Advertisement

“Πήχτρα κατσιφάρα” Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Γιώργη Π. Δρυμωνιάτη

913

Δεν ξέρω αν έχετε περάσει καμιά φορά από το Δρυμώνα ή αν τον έχετε αναδιάσει ποτέ πέρα μακριά από τον Κουμάρο. Σκαρφαλώνει σαν έμπειρος ορειβάτης στις κακοτράχαλες πλαγιές της Βίγλας και καμαρώνει σαν αϊτός, που βλέπει κάτω από τα πόδια του τον κόσμο όλον. Από την Αγία Μόνη ως την Αγιά Ελέσα κι από το Μερμηγκάρη μέχρι έξω το πέλαγος, το Αιγαίο, το μακρινό, που του στέλνει πρωί-πρωί κατάφατσα τον ήλιο να γεμίσει όλες τις αυλές και τις καρδιές των ανθρώπων του. Όμως η δύση, η σκοτεινιάρα, ζηλεύοντας αυτόν τον έρωτα του με την αιώνια χαμογελαστή ανατολή, από τότε που πρωτοχτίστηκε βάλθηκε να γίνει ο μόνιμος κι ανίκητος εχθρός του. Του στέλνει κάθε μέρα νωρίς-νωρίς το σκοτάδι με τη μορφή της σκιάς του βουνού που έχει στα δυτικά του, της Βίγκλας, να τον κάμει να παγώσει νωρίτερα από τ’ άλλα τα χωριά.

Μα όσο έτσι γίνεται, τόσο εκείνος την ανατολή ερωτεύεται περισσότερο και το επόμενο πρωί ανοίγει τις αγκάλες του να την ξαναδεχτεί, ν’ αλληλοφιληθούνε, να σμίξουνε όπως όλα τα ζωντανά στο αιώνιο παιχνίδι της ζωής. Τότε εκείνη η αντίζηλη, η δύση, ορκίζεται σύντομα να πάρει βαρειάν εκδίκηση. Στέλνει λοιπόν έτσι κατά τ’ απόγευμα τον αρχιστράτηγό της, τον Πονέντε, φορτωμένο με υδρατμούς, κατσιφάρα από τη Μεσόγειο, να καλύψει το Δρυμώνα απ’ άκρη σ’ άκρη, να μπει στα σπίτια από τα παράθυρα, να σκοτεινιάσει και να λιώσει τους ανθρώπους. Άλλες φορές τον στέρνει από το πρωί, να μην προλάβει ν’ αγκαλιαστεί με την Ανατολή, να του κάνει τη μέρα του και τη  ζωή του δύσκολη.

Advertisement

-Πήχτρα κατσιφάρα πάλι.

-Μωρέ δε βλέπω τη μύτη μου. Θα σαπίσομε πλέα.

-Ίντα να κάμωμε τα χτήματα; Να τ’ αμολύσομε κατά το βουνό; Μα ποίος θα πάει το βράδυ να τα μαζώξει με τέτοιο παλιόκαιρο.

-Εγώ λέω να τ’ αφήκομε στο λέστεκο. Βάλτους καμμία μπουκέα βίκο και θα τους μαζώξω κι εγώ κανένα ξερό συκόφυλλο κι έχει ο Θεός για αύριο. Θα σιάξει δα θέλει πλέα ο βρωμοπονέντες.

-Έλα Παναγία μου, ίντα βίκο μου λέεις. Δεκέμβρης είναι ακόμα και κοντεύομε να τονε ξετινάξομε. Ινταλώς θα ξεχειμωνιάσομε; Λέω, άμα ανοίξει μάτι πλέο ύστερα, να τα βγάλω και να τα λιμπεράρω.

Αυτά κουβεντιάζανε πρωί-πρωί ο Βαλέριος ο Καμινάς με τη γυναίκα του, παραμονή Χριστουγέννων, μόλις σηκωθήκανε το πρωί και είδανε το χάλι του καιρού. Ήταν μεγάλο πρόβλημα γι αυτούς η κατσιφάρα. Δεν είχανε πολλά ζώα. Δύο αβασταγούς, πέντε ψωφόζουλες και τρεις τσιρλοπροβάτες, όπως τα περιέγραφε η Βαλέριαινα. Όμως κι αυτά είχανε το μπελά τους. Τους χειμωνιάτικους μήνες που τα χωράφια σπερνόντουσαν με στάρι ή με βίκο και τριφύλλι, έπρεπε με άλλο τρόπο να τα θρέψουνε. Υπήρχε από χρόνια λοιπόν η συνήθεια να τ’ αφήνουν τα ζωντανά ελεύθερα επάνω στο βουνό. Εκείνα γυρίζανε όλη μέρα  και χορταίνανε με πρινόβλαστους και σκινόκαρπο κι ένα σωρό άλλα αγαθά που φυτρώνανε στις πλαγιές του. Κατά το σούρουπο ένας από την οικογένεια ανέβαινε να τα μαζέψει. Σε κάποιο από τα ζώα κρεμότανε το κουδούνι, που μέσω του ήχου του γινότανε ο εντοπισμός τού κοπαδιού, βρισκόταν, να πούμε, το στίγμα του. Κάθε οικογένεια είχε το δικό της, χαραχτηριστικό ήχο κουδουνιού, έτσι που να αποφεύγονται τα  μπερδέματα. Γιατί το χειμώνα όλοι οι χωριανοί το ίδιο σύστημα ακολουθούσανε. Είχε το βουνό για όλους τότε που δεν το προστάτευαν δόλιοι δασικοί και δεν το καταπατούσαν νεόπλουτοι τενεκέδες..

Όλα αυτά όμως με την προϋπόθεση πως δεν θα είχε κατσιφάρα. Αλλιώς ποιός θα ανέβαινε να μαζέψει τα ζώα το βράδυ; Όποιος τολμούσε θα χανότανε ανάμεσα στις ορδές του Πονέντε. Αν τ’ αφήνανε πάλι όλη τη νύχτα στο βουνό θα τα παθαίνανε σαν της Σταματικώς.

-Δώδεκα ζούλες, η κακομοίρα, τσ’ ηύρα την άλλη μέρα στι βοκολές του Τζάννε και ήτανε όλες κάρκανο. Τσίτακος από το κραΐ οι κακομοίρες.

Είχε πέσει μεγάλη παγωνιά τη νύχτα και τα ζώα τα δυστυχισμένα παγώσανε. Πού να πάνε να προστατευτούνε; Γι αυτό με την κατσιφάρα αποφεύγανε να τα βγάλουνε. Τ’ αφήνανε κλειστά στο σταύλο.

Εκείνη την ημέρα όμως, κατά το μεσημέρι, ο καιρός πήγε να φτιάξει.

-Ε, γυναίκα, άνοιξε μάτι πέρα κατά τον Κομηνό. Μου φαίνεται θα σιάξει, ίνταλέεις;

-Εγώ μπρε σου λέω μη τα βγάνεις. Ως το βράδυ μπορεί να τονε πάρει και να τονε ταράξει πάλι. Πρώτη βολά θάναι;

-Ναι, μα το μαστάρι του ζούλωνε είναι πλέο στεγνό και από τση γραίας Παυλίνας. Ούτε μία κούπα γάλα δε θα βγάλουνε.

-Ε, ίντα να σου πω, ό,τι θέλεις κάμε.

Έτσι πήρε την άδεια ο Βαλέριος κι έκαμε ό,τι ήθελε. Έβγαλε τα ζωντανά και τα λάλησε κατά το βουνό. Κι εκείνα, λυσσασμένα από την πείνα, επλαΐσανε ευθύς και χαθήκανε πίσω από την Μεγάλη Πέτρα.

Όσο περνούσε η μέρα ο καιρός πραγματικά βελτιώθηκε. Είχε χαθεί η περισσότερη κατσιφάρα και μόνο πάνω στην Αγία Ελέσσα είχε κάτσει ένα πυκνό σύννεφο, λες και είχε βρει το βουνό για πολυθρόνα. Μα κι εκείνο κατά τις τέσσερις το απόγευμα χάθηκε.

-Καλά έκαμα και τα έβγαλα, έλεγε ο Βαλέριος.

-Καλά έκαμες, μόνο ετοιμάσου τώρα να πάεις να τα μαζώξεις.

-Θα στείλω το γιο μπρε. Αυτός ψοφά ν’ ανεβεί ‘κειδιά πάνω. Έχει μάθει και τσοι μανίτους απόξω, θα μας φέρει καμμία ποδέα παλιοπολίτες και κοπρομαρίες. Αν έχουνε πάει και κατά τα Τρυπίδια τα ζα, εκειά θα βρει ένα σωρό γλυστρέους.

-Να πάεις ελόγου σου και ν’ αφήκεις ήσυχο το παιδί. Ίντα θαρρείς, δώδεκα χρονώ είναι ακόμα.

-Αφού έχει πάει τόσες φορές, ίντα φοβάσαι; Ο καιρός έσιαξε.

Δώδεκα χρόνων ήταν ο Φρατζέσκος, μα τότε τα παιδιά από μικρά μπαίνανε στα βάσανα.

Πεντέμισυ η ώρα εβασίλευε. Στις πέντε ο Φρατζέσκος ανηφόρισε  στο βουνό και ψάχνοντας για μανιτάρια προσπαθούσε να εντοπίσει και τον ήχο του κουδουνιού, που είχανε κρεμασμένο στα ζώα τους. Είχε φτάσει στη κορυφή της Βίγκλας και ακόμα δεν είχε ακούσει τίποτα. Πίσω φαινόταν  η θάλασσα και ο ήλιος, που κατακόκκινος ετοιμαζόταν να βουτήξει περνώντας ανάμεσα από μαύρα χαμηλά σύννεφα. Μα δεν ήταν σύννεφα κανονικά. Ήταν δεύτερη επίθεση του Πονέντε, κατσιφάρα πηχτή, που ερχόταν βιαστικά από τη δύση. Ο Φρατζέσκος δεν ήταν τόσο έμπειρος ώστε να καταλάβει το φαινόμενο και να γυρίσει γρήγορα πίσω. Άλλωστε έπρεπε να εκτελέσει και το καθήκον του. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει τα ζωντανά τους.

Πραγματικά μετά από λίγο τα εντόπισε. Είχαν περάσει στην πίσω πλευρά του βουνού, αντίθετα από το χωριό. Η πρωινή πείνα τα είχε κάμει να τρέξουν περισσότερο σε αναζήτηση της τροφής. Είχαν φτάσει κοντά στον Άγιο Κοσμά, στο Ξερουλάκι.

Ο Φρατζέσκος με γρήγορα βήματα κι αφού είχε μαζέψει όσα μανιτάρια χρειαζόντουσαν για το βραδυνό τους, κατηφόρισε προς το μέρος, που βρισκόντουσαν τα ζώα. Η κατσιφάρα εντωμεταξύ ανηφόριζε κατά τη Βίγκλα με ταχύτητα αστραπής. Δεν είχε προφτάσει καλά-καλά να καβαλήσει το ξέστρωτο γάιδαρό τους, τον Αράπη κι ένα αποπνιχτικό σύννεφο κάλυψε ολόκληρη την περιοχή. Μέσα σε πέντε λεπτά ο Φρατζέσκος έχασε τον προσανατολισμό του. Προσπαθούσε να οδηγήσει το κοπάδι του προς τον Άγιο Κοσμά, που ήξερε πως από εκεί περνά δρόμος αμαξητός. Μα αντί να τα οδηγεί προς τα εκεί, τα πήγαινε τελείως αντίθετα, προς τα Μυρτίδια μεριά. Είχε αρχίσει να τον πιάνει κρύος ιδρώτας. Η ώρα περνούσε και με τη βοήθεια της κατσιφάρας είχε απλωθεί σκοτάδι ολόγυρα σαν νάταν μεσάνυχτα. Προχωρούσε-προχωρούσε μα δρόμο κανονικό πουθενά δεν εύρισκε. Κάτι μονοπάτια ξεχωρίζανε που και που, μα γρήγορα χανόντουσαν κάτω από το πυκνό πέπλο των υδρατμών. Αυτός και το κοπάδι του ήταν χαμένοι ολότελα. Τούρθανε στο μυαλό ένα σωρό ιστορίες με φαντάσματα, τέρατα κι όλα της νύχτας τα τελώνεια κι ο φόβος κυρίεψε όλο του το κορμί. Τί θα γινόταν, αν δεν τα κατάφερνε να βρει μονοπάτι για το χωριό; Θα τον εύρισκαν οι δικοί του ή θα ήταν αναγκασμένος να ξενυχτίσει στα άγρια τούτα μέρη, που στην καλλίτερη περίπτωση, αν γλίτωνε δηλαδή από τα ξιπάσματα, θα ξεπάγιαζε όμως από το κρύο;

Κτύπαγε και ξανακτύπαγε το γάιδαρό του για να τον οδηγήσει προς το μέρος που νόμιζε πως ήταν ο δρόμος, ώσπου ξαφνικά σταμάτησε απότομα αυτός, σήκωσε τ’ αυτιά του τρομαγμένος και πίσω του όλο το κοπάδι άρχισε να βελάζει πανικοβλημένο. Είχανε φτάσει στο χείλος ενός γκρεμού. Δύο βήματα ακόμη και θα χανόντουσαν όλοι μέσα στο βάραθρο.

Ο αέρας σφύριζε δαιμονισμένα και μαζί με την ομίχλη άρχισαν τώρα να πέφτουν και χοντρές σταγόνες βροχής. Τέτοια απότομη κακοσύνη δεν είχε ξανατύχει. Ο μικρός τα είχε χαμένα. Δεν ήξερε πια τί πρέπει να κάμει. Θυμήθηκε μόνο πως ο πατέρας του είχε πει πως ο γάιδαρος, όχι ο  δικός τους, ο κάθε γάιδαρος, έχει την ικανότητα να βρίσκει ένα μονοπάτι  ακόμα και στα τρισκόταδα και να σε οδηγεί αυτός στο σπίτι αντί να τον κουμαντάρεις εσύ. Αυτή ήταν η μόνη ελπίδα του. Γύρισε το ζώο τα  μπρος-οπίσω και σταμάτησε να το κτυπά και να του δείχνει το δρόμο. Εκείνο, υπομονετικό όπως είναι, άρχισε ένα δαιδαλώδες περπάτημα, που τελειωμό δεν είχε. Πίσω του ακολουθούσαν όλα τα άλλα ζωντανά.

Στο σπίτι του οι γονείς και τ’ αδέρφια του Φρατζέσκου είχαν τρελαθεί. Όσο περνούσε η ώρα και ο μικρός πουθενά δεν φαινότανε η αγωνία τους μεγάλωνε συνέχεια.

-Αχαίρευτε, ήθελες να στείλεις το παιδί, δεν εμπόρειες να  πάεις εσύ.

-Μα μωρέ γυναίκα αφού ήτανε μία χαρά ο βρωμόκαιρος πριν από μία ώρα.

-Κοίτα όμως τώρα! Πήχτρα κατσιφάρα.

-Φεύγω, πααίνω να τονε βάλω αναγυρεμό.

-Πάαινε γλήγορα, αθεόφοβε. Παναγία μου, ίντα κακό με ηύρε τη κακομοίρα, βόηθα μου το παιδάκι μου, Παναγίτσα μου.

Ξεκίνησε τρεχάτος ο Βαλέριος, μα και γι αυτόν ήτανε δύσκολα τα πράγματα. Ανέβαινε βιαστικά προς την κορυφή και κάθε τόσο κοντόστεκε μήπως ακούσει τον ήχο του κουδουνιού τους. Στην υγρή ατμόσφαιρα ο ήχος μεταδίδεται καλλίτερα. Έτσι και μακριά αν ήτανε μπορεί να τον έπαιρνε τ’ αυτί του.

Είχε περάσει πάνω από μία ώρα, είχε ανεβεί στην κορυφή της Βίγκλας. Ακούστηκε κάνα δυό φορές κουδούνι, μα δεν ήταν το δικό του, ήταν από άλλα ζώα, παρατημένα ως φαίνεται. Φώναζε συνέχεια Φρατζέσκο, Φρατζέσκο, μα απάντηση δεν έπαιρνε. Η νύχτα όλο και προχωρούσε και τα  πράγματα γινόντουσαν δυσκολότερα. Ο Βαλέριος είχε κατηφορίσει τώρα από την άλλη πλευρά του βουνού. Υπολόγιζε πως θα ήταν κοντά στον Άγιο Κοσμά. Μα κι αυτός λάθος είχε κάμει. Η τύχη του παιδιού του και η ομίχλη τον είχαν οδηγήσει τελείως αντίθετα από εκεί που ήθελε αυτός να πάει, προς τη μεριά των Καλοκαιρινών.  Μέσα στην κατσιφάρα είχε χάσει κι αυτός το μπούσουλά του. Σαν έφτασε δίπλα στο μελισσοκομείο του Μπάμπη κατάλαβε που βρισκότανε, απογοητεύτηκε που δεν ήταν στην κατεύθυνση που  ήθελε κι ήταν έτοιμος ν’ αλλάξει πορεία. Μα πάνω εκεί, που η αγωνία του είχε κορυφωθεί και παρακαλιότανε διαρκώς μέσα του, βόηθα μου το παιδί μου Μερτιδιώτισσά μου, έφτασε στ’ αυτιά του ο ήχος του δικού τους κουδουνιού. Του φάνηκε μάλιστα πως ερχόταν από κοντά, ίσα μπροστά του.

Δόξα σοι ο Θεός, είπε μέσα του κι άνοιξε το βήμα του προς αυτή την κατεύθυνση φωνάζοντας συνέχεια το όνομα του παιδιού του. Όμως ο  ήχος τον είχε ξεγελάσει. Έτρεχε-έτρεχε και δεν ακουγόταν να πλησιάζει. Σε μια στιγμή που έλεγε “άντε, κοντά είμαι πλέα”, ο ήχος σταμάτησε ν’ ακούγεται. Ήταν τώρα στο βάθος ενός λαγκαδιού, η ομίχλη εδώ, στο χαμήλωμα είχε αραιώσει, μα η προχωρημένη νύχτα συμπλήρωνε το έργο της. Ένα  μοναδικό ντιν του κουδουνιού κάποια στιγμή ,έκανε το Βαλέριο να διορθώσει την πορεία του προς τα δεξιά.

-Βρε λες να το πήγανε το παιδί στη σπηλαία του Λογαρά οι γαιδάροι; Την ξέρουνε από το καλοκαίρι που επααίνανε εκειά για δροσία, σκέφτηκε παραμιλώντας. Μ’ αυτή τη σκέψη και με πολλή ελπίδα τράβηξε κατά τη σπηλαία του Λογαρά. Από δύο-τρία σημάδια κατάλαβε πως ήτανε κοντά. Η καρδιά του από την κόπωση και από την αγωνία πήγαινε να σπάσει.

-Κάμε Θέ μου νάναι επαδά…

Και, να, πραγματικά έξω από τη σπηλιά ένα ζώο αγριεμένο αντιπατούσε τα πόδια του. Το γνώρισε, ήταν η πιο άγρια κατσίκα τους, που φοβόταν αυτή να  μπει μέσα.

Με δύο άλματα ο Βαλέριος όρμησε στη σπηλιά. Στο μέσα-μέσα  μέρος της όλα τα ζώα είχαν ξαπλώσει στο βρεγμένο από τους σταλακτίτες  χώμα κάνοντας ένα κύκλο για να προστατέψουν το παιδί. Στη μέση του  κύκλου διπλωμένος με το κεφάλι στα γόνατα ήταν ο μικρός Φρατζέσκος. Στα μάτια του ο φόβος τρεμόπαιζε.

-Φρατζέσκο μου, παιδί μου, ίντα σου έκαμα! Βόηθα το Χριστέ μου, που γεννιέσαι απόψε, βόηθα το, το τέκνο μου!!!

Δεν άντεξε, άρχισε να κλαίει ο πατέρας. Τον αγκάλιασε, τον φιλούσε και του ζέσταινε τα χέρια με το χνώτο του, μα το παιδί δεν αντιδρούσε. Δεν του είχε μείνει ούτε μιλιά. Έμενε το βλέμμα του ακίνητο, απλανές, κοιτάζοντας βαθειά πέρα κατά το σκοτάδι. Το μόνο που είπε τρεις φορές, έτσι, σαν να μονολογούσε, ήταν δυό λέξεις, που στη ψυχή  του θα μοιάζανε με το θάνατο.

-Πήχτρα κατσιφάρα, πήχτρα κατσιφάρα, πήχτρα κατσιφάρα.

Ευτυχώς η δύση ποτέ δεν μπόρεσε να κάμει στην ανατολή όλην τη ζημιά που θέλει. Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Όλη η οικογένεια πήγε στις πέντε το πρωί στην εκκλησιά κι ανάψανε μια μεγάλη λαμπάδα μπροστά στο εικόνισμα της Μερτιδιώτισσας. Και ο Φρατζέσκος προσκύνησε ευλαβικά κι άρχισε, με τη δύναμη που του έδινε η γαλήνη του ναού, να διώχνει μακριά τον απέραντο φόβο. Σε δύο μέρες συνήλθε, έγινε εντελώς καλά.

Από τότε ξυπνά κάθε πρωί νωρίς νωρίς, αγναντεύει από το παράθυρο του τον ήλιο, που ανατέλλει από το Αιγαίο, το μακρινό και τον  ευγνωμονεί, που παλεύει και νικά – τις πιο πολλές φορές – τη μαύρη κατσιφάρα της δύσης.

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο