ζούλα εκαταξυπάστηκε, άτιμο ζωντανό σας λέω, εμέντωσε και στήλωσε τα πόδια κατά γης. Ακούνητη έμεινε.Τότες όλα γυρίσανε την ανάποδη. Η ζούλα έσυρε το σκοινί και το σκοινί έσυρε το σκαρβέλι. Το σομάρι, αφού δεν ήτανε δεμένο με τη γκίγκλα στο σώμα του αβασταγού, εγλύστρισε στη ράχη του, όπως γλυστρά ο σαμυαλάος στις αυλές μας κι έπεσε πισω’ από’ την ορά του. Και τότε είδες μονιτάρου τη ζούλα να τρέχει ολοδράμουντη προς την κατηφόρα και να κωλοσέρνει πίσω της το σομάρι, το γάιδαρο ξέστρωτο ν’’ ασκοφυσά  και ν’’ ανεβαίνει φυσηχτός τον ανήφορο και το Μηνά φαρδύ-πλατύ με τσι πλάτες στο χώμα να πολεμά ν’’ ασηκωθεί και να μη μπορεί.

Εγώ που τάβλεπα από το μπότζιο μου, έτρεξα να τονε βοηθήξω.

-Μηνά, του λέω, εβάρηκες;

-Με φουντάρισε ο διάολος, Γιώργη.

-Μωρέ αυτό το είδα, μόνο εβάρηκες, πονείς πότα;  Τονε ξαναρώτησα.

-Το άτιμο το χτήμα, θα το σπάξω απόψε.

-ʼΑστο το χτήμα και πες μου, αισθάνεσαι καλά; Μπας και ζαλίζεσαι;

-Θα… θα… θα τση βλάλω  τ’’ άντερα, τση διαλόζουλας.

-Βρε Μηνά, πες μου νιώθεις καλά; Σε βλέπω και κουτσαίνεις.

-Ωχώ μωρέ Γιώργη, το πόδι μου με πονεί, οπανάθεντά τηνε για ζούλα.

Τονε βούτηξα και τον επήγα στο γιατρό, το Λευτέρη. Τον εμάλασ’’ αυτός από δω, τον ετράβ’’ από  κει, ο Μηνάς εζάρωνε.

-Ντέντωσέ το μωρέ. Πονείς;

-Πονώ γιατρέ μου.

-Πάτησέ το μωρέ. Στέκεις;

-Στέκω, γιατρέμου.

-Παν’’ από δω, τίοτα δεν έχεις.

-Να μην κουτσαίνω λοιπό γιατρέ;

-Κούτσαινε και από τα δύο μερέ, να περπατείς πάλι στα ίσια.

-Να κλωτσώ μπορώ, είντα λέεις γιατρέ;

-Και πήδα και κλώτσα όσο θέλεις μόνο την άλλη να δένεις τη γκίγκλα, μην τύχει και σου ξανασυμβεί κοντά σε κανένα εγκρεμό.

-Ε.. ε…ε… κλωτσέα που θα τηνε φάει η διαολόζουλα!

Μίαν άλλη φορά, ακούτε είντα έκαμε, ετσά για να γελάσομε δηλαδής.

Ήθελε λέει ν΄αργάσει το πρεβόλι του. Μα τούτο ήτανε ντίπι στενό, τρεις πιθαμές που λένε, βούιδα και γαϊδάροι δεν εχωρούσανε να τα βάλει μέσα και να τα ζέψει. Έσιαξε κι εκείνος ένα σύνεργο μικρό κι έναν ζυγό μικρούτσικο. Επήρε ύστερα ένα κατσί αρσενικό που είχε, ένα αρκούδι ήτανε, και το έζεψε στη μία μερέα του ζυγού. Εσπύριξε και στον Αράπη, το σκύλο του κι αυτός ήρθε μάνι-μάνι. Τονε βούτηξε να τονε ζέψει στην άλλη μερέα του ζυγού. Μα γίνονται αυταδά τα πράματα; Ο γάτος μόλις είδε δίπλα του το σκύλο αναχάντρωσε, του σηκώθηκ’’ η τρίχα πέντε πιθαμές, έτοιμος ήτανε να του ορμήξει για να του βγάλει τα μάτια. Κι ο σκύλος, βέβαια, αγριεύτηκε. Ίσα-ίσα που πρόκαμε ο Μηνάς να του περάσει το κεφάλι στη ζέβλα. Όπως πήγε να του περάσει και τη λαιμαριά αυτός αρχίνιξε να βαβλίζει και ν’’ αντριτσινά. Δεν εμπόρειε όμως να βουτήξει το γάτο γιατί τον αμπόδιζε ο ζυγός, ούτε κι ο γάτος έσωνε να γρατζουνήσει το σκύλο, μα πολεμούσανε με το ζόρι να σώσει ο ένας τον άλλονε. Ο Μηνάς εμπήκε στη μέση να τσοι ξεχωρίσει. Εθάρρειε ο κακορίκος ακόμα, πως θα του σύρουνε στο τέλος το σύνεργο ν’’ αργάσει το πρεβόλι. Σκύβει να πιάσει το γάτο, μα με το άχτι πουχ’’ αυτός να σκίσει το σκύλο, ούτε που πρόσεξε πως η μούρη ήτανε του Μηνά και όχι του Αράπη.’Απλωσε τσι νυχούρες του και του εκατέβασε το ένα μάγουλο. Κάνει να τραβηχτεί ο δύστυχος, μην προκάμει και του χαϊδέψει και τ’’ άλλο, μα ετσά που πισωγύρισε τον έσωσε ο σκύλος, χραπ του έκαμε μίανε και του κατέβασε το παντελόνι μαζί με μία καλή μερίδα από το μπούτι του.

Εγιόμισε ο τόπος αίματα. Τ’’ αγρίμια καταφέρανε στο τέλος και σπάσανε σύνεργο και ζυγό και πήρανε το ένα κατ’’ ανατολή και τ’’ άλλο κατά δύση και μοναχά ο Μηνάς έμειν’’ εκειά και ξάνοιγε το πρεβόλι του που έμεινε χέρισο. Εξεχερίσεψε όμως το μούτρο του, του το είχε αργάσει βαθέα το κατσί. Όσο για το μπούτι του, ανάχωμα του τόκαμε ο σκύλος και τον άφηκε και ξεβράκωτο.

Από τότε. Όπου τονε συναντούσε ο παπάς μας, που πολύ κατά τ’’ άλλα τον αγάπα, του έκανε πλάκα και τούλεγε:

-Ούς ο Μήνας συνέζειξε, Μήνας μη ξεχωριζέτω, ε Μηνά;Καλά δεν τα λέω;

-Ναι, ναι  καλά τα λέεις δέσποτα, τ’’ απαντούσε ο Μηνάς κι ας μην καταλάβαινε είντα τούλεγε.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 66 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1993

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο