
Ποιος σκότωσε τον Βασίλη Καλογήρου;
Δεν έχει καμία σημασία ότι δεν ξέρουμε τι συνέβη. Ο πάσα ένας ξέρει! Και προκαταλαμβάνει τις έρευνες της αστυνομίας, κρίνοντας «ακατάλληλη» και «διαπλεκόμενη» την ιατροδικαστή που ανέλαβε την υπόθεση. Εάν αύριο ο Μητσοτάκης φέρει το FBI να ερευνήσει την υπόθεση κι αυτό καταλήξει ότι πρόκειται για τυχαίο θάνατο, θα βγει ο Βελόπουλος να πει ότι και το FBI είναι στην κυβερνητική μαφία... | Μαρία Δεδούση
Θα μπορούσε ο θάνατος του Βασίλη Καλογήρου να είναι ένα εντελώς τυχαίο γεγονός ή αποτελεί προϊόν εγκληματικής ενέργειας; Εξαρτάται ποιον ρωτάς. Αν ρωτάς την κοινή λογική, θα σου απαντήσει το αυτονόητο: «Περίμενε και θα δούμε». Η κοινή λογική, όμως, δείχνει τελικά να είναι άλλο ένα θύμα αυτής της υπόθεσης, θαμμένη κάτω από τόνους βεβαιοτήτων για τον θάνατο του 39χρονου, βεβαιοτήτων που ίσως εξυπηρετούν διάφορους σκοπούς, ανάμεσα στους οποίους δεν βρίσκεται ούτε η αλήθεια ούτε η δικαιοσύνη.
Κατά την άποψη διαφόρων, «τον Βασίλη Καλογήρου τον σκότωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης» αυτοπροσώπως. Η «εγκληματική μαφία» της ελληνικής κυβέρνησης· τα «σκοτεινά συμφέροντα» που θέλουν να δώσουν ένα «ηχηρό μήνυμα σε όσους μπλέκουν με την υπόθεση των Τεμπών»· οι «λαθρέμποροι που κυβερνούν αυτή τη χώρα με την κάλυψη της κυβέρνησης»· η «χούντα που μας διοικεί». Η Δικαιοσύνη και η αστυνομία «είναι σε διατεταγμένη υπηρεσία» για να καλύψει όλους τους παραπάνω. Οι ιατροδικαστές εξίσου. Διότι τελικά «ζούμε στην Κολομβία» και «όλοι μας λένε ψέματα». «Ζόφος», «σκοτάδι», «κρατικά εγκλήματα σε κοινή θέα». Και ούτω καθεξής.
Ολα τα παραπάνω είναι σταχυολογημένα από τα social media και όχι μόνο από απλούς χρήστες, αλλά και από ανθρώπους που θα έπρεπε να είναι τετραπλά προσεκτικοί στο τι γράφουν.
«Ηταν τυχαία δολοφονία ή μήνυμα προς τη Δικαιοσύνη;» αναρωτιέται με ανάρτησή της στο Χ η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ραλία Χρηστίδου, προσθέτοντας (χωρίς ερωτηματικό αυτή τη φορά), ότι «η μαφία έχει διεισδύσει πλέον στη θεσμική ζωή της χώρας». Οι λέξεις χάνουν το νόημά τους, και το χάνουν από ανθρώπους που υποτίθεται ότι υπηρετούν τους θεσμούς της χώρας.
Πέραν τούτου, η κυρία Χρηστίδου εσφαλμένα αναφέρει τη μητέρα του Βασίλη Καλογήρου ως «εισαγγελέα που χειριζόταν την υπόθεση των Τεμπών», σφάλμα που έκανε σε δική της ανάρτηση και η Μαρία Καρυστιανού. Οσοι προσπάθησαν να πουν ότι δεν είναι ακριβώς έτσι, άλλη εισαγγελέας χειριζόταν την υπόθεση, βρέθηκαν να φωνάζουν μόνοι τους στα κουφά αυτιά των social.
Η τραγική υπόθεση του Βασίλη Καλογήρου, από την ημέρα της εξαφάνισής του κιόλας, λειτούργησε όχι απλώς κεντρικά στην υπόθεση των Τεμπών, αλλά ως αποδεικτικό στοιχείο ότι «η μαφία που μας κυβερνά» εξαφανίζει μάρτυρες και «σκοτώνει τα παιδιά των εισαγγελέων για να τους εκφοβίσει».
Δεν έχει καμία σημασία ότι δεν ξέρουμε τι συνέβη στον Βασίλη Καλογήρου. Ο πάσα ένας ξέρει. Και προκαταλαμβάνει τις έρευνες της αστυνομίας, κρίνοντας «ακατάλληλη» και «διαπλεκόμενη» την ιατροδικαστή που ανέλαβε την υπόθεση. Εάν αύριο ο Μητσοτάκης φέρει το FBI να ερευνήσει την υπόθεση και αυτό καταλήξει ότι πρόκειται για τυχαίο θάνατο, θα βγει ο Κυριάκος Βελόπουλος να πει ότι και το FBI ανήκει στην κυβερνητική μαφία. Με τον οποίο Βελόπουλο θα σπεύσει αμέσως να συμφωνήσει και το αριστερό πολιτικό φάσμα, υιοθετώντας τις συνωμοσιολογικές τακτικές και αφηγήσεις του, χωρίς να βλέπει απολύτως κανένα πρόβλημα σε αυτό.
Ολοι αυτοί, στο μεταξύ, δεν έχουν διαβάσει ούτε μισή σελίδα από τη δικογραφία των Τεμπών, αλλά ούτε και από τις έρευνες για την υπόθεση του Καλογήρου. Για συγκεκριμένο μέρος της κοινής γνώμης, όμως, φαίνεται ότι τα πράγματα λειτουργούν πλέον αντίστροφα: Πρώτα βγάζουμε αποφάσεις και μετά κάνουμε τις διαδικασίες.
Κι ας τολμήσουν οι διαδικασίες να καταλήξουν σε άλλα συμπεράσματα από το αρχικό –όσο και αυθαίρετο– δικό μας…
Ολα αυτά, βέβαια, αν δεν είναι ευθέως υποκινούμενα, πάντως είναι σαν μια φωτιά στην οποία κάποιοι ρίχνουν διαρκώς λάδι. Ταυτόχρονα, για να κρατήσουν και τον εαυτό τους ασφαλή, κάνουν την εξής πονηριά: «Ναι, μάλλον ο θάνατος είναι τυχαίος», γράφουν, «αλλά…». Αυτό το «αλλά» κάνει όλη τη δουλειά. «Αλλά» σημαίνει συνήθως «άδικο έχουμε να πιστεύουμε αυτό που πιστεύουμε; Αφού δεν υπάρχουν θεσμοί».
Και αυτό το «αλλά» για πολλούς είναι πλέον συνείδηση και άρα δεν έχει καμία σημασία η αλήθεια. Οταν είσαι εξαγριωμένος και θέλεις αίμα δεν σε ενδιαφέρει η αλήθεια, σε ενδιαφέρει να το πάρεις.
Και όταν κάθε μέρα σού καλλιεργούν διάφοροι «ιδεολογικοί ταγοί» την πεποίθηση ότι ζεις σε μια «χούντα» και τα πάντα γύρω σου είναι ένα Matrix, καταλήγεις να ταυτίζονται οι απόψεις σου με εκείνων που όντως θέλουν να φέρουν τη χούντα και όντως λένε ψέματα, χωρίς καν να το καταλαβαίνεις. Και αυτοί, ιστορικά, συνήθως κερδίζουν:
Εάν οδηγήσεις έναν λαό να λειτουργεί με βασικό γνώμονα τη συνωμοσιολογία, το συντριπτικά πιθανότερο είναι στις εκλογές να το ρίξει στον Βελόπουλο και όχι στην κυρία Χρηστίδου.
Η υπόθεση των Τεμπών, όπως κάθε παρόμοια υπόθεση, είναι σαφέστατα πολύ πρόσφορο έδαφος για –πολύπλευρη– πολιτική εκμετάλλευση. Το ίδιο ήταν και το Μάτι. Και η υπόθεση της Χρυσής Αυγής, η δίκη της οποίας κράτησε, να θυμίσω, πεντέμισι χρόνια. Στη διάρκειά της η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορήθηκε συχνά ότι πετούσε την μπάλα στην εξέδρα και καθυστερούσε για να αντλήσει πολιτικά οφέλη. Υπήρχε όμως μια ιδιαιτερότητα: Το διεκδικητικό κομμάτι της κοινωνίας ταυτιζόταν πολιτικά με τον διαχειριστή της υπόθεσης, οπότε δεν υπήρχε πολύς χώρος για «μαφίες» και συνωμοσιολογίες.
Τότε ήταν η Μάγδα Φύσσα που ζητούσε δικαιοσύνη. Παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις διαφόρων, η ίδια δεν εργαλειοποίησε ποτέ πολιτικά τις διεκδικήσεις της. Παρέμεινε σταθερή σε αυτό που ζητούσε και περίμενε. Δικαιοσύνη, τελεία.
Η υπόθεση των Τεμπών είναι βέβαιο ότι θα τραβήξει χρονικά επίσης πολύ. Το αίτημα της κοινωνίας και των εμπλεκομένων οφείλει, στο μεταξύ, να παραμείνει σταθερό και αμετακίνητο: η αναζήτηση της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Διότι όταν αυτά τα ξεχειλώνεις προς κάθε άσχετη κατεύθυνση, κινδυνεύεις να τα χάσεις εντελώς.