Παροιμιώδεις εκφράσεις

142

Όλοι μας έχουμε διερωτηθεί για μερικές εκφράσεις που τις συνηθίζουμε και σήμερα κι είναι συχνά μέρος της έκφρασής μας. Από την πασίγνωστη «Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση» ή την αρχαιότερη «το νινί σέρνει καράβι» αν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι τον κάνει ό,τι θέλει η γυναίκα του ή η φιλενάδα του, μέχρι τις πιο κοινές, όπως «αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας» και «έφαγε το ξύλο της χρονιάς του» ο λαός χρησιμοποιεί καθημερινά εκφράσεις όπως αυτές, που, άλλες ξεκινούν από τα αρχαία χρόνια κι άλλες είναι νεότερες. Ας δούμε μερικές εδώ.

​​​​​​​​​​«Κ»


Advertisement

Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση

Το όνομα Γιάννης χρησιμοποιείται σε πολλές λαϊκές εκφράσεις και παροιμίες. Μία γνωστή παροιμία είναι φυσικά και η «Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση», η οποία χρησιμοποιείται υποτιμητικά.

Ο γνωστός λαογράφος, Νικόλαος Πολίτης, στο βιβλίο του «Παροιμίες», παραδίδει έναν κεφαλονίτικο μύθο που σχετίζεται με την παροιμία:

Κάποτε υπήρχε ένα μικρό χωριουδάκι, με πολύ λίγους κατοίκους, οι οποίοι ήταν φτωχοί σε περιουσία αλλά και σε γνώση! Όλες οι οικογένειες του χωριού ήταν 45, και το περίεργο είναι, πως όλοι οι νοικοκυραίοι ονομάζονταν Γιάννηδες!

Οι 45 αυτοί Γιάννηδες είχαν μια περίεργη νοοτροπία: Να μην ενεργεί κανείς ξεχωριστά σε κάποια εργασία, αλλά όλοι μαζί ξεκινούσαν «μπουλούκι» κι όπου τους έβγαζε ο δρόμος… Τους διέκρινε η μεταξύ τους εμπιστοσύνη κι αγάπη, σε βαθμό που νόμιζε κανείς ότι επρόκειτο για 45 αγαπημένα αδέλφια. Ο καιρός περνούσε ευτυχισμένα, ώσπου μια χειμωνιάτικη νύχτα ήρθε να διαταράξει την ησυχία τους μια καταιγίδα.

Η καταιγίδα είχε ως αποτέλεσμα να ξεχειλίσει κάποιο ποτάμι κοντά στο χωριό και να τους καταστρέψει τις περιουσίες τους. Όταν ξημέρωσε συγκεντρώθηκαν και οι 45 στην πλατεία του χωριού, και πήραν την απόφαση να εκδικηθούν το ποτάμι για το κακό, που τους προξένησε. Καθένας από αυτούς έλεγε και μια γνώμη για τον τρόπο που θα επέβαλαν την τιμωρία. Ήταν η πρώτη φορά που δεν συμφωνούσαν και τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Υπήρχε μάλιστα φόβος να πιαστούν στα χέρια.

Τη στιγμή που το πράγμα είχε φτάσει στο απροχώρητο παρουσιάστηκε ο περιλάλητος και καθώς λένε οι κακές γλώσσες, ο ψευτοπαλικαράς ο κόκορας και έσωσε την κατάσταση. Καθώς προβάλλει με μουσκεμένα φτερά από την πλημμύρα, τους είπε: «Ε, πατριώτες, ντροπή να τσακώνεστε για ασήμαντα πράγματα. Εγώ θα σας πω τον τρόπο, πώς να εκδικηθείτε το ποτάμι. Αρκεί να μου υποσχεθείτε, ότι θα με υπακούσετε». «Ναι, ναι εσένα θέλουμε, θα σε κάνουμε αρχηγό!» είπαν όλοι. «Εμπρός, ελάτε όλοι κοντά μου, πάρτε ρόπαλα στα χέρια, να πάμε να διώξουμε το ποτάμι από τον τόπο μας, να γυρίσει πίσω και να μην ξαναπεράσει απ’ εδώ, να πάει εκεί που περνούν οι παλικαριές του!». Όλοι έμειναν σύμφωνοι.

Όταν έφτασαν στις όχθες του ποταμού, που κυλούσε με ορμή, ο κόκορας τους είπε, πως πρέπει να πηδήσουν μέσα στο νερό με τα ρόπαλα στα χέρια και να αρχίσουν τον… ξυλοδαρμό, ώσπου να καταλάβει το ποτάμι ότι είναι ανεπιθύμητο πλέον στο χωριό! Έτσι οι Γιάννηδες «υπάκουσαν» στον αρχηγό – κόκορα, με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι!

“Το νινί… σέρνει καράβι”

Είναι η φράση που λέμε όταν μια γυναίκα κάνει ό,τι θέλει έναν άντρα. 

Η φράση προέρχεται από την αρχαιότητα, όταν οι ναυτικοί έσερναν τα καράβια διά ξηράς στον ισθμό της Κορίνθου. Άρα η φράση αυτή έχει 2.500 χρόνια στην …πλάτη της.

Προκειμένου να αποφύγουν να κάνουν τον γύρο της Πελοποννήσου, καθώς τότε δεν είχε ανοίξει η διώρυγα,  προέβαιναν σε ρυμούλκηση των πλοίων από το στενό πέρασμα που χώριζε τη θάλασσα. Τοποθετούσαν κορμούς δέντρων και έσερναν από πάνω τα πλοία.

Η ρυμούλκηση διαρκούσε αρκετό χρόνο, ωστόσο ήταν προτιμότερο για τους ναυτικούς από το να πλεύσουν γύρω από την Πελοπόννησο. Άλλωστε, είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν και τα ξακουστά πορνεία της εποχής, τα “ιερά της Αφροδίτης”.

Χιλιάδες ιερόδουλες έμεναν στην Κόρινθο την περίοδο εκείνη, καθώς στον Ακροκόρινθο υπήρχε ιερό προς τιμήν της θεάς του Έρωτα, το οποίο είχε χτίσει η Μήδεια.  Οι ναυτικοί που έκαναν στάση στην Κόρινθο δεν παρέλειπαν να επισκεφθούν τους οίκους ανοχής της περιοχής. Για τον λόγο αυτό, υπήρχε η φήμη ότι όσοι επέλεγαν να σύρουν τα καράβια στη στεριά, στην πραγματικότητα επιθυμούσαν να επισκεφθούν τα πορνεία…

Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.

Το περιστατικό από την εποχή του Όθωνα που έμεινε στη λαϊκή έκφραση

Γνωστή είναι η φράση «άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς», η οποία σύμφωνα με τον Τάκη Νατσούλη, ξεκίνησε σαν παροιμία, αλλά έγινε παροιμιακή έκφραση από το εξής γεγονός:

«Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος.

Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ό,τι του κατέβαινε. Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή. Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πετούσε από πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα.

Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω. Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους από το στόμα του Μανώλη Μπατίνου:

«Άλλαξε η Αθήνα όψη,

σαν μαχαίρι δίχως κόψη,

πήρε κάτι απ’ την Ευρώπη

και ξεφούσκωσε σαν τόπι.

Άλλαξαν χαζοί και κούφοι

και μας κάναν κλωτσοσκούφι.

Άλλαξε κι ο Μανωλιός

κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».

Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;

«Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;»: Όταν η Αθήνα ανέλαβε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, εκκρεμούσε η αναμόρφωση του Παναθηναϊκού Σταδίου. Η Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων προγραμμάτισε την αναμαρμάρωση του Σταδίου, μια και πολλά από τα μάρμαρά του είχαν αφαιρεθεί και είχαν χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, αλλά και πριν. Τότε τέθηκε η ερώτηση: «ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;». Ζητήθηκε από τον Γεώργιο Αβέρωφ, έμπορο από την Αίγυπτο, ν’ αναλάβει τα έξοδα και αυτός δέχθηκε. Η ανακατασκευή ανατέθηκε στον Α. Μεταξά ο οποίος ακολούθησε πιστά το σχέδιο του αρχαίου μνημείου του Ηρώδη. Χρησιμοποιήθηκε δε λευκό πεντελικό μάρμαρο στο οποίο το Στάδιο οφείλει και την ονομασία «Καλλιμάρμαρο».

Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας.

Η λαϊκή παροιμιώδης έκφραση «αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας», λέγεται για να δείξει ότι κάποιος πρέπει να περιμένει τον κατάλληλο χρόνο, προκειμένου να πράξει κάτι, χωρίς να γίνει καμία εξαίρεση.

Τη φράση μάς την έκανε πιο γνωστή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κι από τότε έμεινε.

Λεγόταν, τα παλιά χρόνια, κυρίως σε μύλους και βρύσες, που περίμεναν με τη σειρά τους οι άνθρωποι να αλέσουν ή να πάρουν ένα σταμνί νερό. Έτσι, όταν έβλεπαν κανέναν παπά να μη θέλει να τηρήσει τη σειρά, του λέγανε τη φράση αυτή.

«Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του»

Αυτή η φράση έχει σχέση με τιμωρία των παιδιών. Στα χρόνια του Μεσαίωνα, όπου οι μέθοδοι διαπαιδαγώγησης ή πειθαρχίας των μαθητών, καμία σχέση δεν έχουν, ευτυχώς, με τις σημερινές. Πολλοί μαθητές μαρτυρούσαν, υπέφεραν στα χέρια των δασκάλων τους με αποτέλεσμα να προσπαθούν συνεχώς να βρουν τρόπο να το σκάνε για να γλυτώσουν.

Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν σχεδόν όλοι καλόγεροι ή παπάδες αλλά η… πίστη δεν τους εμπόδιζε να δέρνουν και αυτοί τους μαθητές, με μία όμως μικρή διαφορά. Τους έδερναν μόνο μία φορά τον χρόνο. Και η εποχή του ξύλου ήταν κάθε Αύγουστο, μόλις τελείωναν τα μαθήματα. Ο μαθητής έπρεπε να περάσει από τον παιδονόμο για να… φάει το ξύλο της χρονιάς του. Το σκεπτικό πίσω από αυτή την συνήθεια ήταν ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο που θα άρχιζαν πάλι τα μαθήματα τα παιδιά θα ήταν φρόνιμα!

«Χαιρέτα μου τον πλάτανο».

Δύο εκδοχές αναφέρονται για τη φράση αυτή.

Σύμφωνα με την πρώτη, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, κοντά στο Ωρολόγιο του Κυρρήστου (Αέρηδες) υπήρχε το ιεροδιδασκαλείο των μουσουλμάνων το οποίο είχε ιδρυθεί το 1721 από τον Μεχμέτ Φαχρή. Όταν οι Τούρκοι έφυγαν από την Ελλάδα, το κτίριο επισκευάστηκε σε σχέδια του Χρ. Χάνσεν και λειτούργησε ως φυλακή. Εκεί είχαν φυλακιστεί πολλοί ποινικοί αλλά και πολιτικοί κρατούμενοι μεταξύ αυτών και ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Στην αυλή των φυλακών υπήρχε ένας πλάτανος πάνω στον οποίο απαγχονίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο. Όσοι ήταν τυχεροί και αποφυλακίζονταν, φεύγοντας έλεγαν «χαιρέτα μου τον πλάτανο». Το κτίριο των φυλακών κατεδαφίστηκε το 1914 και σήμερα δεν υπάρχει τίποτα άλλο πάρα μόνο η ξύλινη πύλη με την επιγραφή της.

Μια άλλη εκδοχή θέλει την προέλευση αυτής της παροιμιώδους έκφρασης να οφείλεται στον χαιρετισμό δύο συγχωριανών, όταν συναντιόντουσαν μακριά από το χωριό τους και ο ένας απ’ αυτούς, επρόκειτο να γυρίσει πίσω. Τότε ο άλλος του έλεγε «χαιρέτα μου τον πλάτανο», δένδρο που σπάνια έλειπε από την κεντρική πλατεία ενός χωριού, προσφιλής τόπος συγκέντρωσης των κατοίκων.

«Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες»

Μία φράση σχετική με τους κουτσαβάκηδες, μάγκες της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίοι ασκούσαν εκβιασμούς, βία και τρομοκρατία. Συνηθισμένα στην εμφάνιση του μάγκα ήταν το λιγδωμένο μαλλί, το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα, το μαύρο σακάκι το οποίο φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκι ώστε να μπορούν να το βγάλουν πολύ εύκολα σε περίπτωση καβγά και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα – μαχαίρια και πιστόλια – που κουβαλούσαν.

Ο διευθυντής της Αστυνομίας Δημήτρης Μπαϊρακτάρης κατόρθωσε να τους αντιμετωπίσει, τη δεκαετία του 1890, παίρνοντας μία σειρά μέτρων με στόχο τον εξευτελισμό, τη διαπόμπευση και τελική εξάλειψή τους.

Μερικά από αυτά τα μέτρα που πήρε ήταν να κόψει το τσουλούφι των μαλλιών τους, τη μύτη των παπουτσιών τους, το κρεμασμένο μανίκι του σακακιού τους καθώς επίσης και να τους εξαναγκάσει να καταστρέψουν οι ίδιοι τα όπλα τους. Αυτοί, όμως, ύστερα από τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγούν έξω με αυτά τα χάλια. Τότε, μάλιστα, τραγουδούσαν: « τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες…» και η παραμονή τους σ’ αυτή ήταν αδιάσειστο στοιχείο της παλικαριάς τους.

«Σιγά τον πολυέλαιο»

Και για αυτή τη φράση υπάρχουν δύο εκδοχές, ως προς τη προέλευσή της.

Η μία αναφέρεται σ’ ένα περιστατικό που συνέβη στην οικία Δεκόζη-Βούρου, γνωστό ως «Παλαιό Παλάτι» μια και αυτό λειτούργησε σαν ανάκτορο από το 1837 έως το 1843 και πρώτη κατοικία του Όθωνα, μετά τον γάμο του με την Αμαλία.

Εκεί, δόθηκε μία επίσημη χοροεσπερίδα, προς τιμή της νέας βασίλισσας με καλεσμένους ξένους αυλικούς, επιζώντες και απόγονους των αγωνιστών του ΄21, μεταξύ αυτών ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και το πρωτοπαλίκαρό του, Δημήτρης Πλαπούτας.

Ο Πλαπούτας, εξαιρετικός χορευτής είχε τη συνήθεια, όταν χόρευε και όταν το απαιτούσε η φιγούρα, να πετάει τα τσαρούχια του στον αέρα.

Μόλις λοιπόν άρχισε ο χορός μέσα στην φωτισμένη από κρυστάλλινους πολυελαίους αίθουσα και ο Πλαπούτας έτρεξε να σύρει τον «κλέφτικο» (τσάμικο), ακούστηκε από τον Κολοκοτρώνη, η παροιμιώδης φράση: «Το νου σου Μήτρο…σιγά τον πολυέλαιο».

Η άλλη, έχει τις ρίζες της στην εκκλησιαστική παράδοση και αναφέρεται στη συνήθεια που υπήρχε και ίσως υπάρχει ακόμη και στις μέρες μας, στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, με το άναμμα των πολυελαίων στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία.

Ο καντηλανάφτης αφού άναβε τους πολυελαίους τους κινούσε, χρησιμοποιώντας ένα κοντάρι, τον έναν από την ανατολή προς τη δύση και τον άλλον από το βορρά προς τον νότο έτσι ώστε να σχηματιστεί το σημείο του σταυρού. Αν όμως η κίνηση αυτή ήταν βιαστική, κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα του πολυελαίου και γι΄ αυτό του έλεγαν «σιγά τον πολυέλαιο».

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο