Advertisement

Πευκοδάση και φωτιές: Οι βολικοί μύθοι

Συνέντευξη με τον Μαρτίνο Γκαίτλιχ, βιολόγο-περιβαλλοντολόγο και συγγραφέα πολλών βιβλίων για το ελληνικό τοπίο και το φυσικό περιβάλλον/Ηλίας Ευθυμιόπουλος athensvoice.gr

932

 

Στην Ελλάδα, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, η δασική βλάστηση έχει αυξηθεί, παρά τις πυρκαγιές. Υπήρξαν βεβαίως και τοπικές μειώσεις, με εντονότερη την αποδάσωση σε παράκτιες, τουριστικές και πεδινές περιοχές. Οι δασικές πυρκαγιές υπήρχαν και πριν την εμφάνιση του ανθρώπου. Αλλά και στη σημερινή εποχή, βάσει όλων των δεδομένων, οι εμπρησμοί αποτελούν ένα δευτερεύον υποσύνολο. Ο ανθρώπινος παράγοντας, εκούσιος ή ακούσιος, είναι μεν υπαρκτός, αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι η γειτνίαση και η διείσδυση των οικισμών μέσα σε αυτά. Οι ζώνες ανάμειξης και διεπαφής δασών και οικισμών, αυξάνουν τον κατακερματισμό του δάσους, τον κίνδυνο για καταστροφικές πυρκαγιές,  και την πιθανότητα για ανθρώπινες απώλειες.

Κύριε Γκαίτλιχ, ποιοί φταίνε για τις φωτιές στα δάση; οι εμπρηστές, οι οικοπεδοφάγοι, οι εχθροί μας; 

Υπάρχουν σίγουρα αρκετοί αστικοί μύθοι γύρω από το θέμα αυτό. Ας αρχίσουμε απομυθοποιώντας τον τελευταίο που αναφέρατε, με τη βοήθεια της απλής λογικής: Συχνά ακούμε ότι οι Τούρκοι ή κάποιοι «ξένοι πράκτορες» βάζουν τις φωτιές στα δάση της χώρας μας, όμως ας θυμηθούμε ότι οι δασικές πυρκαγιές δεν είναι ένα αποκλειστικά ελληνικό πρόβλημα αλλά, αντιθέτως, είναι ένα συχνότατο φαινόμενο στις χώρες της Μεσογείου, καθώς και σε άλλες περιοχές που έχουν παρόμοιο κλίμα, όπως η Καλιφόρνια και η Αυστραλία. Αν ίσχυε λοιπόν η θεωρία των «ξένων πρακτόρων», τότε ποιοι βάζουν τις φωτιές στην Ισπανία; Μήπως οι Πορτογάλοι; Ας προσεγγίσουμε λοιπόν το θέμα βασιζόμενοι στα δεδομένα και όχι σε θεωρίες συνωμοσίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, οι περισσότερες δασικές πυρκαγιές οφείλονται αποδεδειγμένα σε αμέλεια. Βέβαια και η αμέλεια αποτελεί κι αυτή μια μορφή εμπρησμού, απλώς χωρίς πρόθεση και κίνητρο. Θυμάμαι έναν γνωστό καθηγητή Οικολογίας που συνήθιζε να λέει ότι ένας από τους κυριότερους εμπρηστές στην Ελλάδα είναι η ΔΕΗ, εννοώντας τους σπινθήρες από τους προβληματικούς μετασχηματιστές και τα υπέργεια καλώδια του δικτύου. Ασφαλώς και δεν αρνούμαι την ύπαρξη των εσκεμμένων πυρκαγιών και μάλιστα πάντα με ενδιέφερε η ιστορική και κοινωνική διερεύνησή τους, καθώς και η διαχρονική επίδραση ειδικά των κτηνοτροφικών πυρκαγιών στο τοπίο, αν και αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο. Στη σημερινή εποχή όμως, βάσει όλων των δεδομένων, είναι σαφές ότι οι εκούσιοι εμπρησμοί αποτελούν ένα δευτερεύον υποσύνολο. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο ανθρώπινος παράγοντας, εκούσιος ή ακούσιος, είναι μεν υπαρκτός, όμως ας μην ξεχνάμε ότι οι δασικές πυρκαγιές υπήρχαν στον μεσογειακό χώρο και πριν από την παρουσία του ανθρώπου. Όποια κι αν είναι τα αίτια, ανθρωπογενή ή φυσικά, έχουν μικρή σημασία στην εξέλιξη των πυρκαγιών, στις ζημίες και στην καταστροφικότητά τους. Όσοι λοιπόν διατείνονται ότι πίσω από τις δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα βρίσκονται πάντα κάποιοι εμπρηστές, κάνουν μία εσφαλμένη απλούστευση και αστοχούν στην προσέγγιση της ουσίας του προβλήματος. Και, ακόμα χειρότερα, απομακρύνουν τη συζήτηση από τη βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου των πυρκαγιών στα μεσογειακά δάση.

Έχετε υποστηρίξει με διάφορες ευκαιρίες, ότι παρά τις εκτεταμένες πυρκαγιές, το συνολικό δάσος στην Ελλάδα …αυξάνεται. Μαγική εικόνα;  Ζούμε σε μια δασωμένη χώρα και δεν το ξέρουμε;

Η αύξηση της δασοκάλυψης της Ελλάδας δεν είναι μία άποψη ή ένας ισχυρισμός κάποιων. Είναι μια αντικειμενική διαπίστωση που βασίζεται σε συγκρίσεις αεροφωτογραφιών, ιστορικών φωτογραφιών, καθώς και δορυφορικών λήψεων. Όλες οι σχετικές μελέτες που έχουν γίνει και όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, δείχνουν μία ξεκάθαρη αύξηση. Το ποσοστό των δασών στη χώρα μας ξεπερνά το 25%. Αντιλαμβάνεστε ότι αν συμπεριλάβουμε τους θαμνώνες, τότε το ποσοστό αυτό προφανώς είναι ακόμα μεγαλύτερο. Η σημαντικότερη αύξηση της δασοκάλυψης στην Ελλάδα ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω της μείωσης του πληθυσμού της υπαίθρου και ιδίως λόγω της σταδιακής εγκατάλειψης των ορεινών και ημιορεινών περιοχών. Ένας άλλος, δευτερεύων, παράγοντας ήταν η σταδιακή μείωση της χρήσης των καυσόξυλων στη θέρμανση και στο μαγείρεμα. Σε μια γενική θεώρηση λοιπόν, ναι, έχει συνολικά σημειωθεί αύξηση των εκτάσεων με δασική βλάστηση, παρά τις πυρκαγιές. Υπήρξαν βεβαίως και τοπικές μειώσεις, με εντονότερη την αποδάσωση κυρίως σε παράκτιες και πεδινές περιοχές. Η απάντηση ωστόσο στο ερώτημά σας αν «ζούμε σε μια δασωμένη χώρα» είναι κάτι διαφορετικό που αφορά μάλλον σε μία εντύπωση, η οποία εξαρτάται από το πού βρίσκεται κανείς και ποιον ρωτάει: Εάν ρωτήσετε έναν τουρίστα, θα λάβετε διαφορετική απάντηση αν η συζήτησή σας γίνεται σε ένα τυπικό Κυκλαδονήσι, και διαφορετική στην Ευρυτανία. Επίσης, άλλη απάντηση θα σας δώσει ένας Άραβας και άλλη ένας Σκανδιναβός.

Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι προφανώς οι πυρκαγιές στα πευκοδάση. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Αρχικά να διευκρινίσουμε ότι όταν ο κόσμος αναφέρεται στα «πευκοδάση» εννοεί τα δάση της χαλεπίου και της τραχείας πεύκης. Έχει σημασία η διάκριση αυτή διότι στην Ελλάδα υπάρχουν συνολικά 7 διαφορετικά είδη πεύκων, τα οποία όμως εμφανίζουν ποικίλα οικολογικά χαρακτηριστικά και απαντώνται σε διαφορετικά ενδιαιτήματα, όπως για παράδειγμα το μαυρόπευκο και το ρόμπολο που είναι τυπικά ορεινά είδη πεύκης. Αντίθετα, η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη βρίσκονται σε χαμηλά συνήθως υψόμετρα, καθώς και σε παράκτιες και νησιωτικές περιοχές. Όσο και αν ξενίσει κάποιους αυτό που θα πω, τα πευκοδάση αυτά καίγονται τουλάχιστον μία ή δύο φορές μέσα σε κάθε αιώνα. Αυτό ήταν και παραμένει ένα φυσιολογικό φαινόμενο, άρρηκτα συνδεδεμένο με τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα. Γι’ αυτό και οι καλοκαιρινές πυρκαγιές στη χώρα μας, σε μεγάλο βαθμό, ταυτίζονται με τα δάση χαλεπίου και τραχείας πεύκης, καθώς και με τους μεσογειακούς θαμνότοπους. Οι ανθρωπογενείς παράγοντες έχουν αναμφίβολα πυκνώσει τις φωτιές στα οικοσυστήματα αυτά, ωστόσο η φυσική σύνδεση των δασών με τη φωτιά, παραμένει. Για να επανέλθω όμως στο ερώτημά σας, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η φωτιά στα πευκοδάση αλλά η γειτνίαση με τους οικισμούς και η διείσδυση των οικισμών μέσα σε αυτά. Δηλαδή δημιουργείται μία ζώνη διεπαφής δασών και κατοικημένων περιοχών, η οποία αυξάνει τον κατακερματισμό του δάσους, τον κίνδυνο για καταστροφές σπιτιών και την πιθανότητα για ανθρώπινες απώλειες.

Το δάσος καίγεται. Αυτό είναι αναπόφευκτο και μοιραίο; Πότε είναι «οικολογική καταστροφή» και πότε όχι;

Πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι οι οικολογικές επιπτώσεις μιας πυρκαγιάς και οι επιπτώσεις στους ανθρώπους, είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Επίσης να τονίσω ότι -αντίθετα με τα όσα ακούγονται κατά καιρούς στα δελτία ειδήσεων – δεν υπάρχουν παρθένα δάση χαλεπίου ή τραχείας πεύκης. Όπως προανέφερα, τα δάση αυτά έχουν εξελιχθεί σε άμεση σχέση με τη φωτιά και είναι απόλυτα προσαρμοσμένα σε αυτήν. Ως εκ τούτου δεν μιλάμε για μία οικολογική καταστροφή αλλά για ένα στιγμιότυπο στη διαδοχή των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων, το οποίο κάποια στιγμή θα συμβεί. Αντιλαμβάνομαι τα συνταρακτικά συναισθήματα που προκαλεί η εικόνα μιας δασικής πυρκαγιάς, όμως αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως με οικολογική καταστροφή. Εκείνο που είναι πραγματικά καταστροφικό, ως προς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, είναι όταν καίγονται δάση τα οποία δεν είναι προσαρμοσμένα στον κύκλο των συχνών περιοδικών πυρκαγιών, όπως τα ελατοδάση και ορισμένα δάση αρκεύθων. Ας δούμε με προσοχή τα πρώτα διδάγματα από το, σχετικά πρόσφατο, τραγικό παράδειγμα στην Πάρνηθα, μετά τη φωτιά που είχαμε το καλοκαίρι του 2007: Το καμένο πευκοδάσος που υπήρχε στα χαμηλότερα μέρη, έχει αναγεννηθεί, σε αρκετά σημαντικό βαθμό, και μάλιστα επεκτείνεται. Αντίθετα, το ελατοδάσος δεν δείχνει κανένα απολύτως σημάδι αναγέννησης. Ο λόγος για τη διαφορά αυτή είναι ότι το έλατο έχει ανάγκη από την ύπαρξη μιας «πρόδρομης βλάστησης», από κάποια συγκεκριμένα δασικά είδη, η οποία θα εξασφαλίσει τις απαραίτητες συνθήκες υγρασίας, σκιάς και προστασίας, μέσα στις οποίες θα μπορέσουν να αναπτυχθούν οι σπόροι και κατόπιν τα μικρά έλατα. Ως εκ τούτου, η φυσική αποκατάσταση του ελατοδάσους, εφόσον δεν παρεμποδιστεί από ανθρωπογενείς παράγοντες, θα χρειαστεί πάρα πολλές δεκαετίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, ενδέχεται να μην γίνει ποτέ. Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να κατανοηθεί η αξία και η μοναδικότητα των δασών αυτών. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν είναι όλα τα δάση ίδια. Δηλαδή, πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε την οικολογική διάσταση των δασών, ως οικοσυστήματα, και να μην τα βλέπουμε μόνον ως παραγωγούς οξυγόνου.

Χρειαζόμαστε πράγματι αναδασώσεις, ή η αναγέννηση θα έρθει από μόνη της;

Ο γενικός κανόνας είναι ότι η καλύτερη αναδάσωση είναι η φυσική αναδάσωση. Αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι θα αφήσουμε τη φύση ανενόχλητη και εφόσον δεν αλλάξει η χρήση γης μετά τη φωτιά. Στα πευκοδάση, η μεσολάβηση ενός χρονικού διαστήματος δεκαπενταετίας ή εικοσαετίας ανάμεσα σε δύο διαδοχικές πυρκαγιές, δεν εμποδίζει την αναγέννηση και διατήρηση των πευκοδασών. Πρέπει λοιπόν να γίνει από όλους κατανοητό, ότι ένα πευκοδάσος που έχει καεί, θα ξαναγίνει δάσος, μετά από δυο δεκαετίες περίπου, μέσω της φυσικής αναδάσωσης. Εάν όμως οι φωτιές επαναληφθούν σε μικρότερα χρονικά διαστήματα, τότε τα πεύκα δεν προλαβαίνουν να φτάσουν στην ηλικία παραγωγής κουκουναριών, άρα και σπερμάτων, οπότε το πευκοδάσος δεν μπορεί να αναγεννηθεί. Αντιστοίχως, για τους λόγους που προανέφερα, αυτή η αδυναμία αναγέννησης ισχύει και στις κατηγορίες των δασών που δεν είναι προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές. Κατά συνέπεια, οι τεχνητές αναδασώσεις είναι μερικές φορές αναγκαίες. Ωστόσο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν απαιτούνται, και, σίγουρα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πανάκεια. Επίσης, δεν μπορούν να γίνουν από τον οποιονδήποτε φορέα, καλοπροαίρετο έστω, χωρίς επιστημονικό σχεδιασμό. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα χαρακτηριστικά λάθη που γίνονται στις αναδασώσεις, όπως για παράδειγμα να γίνονται οι φυτεύσεις από ανεκπαίδευτους εθελοντές, συχνά σε λάθος εποχή ή με λάθος είδη δέντρων. Επίσης, ακόμα συχνότερα, δεν λαμβάνεται υπόψη η διαδικασία της φυσικής αποκατάστασης που μπορεί να έχει ήδη ξεκινήσει σε μια καμένη έκταση, ούτε η ευπαθής άγρια χλωρίδα που αναπτύσσεται στις περιοχές αυτές, όπως για παράδειγμα κάποια ενδημικά αγριολούλουδα τα οποία μπορεί να απειληθούν από τις, κατά τα άλλα καλοπροαίρετες, δενδροφυτεύσεις. Δυστυχώς βλέπουμε αρκετά τέτοια παραδείγματα, όπου γίνεται περισσότερο κακό παρά καλό. Η αποκατάσταση ενός καμένου δάσους είναι μια πολυσύνθετη και σίγουρα όχι άμεση διαδικασία, ενώ ο κόσμος θέλει γρήγορες λύσεις και εύπεπτες απαντήσεις.

Μήπως θα βοηθούσε αν στις πυρόπληκτες περιοχές φυτεύαμε άλλα είδη: βελανιδιές, κυπαρίσσια ή ευκαλύπτους; 

Θα ξεκινήσω απαντώντας για τους ευκαλύπτους: Η απάντηση είναι κατηγορηματικά, όχι! Ως προς τα άλλα είδη, θα έλεγα, κατά περίπτωση, και ναι και όχι. Εξηγούμαι: Οι ευκάλυπτοι, αν και έχουν ένα ελληνοπρεπέστατο όνομα, είναι δέντρα που κατάγονται από την Αυστραλία. Μπορούμε να συνεχίσουμε να τους φυτεύουμε σε κήπους και σε δενδροστοιχίες, ωστόσο δεν έχουν θέση στις αναδασώσεις, για πολλούς λόγους. Πρωτίστως βέβαια, διότι δεν ανήκουν στα ελληνικά δασικά οικοσυστήματα και, επιπλέον, είναι και εύφλεκτα φυτά. Όπως ανέφερα και πριν, οι τεχνητές αναδασώσεις χρειάζονται επιστημονικό σχεδιασμό. Σύμφωνα λοιπόν με όλα τα επιστημονικά δεδομένα, που προκύπτουν από τις νεότερες έρευνες, είναι εντελώς εσφαλμένη πρακτική η χρήση ξενικών ειδών στην αποκατάσταση των δασικών οικοσυστημάτων. Ορισμένα τέτοια ξενικά είδη μάλιστα έχουν γίνει επίμονα ζιζάνια, όπως για παράδειγμα ο Αείλανθος, που είχε φυτευτεί ευρύτατα ως ταχυαυξές είδος. Οι βελανιδιές, τα κυπαρίσσια, καθώς και άλλα ιθαγενή δασικά είδη, μπορούν ασφαλώς να χρησιμοποιηθούν σε αναδασώσεις, στα κατάλληλα για αυτά ενδιαιτήματα (θέσεις) και έπειτα από σχετική ειδική μελέτη. Εν αντιθέσει με τα πεύκα, οι βελανιδιές είναι λιγότερο εύφλεκτα δέντρα και «επενδύουν» στον χρόνο. Είναι μακρόβια και βραδυαυξή φυτά και, κάποια είδη όπως η ήμερη βελανιδιά και η χνοώδης δρυς, μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν σε πολλές περιοχές χαμηλού και μέσου υψομέτρου. Ας μην σπεύσουμε όμως να προτείνουμε την πλήρη αντικατάσταση των πευκοδασών με άλλα είδη. Ας θυμηθούμε ότι τα πευκοδάση έχουν και οικονομική σημασία, καθώς φιλοξενούν παραγωγικές δραστηριότητες, με πρώτη και καλύτερη τη μελισσοκομία για την παραγωγή του πευκόμελου από τη μαρσαλίνα των πεύκων. Η «δαιμονοποίηση» του πεύκου όπως συνέβη και μετά από την πρόσφατη κακοκαιρία «Μήδεια», τον περασμένο χειμώνα, παραβλέπει το γεγονός ότι κάθε είδος δέντρου και κάθε δασικό οικοσύστημα, έχει τη δική του σημασία και αξία.

Σύμφωνα με αυτά που επισημάνατε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι και στα θέματα αυτά υπάρχει έλλειμμα οικολογικής γνώσης;

Δεν πρόκειται απλώς για ένα έλλειμμα γνώσης. Είναι τόσο μεγάλες οι ελλείψεις των γνώσεων του κοινού στον κλάδο της Οικολογίας, όπως άλλωστε και στη Βιολογία γενικότερα, ώστε δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι υπάρχει πραγματικά ένας οικολογικός αναλφαβητισμός! Τα περισσότερα παιδιά που τελειώνουν στη σημερινή εποχή το σχολείο, δεν ξέρουν να ξεχωρίσουν τα βασικά είδη δέντρων και θάμνων της ελληνικής δασικής βλάστησης, ούτε καν τα είδη των δέντρων που απαντώνται μέσα στην πόλη, στη γειτονιά τους. Επιτρέψτε μου εδώ να αναφέρω ότι, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια συστηματική υποβάθμιση της διδασκαλίας της Βιολογίας, στη σχολική εκπαίδευση. Ένα από τα πιο σκανδαλώδη παραδείγματα είναι το ότι ποτέ δεν διδάσκεται η Εξέλιξη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γεγονός που δημιουργεί – μεταξύ των άλλων – και σοβαρότατες αδυναμίες κατανόησης βασικών καθημερινών ζητημάτων, όπως διαπιστώσαμε και στην πανδημία του covid-19. Για να επιστρέψουμε όμως στο θέμα των δασικών πυρκαγιών, το έλλειμμα της γνώσης δεν αφορά μόνο την ελλιπή σχολική εκπαίδευση. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έχουν επίσης μεγάλη ευθύνη σε αυτό. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι, δυστυχώς, έχουν πολύ λίγες γνώσεις για το θέμα. Στην καλύτερη περίπτωση, οι γνώσεις αυτές φτάνουν το πολύ μέχρι το λεγόμενο «τρίγωνο της φωτιάς», θερμότητα-οξυγόνο-καύσιμο, δηλαδή τους τρεις βασικούς παράγοντες που συντελούν σε μια πυρκαγιά. Στη χειρότερη περίπτωση, απλώς επαναλαμβάνουν διάφορα κλισέ, για την «πύρινη λαίλαπα που κατακαίει το πράσινο και τις ανθρώπινες περιουσίες».

Για το ρόλο της κτηνοτροφίας και της βόσκησης, υπάρχουν συγκρουόμενες απόψεις. Που βρίσκεται η οικολογική αλήθεια; 

Η βόσκηση στα δασικά οικοσυστήματα έχει μεγάλη σημασία, είτε πρόκειται για αποτέλεσμα της παρουσίας άγριων φυτοφάγων ζώων, όπως τα ελάφια και τα ζαρκάδια, είτε για την εκτροφή αιγοπροβάτων. Η βόσκηση που γίνεται στο πλαίσιο της παραδοσιακής εκτατικής κτηνοτροφίας μπορεί να αποτελεί μέρος της αειφορικής διαχείρισης του δάσους. Προσοχή: αναφέρομαι στη βόσκηση, όχι στην υπερβόσκηση. Η υπερβόσκηση, δηλαδή η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας, είναι πρόβλημα και παράγοντας υποβάθμισης των δασών. Ενταγμένη όμως στο κατάλληλο διαχειριστικό σχέδιο και τηρώντας τις προδιαγραφές που ορίζει η βοσκοϊκανότητα του κάθε δάσους, η εκτατική κτηνοτροφία συμβάλλει στη διατήρηση των διάκενων, των ξέφωτων και των λιβαδιών, και κατ’ επέκταση στην ποικιλότητα του δασικού περιβάλλοντος.

Πόσα και ποια μέτρα πυροπροστασίας και πυρόσβεσης χρειαζόμαστε τελικά; Και ποιες είναι οι νέες συνθήκες που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή;

Θα σας απαντήσω, στο πλαίσιο του δικού μου γνωστικού αντικειμένου, για τα μέτρα διαχείρισης που συμβάλλουν στην πρόληψη και αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Αρχικώς θεωρώ ότι πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητή η σχέση του πευκοδάσους, και γενικότερα των μεσογειακής δασικής βλάστησης, με τη φωτιά. Η φωτιά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κύκλου της διαδοχής των οικοσυστημάτων αυτών και προϋπήρχε της ανθρώπινης παρουσίας σε αυτά. Ασφαλώς, η συνειδητοποίηση του φαινομένου αυτού δεν μας απαλλάσσει από τις ευθύνες μας. Είναι όμως μία οικολογική παράμετρος, την οποία πρέπει οπωσδήποτε να λάβουμε υπόψη μας, έτσι ώστε να γίνουμε αποτελεσματικότεροι στο σχεδιασμό της πυρόσβεσης και της δασοπροστασίας. Οι υπηρεσίες, καθώς και όσοι ζουν κοντά σε πευκοδάση, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι σίγουρα μια πυρκαγιά θα εκδηλωθεί σε αυτά, μέσα στη διάρκεια ενός κύκλου μερικών δεκαετιών. Επιπλέον, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι όσο περισσότερος χρόνος έχει περάσει από την τελευταία πυρκαγιά τόσο περισσότερο αυξάνεται ο κίνδυνος για να συμβεί μια νέα μεγάλη πυρκαγιά, καθώς συσσωρεύεται καύσιμη ύλη και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για συνοδές καταστροφές. Ο κίνδυνος αυτός όμως μπορεί να μειωθεί με την κατάλληλη διαχείριση της βιομάζας. Και, γενικά, ένα διαχειριζόμενο πευκοδάσος είναι λιγότερο ευάλωτο στις πυρκαγιές από ένα μη-διαχειριζόμενο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι τα πευκοδάση είχαν πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες στο παρελθόν. Είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι σήμερα αντιμετωπίζονται, σχεδόν αποκλειστικά, ως εν δυνάμει χώρος παραθεριστικής κατοικίας. Στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής πυροπροστασίας, μπορούν και πρέπει να ενταχθούν και μέτρα διαχείρισης που θα περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, τόσο την επιλεκτική υλοτομία όσο και τη βόσκηση. Η εφαρμογή τέτοιων διαχειριστικών πρακτικών, έχει επιπροσθέτως και οφέλη για την τοπική οικονομία και απασχόληση, καθώς οι συγκεκριμένες δραστηριότητες παρουσιάζουν και παραγωγικό ενδιαφέρον. Άλλα μέτρα που σίγουρα θα συμβάλλουν στην προστασία των δασών, είναι η υπογειοποίηση του ηλεκτρικού δικτύου, η ολοκλήρωση των δασικών χαρτών και η διασφάλιση του δασικού χαρακτήρα της χρήσης γης και μετά τη φωτιά. Ως προς την κλιματική αλλαγή, είναι σαφές ότι οι καύσωνες θα γίνουν συχνότεροι και ότι θα σημειώνονται και εκτός των θερινών μηνών, οπότε πρέπει αρχικά να διευρυνθεί η θεσμοθετημένη αντιπυρική περίοδος. Υπό το πρίσμα αυτών των μελλοντικών συνθηκών, θα πρέπει να αξιοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία πυροπροστασίας και πυρόσβεσης, τα οποία έχουν ήδη δείξει θετικά αποτελέσματα, στην Ελλάδα ή και σε άλλες χώρες. Προς αυτήν την κατεύθυνση, μπορούμε να μάθουμε να δουλεύουμε μαζί με τη φωτιά, είτε με ελεγχόμενη καύση σε επίφοβες περιοχές κατά τους χειμερινούς μήνες, είτε με το λεγόμενο «αντιπύρ», δηλαδή τη χρήση φωτιάς μικρής έντασης και ελεγχόμενης συμπεριφοράς η οποία θα ανακόψει την πυρκαγιά. Αντιθέτως, ξεπερασμένες πρακτικές και εσφαλμένες παρεμβάσεις, όπως η πρόσφατη αποψίλωση της αναγέννησης του δάσους Κουκουναριάς στον Σχινιά, τον περασμένο Ιούνιο, για αντιπυρικούς λόγους υποτίθεται, αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγή. Μας δείχνουν, δυστυχώς, ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε μέχρι να μάθουμε να προστατεύουμε τα δάση μας με γνώση και αποτελεσματικότητα.

Πηγή dasarxeio
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο