Πώς ήταν τα νησιά του Αιγαίου από τον 16ο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα;
Η μελισσοκομία της Σύρου, το παριανό μάρμαρο, οι γυναίκες της Χίου και τα σπάνια χειρόγραφα της Πάτμου ζωντανεύουν μέσα από μοναδικές ιστορίες. | Επιμέλεια: Αργυρώ Μποζώνη
Τα νησιά, που πολλοί τα επισκεπτόμαστε κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, χωρίς να προλάβουμε να μάθουμε την ιστορία και την κουλτούρα τους, «κρύβουν» στο παρελθόν και την παράδοσή τους μοναδικά στοιχεία. Οκτώ διαδικτυακές συναντήσεις που οργανώνει το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη και μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να παρακολουθήσει διαδικτυακά και δωρεάν ταξιδεύουν το κοινό στη νησιωτική παράδοση του Αιγαίου από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Μέσα από σπάνιο και πλούσιο εικονογραφικό υλικό, η ιστορικός και ξεναγός Ιόλη Βιγγοπούλου μας προσκαλεί σε ένα οδοιπορικό για να ανακαλύψουμε τις αρχαιότητες, τη μυθολογία, τις παραδόσεις και άλλα πολλά «μυστικά» των νησιών του Αιγαίου, ενώ μοιράζεται μαζί μας άγνωστες ιστορίες της περιοχής.
«Μέχρι τώρα φαίνεται ότι το εγχείρημα αποδίδει. Με περισσότερες από 2.500 εγγραφές και περίπου 1.000 ακροατές στην κάθε μας συνάντηση, φαίνεται ότι το κοινό ενδιαφέρεται πραγματικά να ανακαλύψει άγνωστες πτυχές της ιστορίας των νησιών. Βέβαια δεν μιλάμε για μία καινοτομία εδώ. Δεν έχουμε προχωρήσει πολύ παραπέρα από αυτό που είναι γνωστό σε όλους μας: μια βιβλιοθήκη κρύβει θησαυρούς. Το θέμα όμως είναι πως “επικοινωνείς” τους θησαυρούς αυτούς» λέει στη LiFO ο Κωνσταντίνος Θανασάκης, επικεφαλής ερευνών και ψηφιακών ανθρωπιστικών επιστημών στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη.
Οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες λοιπόν συναντούν τον «μύθο» τους, το μαγικό Αιγαίο Αρχιπέλαγος, αναζητώντας κυρίως πάντα κάτι από τη χαμένη ελληνική αρχαιότητα. Συναντούν όμως και την πραγματικότητα: στα νησιά –που άλλα είναι σχεδόν έρημα και άλλα πιο εύρωστα– ζουν, μοχθούν, αγωνίζονται, προκόβουν, κρύβονται οι νησιώτες.
Η Ιόλη Βιγγοπούλου επισημαίνει ότι «με τις διαδικτυακές αυτές ομιλίες και με την τεράστια δυσκολία της μοναξιάς του ομιλητή –μόνος με την οθόνη του υπολογιστή του– θα μιλήσουμε για πράγματα που είδαν οι περιηγητές και υπάρχουν ακόμη ή και δεν υπάρχουν πια, αλλά θα πούμε και για άλλα που δεν είδαν οι Ευρωπαίοι τότε και αποτελούν σήμερα για το κάθε νησί ιδιαίτερο και πολύτιμο πλούτο». Μας ξεναγεί στον «μυστικό» κόσμο του Αιγαίου και μοιράζεται αυτές τις μοναδικές και σε πολλούς άγνωστες ακόμα και σήμερα ιστορίες για τα νησιά του Αιγαίου.
Τι είδαν οι περιηγητές
Οι Ευρωπαίοι περιηγητές, από τον 16ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα, ταξίδευαν για πολλούς λόγους προς την Ανατολική Μεσόγειο και τη Ν.Α. Ευρώπη. Έκαναν ταξίδια προσκυνηματικά προς τους Αγίους Τόπους, διπλωματικά προς την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ταξίδια εμπορικά, επιστημονικά, αρχαιοδιφικά και από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα άρχισαν και τα κατεξοχήν ψυχαγωγικά ταξίδια.
Τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους βρίσκονται πάνω σε αυτούς τους θαλάσσιους δρόμους, αλλά ήταν είτε υπό βενετική, είτε υπό γενουάτικη, είτε υπό οθωμανική κυριαρχία. Οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες λοιπόν συναντούν τον «μύθο» τους, το μαγικό Αιγαίο Αρχιπέλαγος, αναζητώντας κυρίως πάντα κάτι από τη χαμένη ελληνική αρχαιότητα. Συναντούν όμως και την πραγματικότητα: στα νησιά –που άλλα είναι σχεδόν έρημα και άλλα πιο εύρωστα– ζουν, μοχθούν, αγωνίζονται, προκόβουν, κρύβονται οι νησιώτες. Αγρότες, κτηνοτρόφοι, αλιείς, έμποροι, ναυτικοί που οι γυναίκες τους μένουν πάντα πίσω και φορούν αξιοπερίεργες φορεσιές. Πώς ήταν λοιπόν τα νησιά τότε, ο χώρος, οι άνθρωποι, τα μνημεία, οι εκκλησιές, τα μοναστήρια, το εμπόριο, οι κατοικίες, οι συνήθειες; Στα ταξιδιωτικά τους χρονικά μάς κληροδότησαν έναν απίστευτο πλούτο πληροφοριών, κυρίως σε κείμενα και λιγότερο σε εντυπωσιακές εικόνες, για το τι αντίκρισαν και αποτύπωσαν, αλλά ταυτόχρονα μέσα από τα περιηγητικά έργα προβάλλεται και το πώς η Ευρώπη ανά περιόδους αντιμετώπιζε τον κόσμο της Ανατολής.
Μια πραγματεία του 18ου αιώνα για τη μελισσοκομία στη Σύρο
Ανάμεσα στην ευρυμάθεια και τον φανατισμό, την αφέλεια και τον τοπικισμό, ο Della Rocca παραδίδει ένα δοκίμιο χρήσιμο όχι μόνο για τους μελισσοκόμους αλλά και για όλους τους μελετητές της ιστορίας της Σύρου.
O Λεβαντίνος αββάς Della Rocca, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, έζησε πολλά χρόνια στο Αρχιπέλαγος και ως εφημέριος στη Σύρο. Τον διέκρινε βαθιά κλίση για τις αγροτικές και δη τις μελισσοκομικές εργασίες. Στην πραγματεία του σημειώνει πως «στη Σύρο έχουμε μία προτιμητέα μέθοδο [μελισσοκομίας] διαφορετική από όσες προτείνονται μέχρι τώρα». Στις πρώτες 300 σελίδες ερμηνεύει το πνεύμα και τη μεγαλοφυΐα των Ελλήνων, ενώ ακολουθεί μια γενική εισαγωγή για τις Κυκλάδες (κλίμα, χλωρίδα, πανίδα και φημισμένα προϊόντα) και τις ιδιαίτερες κλίσεις των κατοίκων. Έπειτα, ο Della Rocca περνά στα γεωγραφικά δεδομένα της Σύρου, και, με μια ιστορική αναδρομή που αποδεικνύει την επιμελημένη παιδεία του, συνδυάζει τις μαρτυρίες των αρχαίων πηγών με τα σύγχρονά του δεδομένα (τοπωνύμια, αρχαιότητες, προϊόντα, μακροβιότητα κατοίκων, θρύλοι κ.λπ.), όπου πραγματικότητες και συμπεριφορές «εικονογραφούνται» θα λέγαμε με φόντο το κυκλαδίτικο τοπίο.
Το κείμενο του Della Rocca ζωντανεύει όπως κανένα άλλο της εποχής του την αγροτική ζωή στο νησί: το δάσος με τους κέδρους, ξυλόφουρνοι που ψήνουν μόνο κάθε Σάββατο και μοσχοβολούν θυμάρι και σκίνο, οικογενειακοί μύλοι που αλέθουν καλύτερα από τους ανεμόμυλους στην άκρη του χωριού, εσπερινοί και πανηγύρια στα εκκλησάκια, θαυμαστά σύκα στεγνωμένα και ψημένα με δαφνόφυλλα, αγροί του κρόκου, προετοιμασία και καλλιέργειες των αγρών, τρόποι αποθήκευσης των σιτηρών σε υπόγειους σιρούς, οινοπαρασκευή, στέγες με βούρλα και φύκια, φροντίδες στα χαμηλά αμπέλια, τρόποι θήρας ορτυκιών, παρασκευή προζύμης από ρεβίθια, ερινισμός των σύκων, θεραπεία ερυσίπελων (στρεπτόκοκκων) και ίκτερου, θέματα κληρονομικά, με παραδείγματα που είναι ολοφάνερο ότι ο αββάς γνώριζε από προσωπικές του εμπειρίες, επεισόδια και περιπέτειες, όλα δοσμένα με γλαφυρό και έντονα φορτισμένο λόγο. Ακολουθεί σε 1.000 περίπου σελίδες η πραγματεία για τις μέλισσες, όπου παρουσιάζεται η πρωτοπόρα κατασκευή κυψελών που χρησιμοποιούσαν στο Αιγαίο.
Προσκυνήματα στα λατομεία της Πάρου
Οι Ευρωπαίοι περιηγητές με τα αρχαιογνωστικά ενδιαφέροντα έβλεπαν τα λατομεία του παριανού μαρμάρου ως την υλική πηγή της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Το παριανό μάρμαρο, από το οποίο σμιλεύτηκαν κυρίως αγάλματα και τα πιο εκθαμβωτικά αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, οι αρχαίοι το ονόμαζαν Παρία Λίθο ή λυχνίτη. Γιατί με λύχνους εργάζονταν στα υπόγεια λατομεία για την εξόρυξή του ή γιατί η λευκότητα και η διαφάνειά του επέτρεπαν να το διαπερνά το φως.
Οι Ευρωπαίοι αρχαιόφιλοι περιηγητές αναζητούν με τα ταξίδια τους τα λείψανα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Θεωρούν τους εαυτούς τους πνευματικούς κληρονόμους και αισθάνονται πως έχουν επωμισθεί τη διαιώνιση των αξιών του πολιτισμού αυτού. Κατευθύνονται λοιπόν και προς τα αρχαία λατομεία της Πάρου.
Τα λατομείο, ζωντανό απομεινάρι του παρελθόντος, αναταράσσει τις θεωρητικές τους γνώσεις για τον αρχαίο κόσμο, εξιδανικεύεται, παίρνει μια χθόνια μυθική διάσταση. Τους υποβάλλει ο χώρος και τους προσελκύει το αινιγματικό ανάγλυφο στην είσοδο της σήραγγας του λατομείου. Μέσα στον οίστρο της αρχαιολατρίας τους και με την ανάγκη ταύτισης όσων βλέπουν με αποσπάσματα από την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, «βλέπουν» στο κατεστραμμένο ανάγλυφο την περιγραφή που παραδίδει ο σπουδαίος Ρωμαίος φυσιοδίφης Πλίνιος ο πρεσβύτερος (1ος μ.Χ. αι.), ότι σύμφωνα με μια αρχαία δοξασία το έργο ήταν ένα αξιοπερίεργο της φύσης που εμφανίστηκε τυχαία με την αποκόλληση μαρμάρινου όγκου.
Αναπαριστούν λοιπόν αυθαίρετα στο ανάγλυφο δροσερές νεανικές νύμφες να πάλλονται σε βακχικούς ρυθμούς. Σε χαρακτικό του ενθουσιώδους Γάλλου αρχαιόφιλου ευπατρίδη Choiseul-Gouffier δεν απεικονίζεται καμία από τις πραγματικές μορφές, δηλαδή ένας Σειληνός, ο αναθέτης και μια πομπή πιστών που υπάρχουν στο ανάγλυφο. Τη σωστή απεικόνιση παρέδωσαν μόνο οι Βρεττανοί επιστήμονες Stuart και Revett, πιστοί στην επιτόπου αυτοψία τους και στα σωζόμενα δεδομένα. Για τους περισσότερους όμως Ευρωπαίους περιηγητές υπερισχύει ως αξία η ιδανική αρχαιότητα. Το αρχαίο λατομείο της Πάρου μετατρέπεται σε μήτρα που γέννησε απευθείας τα αριστουργήματα της αρχαίας γλυπτικής.
Μια Δανέζα στη Σίκινο το καλοκαίρι του 1850
Η Christiane Lüth, σύζυγος του προσωπικού ιερέα της βασίλισσας Αμαλίας, στο διάστημα της δεκατριάχρονης παραμονής της στην Αθήνα περιηγήθηκε και στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Στο κείμενό της με το δροσερό ύφος αποποιείται λόγια στοιχεία και με καλοπροαίρετη αντικειμενικότητα σκιαγραφεί απλά και με σαφήνεια τους ανθρώπους των νησιών.
«Φτάσαμε στη Σίκινο το μεσημέρι, σε ένα άθλιο λιμάνι όπου υπήρχαν μόνο δυο μικρά παλιοκάικα που κλυδωνίζονταν στο κύμα. Με διάφορα καλοπιάσματα και έναντι αμοιβής βρήκαμε δυο γαϊδάρους, ανεβάσαμε τα παιδιά και μέσα στη ζέστη του καταμεσήμερου περπατούσαμε έναν φοβερό ανήφορο προς τη Χώρα. Σταματήσαμε σε μια βρύση, η θέα που ανοιγόταν μπροστά μας ήταν απέραντη και πανέμορφη, μια ατμόσφαιρα καθαρή και διάφανη.
Στη Χώρα, χτισμένη ψηλά, μας υποδέχτηκε ο Υγειονόμος κάτω από μια λότζα. Σε λίγο βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από όλους τους κατοίκους. Μας πρόσφεραν καφέ. Σε λίγο έφτασε και ο Δήμαρχος και εν είδει θριάμβου οδηγηθήκαμε στο σπίτι του, όπου η Δημαρχίνα πήγαινε από τον ένα στον άλλο μιλώντας ευγενικά με όλους. Πρόσεξα ότι τα πασουμάκια της ήταν φρεσκοσολιασμένα.
Θέλαμε να επισκεφτούμε την Επισκοπή. Υπάρχουν ακόμα μερικοί κίονες που ανήκουν στον αρχαίο ναό και μια εκκλησούλα που παλιά ήταν ναός του Πυθίου Απόλλωνα. Πριν ξεκινήσουμε για κει, ήθελε η συντροφιά των ντόπιων να περάσουμε από το σχολείο και να παρακολουθήσουμε ένα είδος μαθητικών εξετάσεων. Με συντρόφευαν δύο γυναίκες, μια δεξιά και μια αριστερά, που μας κρατούσαν και το χέρι σε ένδειξη αγάπης. Επισκεφτήκαμε και μια νεαρή υφάντρα και είδαμε και τα χειροτεχνήματά της. Πηγαίνοντας προς τον αρχαίο ναό, ο ιερέας που ήρθε μαζί μας πήγε να φέρει νερό και μεις καθίσαμε χάμω χώνοντας τα κεφάλια μας στη λιγοστή σκιά των θάμνων. Στον δρόμο μας πρόσφερε ψωμί, ωμά φασόλια, ελιές και ξυλάγγουρα, τα οποία και φάγαμε γιατί δεν θέλαμε να πληγώσουμε τα ευγενικά του αισθήματα.
Όταν φτάσαμε, η εκκλησία, που μοιάζει πολύ με ειδωλολατρικό ναό, ήταν χτισμένη σε ένα πλάτωμα με χαμηλό περίβολο. Υπήρχαν σκόρπια κομμάτια-κορμοί από μαρμάρινα γλυπτά των ακρωτηρίων της στέγης του ναού.
Επιστρέφοντας, έξω από τη Χώρα μάς περίμεναν όλοι οι κάτοικοι παρατεταγμένοι κατά μήκος του δρόμου. Ο Δήμαρχος ήθελε να μάθει για την εκδρομή μας, για τον ναό και να του πούμε τη γνώμη μας για το νησί.
Είναι αλήθεια ότι όλα ήταν υπέροχα!» — Απόσπασμα από: Χριστιάνα Λυτ, «Αρμενίζοντας», μτφρ.-επιμ. Αριστέα Παπανικολάου-Κρίστενσεν, Αθήνα 1999
Ο Ναός της Επισκοπής ήταν εκκλησία τον 17ο αιώνα η οποία δημιουργήθηκε από τη μετατροπή ενός αρχαίου ρωμαϊκού μαυσωλείου. Κατά τη διάρκεια αποκατάστασης του μνημείου τα τελευταία χρόνια, σε κρύπτη κάτω από τον ναό βρέθηκε ασύλητος κιβωτιόσχημος τάφος γυναίκας του 2ου ή 3ου μ.Χ. αιώνα, με ταφικό επίγραμμα που αναφέρει το όνομα Νεϊκώ.
Η αποκατάσταση του ναού έλαβε βραβείο Europa Nostra το 2022.
Η Μήλος, από τον Joseph Pitton de Tournefort
O Γάλλος φυσιοδίφης Joseph Pitton de Tournefort είχε καταρτίσει μία θαυμάσια συλλογή από περίπου 50.000 βιβλία, αλλά και ενδυμασίες, όπλα, ορυκτά, όστρακα και άλλα αξιοπερίεργα, όταν ο Λουδοβίκος ΙΔ´ του ανέθεσε να φέρει νέα φυτά για τον Bασιλικό Βοτανικό Κήπο. Ξεκίνησε για την Εγγύς Ανατολή το 1700, σε ηλικία 44 ετών, με συνοδοιπόρους έναν ζωγράφο και έναν γιατρό. Περιηγήθηκε τριάντα οκτώ νησιά του Αρχιπελάγους και συνέχισε στη Μικρά Ασία και τον Πόντο.
Ακολουθώντας μια συγκεκριμένη μέθοδο περιγραφής των τόπων που επισκέπτεται, παραδίδει πληροφορίες που αφορούν την τοπογραφία, την οικονομία, τη διοίκηση, την εθνολογική σύνθεση, τα ήθη και τις συνήθειες του καθημερινού βίου. Χρησιμοποιεί για τις τεκμηριώσεις του εκατόν τριάντα πέντε κείμενα αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων καθώς και Βυζαντινών λογίων, ουμανιστών αλλά και προγενέστερων περιηγητών. Το ταξιδιωτικό του χρονικό αναδείχθηκε τους τρεις επόμενους αιώνες σε βασικό εγχειρίδιο κάθε ταξιδιώτη σε αυτές τις περιοχές. Ο Pitton de Tournefort θεωρείται ο πρώτος που δίνει «ταξιδιωτική υπόσταση» στα νησιά του Αρχιπελάγους, προσφέροντας όχι μόνο υλικό που καλλιεργούσε το ενδιαφέρον για αναζήτηση, αλλά και αναδεικνύοντας τον αστείρευτο πλούτο και την ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου.
Λίγα από την περιγραφή της Μήλου από έναν φυσιοδίφη: «Περάσαμε από την Κίμωλο στη Μήλο, με καραβάκι που πηγαινοέρχεται κάθε μέρα από το ένα νησί στο άλλο. Αποβιβαστήκαμε στο Πολώνι και κάναμε έναν δρόμο ανάμεσα σε λόφους και χερσοτόπια ξερά και άγονα, φτάνοντας σε μια ευχάριστη πεδιάδα που τελειώνει στον μεγάλο κόλπο. Το λιμάνι της Μήλου είναι ένα από τα καλύτερα και μεγαλύτερα της Μεσογείου, χρησιμεύει ως καταφύγιο σε όλα τα πλοία που ταξιδεύουν προς την Ανατολή… Οι αναθυμιάσεις των αλυκών στην παραλία, με την αποφορά των ορυκτών, από την οποία όζει το νησί, και η έλλειψη καλού νερού δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα της Μήλου και προκαλούν αρρώστιες. Οι Μήλιοι είναι καλοί ναυτικοί. Με την εμπειρία και τη γνώση τους για το Αρχιπέλαγος χρησιμεύουν ως πιλότοι στα περισσότερα ξένα πλοία… Το νησί ήταν γεμάτο από όλων των ειδών τα αγαθά την εποχή που οι Γάλλοι κουρσάροι κυριαρχούσαν στις θάλασσες. Εδώ έφερναν τη λεία τους και τα εμπορεύματα προσφέρονταν σε καλές τιμές. Οι αστοί τα πουλούσαν με κέρδος και τα πληρώματα των πλοίων κατανάλωναν τα προϊόντα του τόπου. Οι κυρίες είχαν επίσης όφελος. Όλες μακιγιάρονται με πούδρα από ένα θαλάσσιο φυτό, η ενδυμασία τους είναι παράδοξη και διόλου κολακευτική… Η Μήλος είναι ένα φυσικό εργαστήρι όπου παράγονται υδροχλωρικό οξύ, στύψη και θειάφι με τη μεσολάβηση του νερού της θάλασσας, του σιδήρου των βράχων και της ιδιάζουσας δομής του νησιού. Παράγει τα καλύτερα κρασιά, τα ωραιότερα σύκα και τα πιο νόστιμα πεπόνια του Αρχιπελάγους. Οι αγροί δεν αναπαύονται ποτέ, τη μια χρονιά σπέρνουν σιτάρι, την άλλη κριθάρι και την τρίτη βαμβάκι, όσπρια και πεπόνια. Στους κήπους εκτός από τα δημητριακά υπάρχει σουσάμι, φασόλια, πεπόνια, κολοκύθες, αμπέλια, ελιές και συκιές. Την άνοιξη, η Μήλος, όπως και τα άλλα νησιά του Αρχιπελάγους, μετατρέπεται σε ένα θαυμάσιο χαλί, διάσπαρτο με ανεμώνες όλων των αποχρώσεων. Ανάμεσα στα σπάνια φυτά είναι και η ακανθώδης Αναγαλλίς, με μια θαυμάσια χρήση στο νησί: επεκτείνει τα βοσκοτόπια και τη χέρσα γη την κάνει λιβάδι. Για να λευκάνουν τα ρούχα στο νησί δεν μεταχειρίζονται ούτε ξύλα ούτε αλισίβα. Τα αφήνουν να μουσκεύουν μέσα στο νερό και τα σαπουνίζουν με ένα άσπρο χώμα, κάτι σαν την κιμωλία της Κιμώλου.
Το κρασί είναι από τα σημαντικότερα προϊόντα του νησιού. Θα σας πω πώς το παρασκευάζουν σε όλο το Αρχιπέλαγος. Κάθε ιδιώτης έχει στο αμπέλι του μια δεξαμενή (πατητήρι), μέγεθος που ο ίδιος θα κρίνει κατάλληλο, τετράγωνη, καλοχτισμένη και με επάλειψη τσιμέντου, ανοιχτή από πάνω. Αφού αφήσουν τα σταφύλια να στεγνώσουν για δυο τρεις μέρες, τα πατούν μέσα στη δεξαμενή. Ενόσω ο μούστος ρέει από μια οπή σε μια λεκάνη που βρίσκεται κάτω από αυτήν, τον μεταγγίζουν σε ασκούς και τον μεταφέρουν στην πόλη. Αδειάζουν τους ασκούς σε βαρέλια ή σε μεγάλα πήλινα λαγήνια θαμμένα μέχρι τα στόμιά τους μέσα στη γη, όπου το νέο κρασί ζυμώνεται με την ησυχία του. Ρίχνουν μέσα τρεις τέσσερις χούφτες γύψο, ανάλογα με το μέγεθος των δοχείων, και συχνά προσθέτουν ένα τέταρτο μέρος γλυκού ή αλμυρού νερού, ανάλογα με τη συνήθεια του τόπου. Όταν το κρασί ζυμωθεί αρκετά, σφραγίζουν τα δοχεία με γύψο, ελλείψει ξύλου ψήνουν με σβουνιές αγελάδας». — Απόσπασμα από: Joseph Pitton de Tournefort, «Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2003
Η Κρήτη μέσα από τα μάτια της Marie Espérance von Schwartz
Η Γερμανίδα Ελπίς Μέλαινα, ψευδώνυμο της Marie Espérance von Schwartz, έζησε στη Ρώμη, ταξίδεψε αρκετά, υποστήριξε πολλαπλά τον Γαριβάλδη, εγκαταστάθηκε στα Χανιά και έζησε, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, περίπου είκοσι χρόνια στην Κρήτη. Έγραψε πολλά βιβλία για τη μεγαλόνησο και έμεινε γνωστή για τη μεγάλη ζωοφιλική της δράση διεθνώς. Στα Χανιά ίδρυσε Ζωόφιλο Εταιρεία και ένα νοσοκομείο για άρρωστα και γέρικα άλογα και γαϊδάρους, ενώ τάιζε όλους τους αδέσποτους σκύλους.
«Όμως μέσα σε αυτήν τη μελαγχολική αγαλλίαση της φύσης δεν ακούγεται κανένας ήχος ανθρώπινης φωνής, η βία που κατέστειλε τον Απελευθερωτικό Αγώνα της δεκαετίας του ’20 επέδρασε καταστροφικά στη ζωή των κατοίκων. Στο χωριό, από την παλιά ακμή και ευζωία, σήμερα διακρίνει κανείς καμιά δεκαριά φτωχικά σπίτια, τα ερείπια ενός μοναστηριού, ένα ερειπωμένο φρούριο και το φόβητρο των ντόπιων για τους περαστικούς… Ακολουθήσαμε τα βήματα εκείνης της γριάς γυναίκας που μας υποδέχτηκε τόσο φιλόξενα, όταν κατεβήκαμε από τα άλογα. Η καλή αυτή γυναίκα δεν είχε άλλο να μας προσφέρει από την έκπληξη και τη χαρά της για την επίσκεψή μας, και μεις δεχτήκαμε την παράκλησή της να μπούμε στο σπιτάκι της. Η ολιγάρκεια των Κρητικών χωρικών τρομάζει πραγματικά τον Ευρωπαίο που για πρώτη φορά βλέπει από μέσα τα σπίτια τους. Το οίκισμα –δεν βρίσκω άλλη λέξη για το σπιτάκι της γριούλας Κρητικιάς– είχε ένα μοναδικό δωμάτιο, ο ακανόνιστος τοίχος του ήταν κατά τον κυκλώπειο τρόπο κατασκευασμένος από ακατέργαστες πέτρες και κομμάτια βράχων. Στο φτωχικό εσωτερικό του σπιτιού δεν υπήρχαν άλλα έπιπλα παρά μόνο ένα άθλιο κρεβάτι, ένας μικρός αργαλειός και ένα αχυρένιο σκαμνάκι. Ούτε παράθυρο, ούτε κάτι σαν εστία δεν είχε το δωμάτιο, άλλωστε αυτά θα ήταν πολυτέλεια, αφού οι ακτίνες του ήλιου και το δροσερό μελτέμι έμπαιναν από την είσοδο που δεν είχε πόρτα. Το μοναδικό οικιακό σκεύος ήταν μια πήλινη στάμνα έξω στο κατώφλι να δροσίζει τους περαστικούς φίλους και ξένους
— Με τη φτώχεια αυτή δεν έχω ούτε καρέκλα να σας δώσω, αφέντες, είπε και μας έδειξε το φτωχικό της κρεβάτι για να καθίσουμε, αφού πρώτα το σκέπασε βιαστικά με ένα άσπρο ύφασμα.
— Εγώ θέλω μόνο λίγο νερό, είπε ο συνοδός μου.
— Κάντε λίγη υπομονή, η Μαριγώ θα πάει να φέρει φρέσκο. Είναι η μόνη μου παρηγοριά, δεν ήμουν ποτέ παντρεμένη, είναι το παιδί του έρωτά μου.
Στη θέα της Μαριγώς που πλησίαζε βεβαιώθηκα ότι όσα έλεγαν για τα φυσικά χαρίσματα αυτών των παιδιών που προέρχονται από σχέσεις μεγάλου έρωτα είναι αλήθεια. Το φαρδύ φόρεμα δεν κατάφερνε να κρύψει μια κορμοστασιά Αφροδίτης, ούτε και το σφιχτοδεμένο κεφαλομάντηλο την τέλεια ομορφιά των χαρακτηριστικών της. Όταν είδα αυτό το πλάσμα, πάνω στο άνθος της νιότης του, με ρόδινα μάγουλα και παλλόμενο στήθος, να τρέχει χωρίς ανάσα για να κρατήσει τη στάμνα να μας ρίξει λίγο νερό, νόμισα ότι αντίκρισα τη χριστιανική εκδοχή της Ρεβέκκας, λαμπρότερη και γοητευτικότερη από όλες τις απεικονίσεις.
Περνώντας από ένα χωριό συναντήσαμε κάποιους χωρικούς που μας πρόλαβαν και μας πρόσφεραν ψωμιά που μόλις είχαν βγάλει από τον φούρνο.
Δεν μπορείτε να αρνηθείτε αυτό το δώρο. Είναι έθιμο να προσφέρουν φρέσκο ψωμί αν συμβεί να βρεθεί κάποιος περαστικός την ώρα που ξεφουρνίζουν. Πιστεύουν ότι αυτό φέρνει τύχη και δέχονται με ευχαρίστηση ένα μικρό φιλοδώρημα.
Διασχίζαμε μια γοητευτική περιοχή όπου χαμηλά υψώματα εναλλάσσονταν με όμορφες κοιλάδες. Σπάνια βλέπουν εδώ ξένους, γι’ αυτό η συμπεριφορά των ντόπιων ήταν εντυπωσιακή. Όπου και αν σταματήσαμε για ανάπαυλα, στέκονταν με σεβασμό σε κάποια απόσταση, καθηλωμένοι από κάτι ανάμεσα σε φόβο και περιέργεια. Όταν καταλάβαιναν τις φιλικές μας διαθέσεις, πλησίαζαν, ο ένας να απλώσει ένα λευκό ύφασμα για να καθίσω, ο άλλος να μου φέρει ένα ποτήρι νερό, ο τρίτος να μου προσφέρει ένα μήλο ή έστω ένα καρύδι, λουλούδια ή ένα αυγό». — Απόσπασμα από: Ελπίς Μέλαινα, «Περιηγήσεις στην Κρήτη», 1866-1870, μτφρ.-επιμ. Ιωάννα Μυλωνάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2008.)
Η Πάτμος και η λαθραία εξαγωγή σπάνιων χειρογράφων
O Edward Daniel Clarke, ειδικός στην ορυκτολογία, σε ηλικία τριάντα ετών, συνοδεύοντας τον αριστοκράτη J.M. Cripps, θα περιηγηθεί από το 1799 σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Βαλκανική. Ακούραστος και παρατηρητικός, οξυδερκής και διορατικός, ήταν παρών σε πολλά σημαντικά γεγονότα της εποχής του, που τα μνημονεύει και στο χρονικό του. Στην Ελευσίνα θέλησε και πέτυχε τη μεταφορά από τα Μικρά Προπύλαια του ιερού της Δήμητρας μιας από τις δύο κολοσσιαίες, από πεντελικό μάρμαρο Kαρυάτιδες-Kιστοφόρους. Σήμερα το άγαλμα βρίσκεται στο Mουσείο Fitzwilliam του Kέμπριτζ. Οι αποσκευές με τις συλλογές του Clarke και του Cripps (76 και 80 κιβώτια αντίστοιχα) περιλάμβαναν μάρμαρα, χειρόγραφα, νομίσματα και ορυκτά. Παρ’ όλα αυτά, ανεκτίμητες παραμένουν οι παρατηρήσεις του για τα επαγγέλματα, τις συνήθειες και τον βίο των Ελλήνων.
«Στα 1801, επιστρέφοντας από την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, πέρασαν από τα νησιά του Αιγαίου. Στο μοναστήρι της Πάτμου ζήτησαν την άδεια να επισκεφτούν τη βιβλιοθήκη. Ήταν μια κάμαρα με θολωτή οροφή γεμάτη βιβλία και χειρόγραφα σε φοβερή ακαταστασία. Μερικά βρίσκονταν πεταμένα στο πάτωμα, βορά του σκώρου και της μούχλας. Στα ράφια ήταν τα τυπωμένα βιβλία γιατί σε αυτά έδιναν οι καλόγεροι μεγαλύτερη σημασία. Ανάμεσα στη σωρό με τους περιφρονημένους κώδικες ο Clarke ανακάλυψε θησαυρούς: o 24ος Διάλογος του Πλάτωνα, το Λεξικό του Κύριλλου της Αλεξανδρείας, δύο τόμους των “Ελληνικών Ύμνων” με νότες αρχαίας μουσικής. Οι μοναχοί δέχτηκαν να πουλήσουν τον Πλατωνικό Διάλογο και μερικά άλλα χειρόγραφα και οι περιηγητές ανέλαβαν την υποχρέωση να κρατήσουν μυστική τη συναλλαγή από τους κατοίκους του νησιού. Για τη φυγάδευση ως το καράβι θα φρόντιζαν οι μοναχοί.
Η Πάτμος, γράφει ο Clarke, αποτελούσε το πανεπιστήμιο του Αιγαίου. Εκεί στη Σχολή έστελναν οι Έλληνες τα παιδιά τους για να μορφωθούν. Στους Άγγλους προκάλεσε εντύπωση η ομορφιά των γυναικών και η καθαριότητα στα σπίτια τους.
«Όταν το καΐκι ήταν έτοιμο να σαλπάρει και δεν μας είχαν παραδώσει τα χειρόγραφα, νομίζαμε ότι μας εξαπάτησαν. Τελικά έφτασε κάποιος στην ακρογιαλιά με ένα μεγάλο κοφίνι και έκανε σινιάλο. Στείλαμε μια βάρκα και εκείνος φώναξε πως έφερε τα ψωμιά. Ανέβηκε στο καράβι, μας λοξοκοίταξε με νόημα και είπε μεγαλόφωνα.
“Ο Ηγούμενος με διέταξε να πάρω το κοφίνι αδειανό και να μετρήσετε λέει τα καρβέλια αν είναι σωστά”.
Καταλάβαμε, τρέξαμε στη γωνία, αναποδογυρίσαμε το κοφίνι. Με χαρά είδαμε τον Πλατωνικό Διάλογο, το Λεξικό του Κυρίλλου και άλλα χειρόγραφα. Τα κρύψαμε, δώσαμε το κοφίνι και ένα μπαξίσι και όλα έγιναν όπως επιθυμούσαμε».
Η λαθραία εξαγωγή των πολύτιμων χειρογράφων δεν έμεινε κρυφή. Ξέσπασε σκάνδαλο και μια επιγραφή σε εξάμετρους στίχους αρχαΐζουσας γλώσσας, που χαράκτηκε το 1802 στην πόρτα της βιβλιοθήκης από κάποιον πεπαιδευμένο, τονίζει: «Στον χώρο βρίσκονται φαεινά χειρόγραφα. Για τον σοφό άντρα είναι πολυτιμότερα και από χρυσάφι. Φύλαξέ τα λοιπόν με προσοχή, περισσότερο κι από τη ζωή σου. Γιατί χάρη σε αυτά έγινε το μοναστήρι περίλαμπρο».
Το χειρόγραφο που πήρε ο Clarke κατέληξε στην Bodleian Library της Οξφόρδης. — Απόσπασμα από: Κυρ. Σιμόπουλου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ. Γ1, Αθήνα, 1985
Τα μεσαιωνικά μνημεία της Ρόδου
Ο Φλαμανδός στρατιωτικός Bernard Rottiers εντάχθηκε στον τσαρικό ρωσικό στρατό και ανέλαβε πολλές στρατιωτικές αποστολές κυρίως ενάντια στον τουρκικό στρατό. Αναμείχθηκε σε εμπόριο ελληνικών αρχαιοτήτων και το 1824 η νέα αποστολή του για να συγκεντρώσει αρχαιότητες για τον εμπλουτισμό των μουσείων της πατρίδας του δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί λόγω του Αγώνα για την Ανεξαρτησία. Έτσι ο Rottiers άλλαξε προορισμό και παρέμεινε έξι μήνες στη Ρόδο, όπου εργάστηκε για μια έκδοση με την περιγραφή και απεικόνιση των μεσαιωνικών μνημείων της νήσου. Η εργασίες του και οι απεικονίσεις της πόλης παραμένουν, μέχρι σήμερα, πολύτιμη πηγή για τη μελέτη των μεσαιωνικών μνημείων της Ρόδου.
Οι Χιώτισσες τον 16ο αιώνα
Ο Γάλλος Nicolas de Nicolay διετέλεσε, μετά από τα πολλά ταξίδια του στη Δυτική Ευρώπη, επίσημος γεωγράφος της βασιλικής αυλής. Θα επισκεφθεί την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως μέλος της ακολουθίας του Γάλλου πρέσβη στον σουλτάνο Σουλεϊμάν. Στο έργο του, τα εξήντα σχέδια με την πιστή αποτύπωση ενδυμασιών της Ανατολής παραμένουν πολυτιμότατη πηγή για τους ανθρώπινους τύπους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του 16ου αιώνα. Τα σχέδιά του αντιγράφηκαν αυτούσια ή με παραλλαγές και κυκλοφόρησαν ευρύτατα ως τα τέλη του 18ου αιώνα.
«Οι κάτοικοι της Χίου είναι πολύ ευγενικοί και γλυκείς με τους ξένους και αγαπούν τον χορό και τη μουσική και κάνουν ό,τι είναι ευγενικό και τίμιο. Αυτό δεν είναι προσβολή για τις γυναίκες και τα κορίτσια των άλλων περιοχών, όμως πουθενά στην Ανατολή δεν μπορεί να βρει κανείς πιο τέλειες γυναίκες όσον αφορά την ομορφιά, τη μεγαλοπρέπεια και την ευγένεια. Δεν είναι μόνο η φύση που τις προίκισε με ομορφιά, αλλά ντύνονται κομψά και με επιμέλεια και εμφανίζονται και μιλούν τόσο όμορφα και χαριτωμένα που μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει σαν νύμφες, Νηρηίδες και θεότητες της μυθολογίας, παρά θνητά πλάσματα.
Οι γυναίκες της ανώτερης τάξης φορούν άσπρες ή χρωματιστές φορεσιές, πουκαμίσες φτιαγμένες από βελούδο, σατέν δαμασκηνί ή μεταξωτό, που γαρνίρονται γύρω γύρω με μεγάλες βελούδινες κορδέλες. Δένουν τα μανίκια τους, που είναι στολισμένα με μεταξωτές κορδέλες, ψηλά στο μπούστο της φορεσιάς. Η εμπροσθοποδιά καταλήγει ολόγυρα σε κρόσσια. Σκεπάζουν το κεφάλι τους με άσπρη ή πολύχρωμη σατέν σκούφια στολισμένη με χρυσό κέντημα και μαργαριτάρια που στερεώνονται σε φούντες γύρω από το κεφάλι. Κορδέλες από το ίδιο μεταξωτό, δεμένες σε μεγάλους φιόγκους, κρέμονται με μεγαλοπρέπεια στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Οι Χιώτισσες φορούν μια ριγέ, ψιλή, κίτρινη κορδέλα από γάζα καλυμμένη με πούλιες, η οποία σφίγγει και δένει πίσω από τη σκούφια και οι άκρες κρέμονται ως τη μέση τους. Τοποθετούν ένα πέπλο από γάζα στολισμένο με χρυσό και πέρλες πάνω από την κορδέλα. Οι παντρεμένες δεν φορούν αυτή την κορδέλα από γάζα που φορούν τα κορίτσια, αλλά φορούν ένα κάτασπρο λινό ριγμένο στους ώμους. Οι κάλτσες και τα πασούμια τους γενικά είναι άσπρα. Με λίγα λόγια, δεν μπορείς να βρεις κάτι επάνω τους που να μην είναι απλό, κομψό και ελκυστικό. Εξαίρεση, το εξωτερικό τους γιλέκο, που κονταίνει την κορμοστασιά τους και τα πεσμένα από το συχνό λουτρό στήθη τους. Φορούν χοντρές αλυσίδες γύρω από τον λαιμό και άλλα χρυσά μαραφέτια, μαργαριτάρια και ακριβές πέτρες. Τα κοσμήματα είναι βέβαια ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση». — Απόσπασμα από: «Τα χαρακτικά της Χίου», τ. Α’, Ενδυμασίες, εκδ. Ακρίτας, χ.χ.
Η θεραπευτική «λημνία γη» που δεν υπάρχει πια
O Pierre Belon είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα ταξιδιώτη-ερευνητή του ουμανισμού του 16ου αιώνα, ο οποίος αφοσιώνεται στην αναζήτηση της αλήθειας –σχεδόν αποκλειστικά σε θέματα βοτανικής ή και ζωολογίας– και αποτελεί το πρώτο υπόδειγμα αυθεντικότητας πληροφοριών και βασικό εγχειρίδιο για όλους τους μετέπειτα ταξιδιώτες.
Aνάμεσα στα θεραπευτικά είδη, φημισμένη ήταν και η «λημνία γη», την οποία επιζητούσαν σταθερά όλοι οι Ευρωπαίοι πρέσβεις για να την προσκομίσουν ως πολύτιμο δώρο στους αφέντες τους. O Belon αποφασίζει, στα 1547, να επισκεφτεί επιτόπου την περιοχή εξόρυξής της. Παρά τον διακαή πόθο του, η «λημνία γη» εξορύσσετο μόνο μία φορά τον χρόνο, στις 6 Aυγούστου, ημέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα. O Belon τριγύρισε πολύ στη Λήμνο, μελέτησε χλωρίδα και πανίδα, προσέφερε ιατρικές υπηρεσίες σε ντόπιους ασθενείς, φιλοξενήθηκε από τις Αρχές και τελικά κατάφερε με συνοδεία γενίτσαρου να φτάσει ως την περιοχή της «λημνίας γης», ενώ περιέγραψε αναλυτικά τα πάντα για τη θεραπευτική αυτή λάσπη.
Ο Belon οδοιπόρησε με το πάθος του ουμανιστή φυσιοδίφη που εγκαταλείπει τον θεωρητικό περίγυρο της γνώσης και περιφέρει φανατικά τον επιστημονικό και μανιώδη τρόπο σκέψης και ζωής. Έγινε αφενός ο πρώτος που παρουσίασε τα των Ελλήνων συμβάντα από εμπειρική αυτοψία και όχι από θεωρητικές γνώσεις, ενώ υπήρξε ο προάγγελος της μεγαλύτερης ομάδας των μετέπειτα ταξιδιωτών που θα κατακλύσουν τον ελληνικό χώρο και θα συγκροτήσουν τον θησαυρό των περιηγητικών έργων που έγιναν πολυτιμότατα για πολλαπλά θέματα του νεότερου ελληνισμού.
Η «λημνία γη» είχε αιμοστατική δράση, θεράπευε τη δυσεντερία, ανακούφιζε το έλκος στομάχου, εξουδετέρωνε το δηλητήριο των φιδιών και ως αλοιφή ήταν κατάλληλη για τις φλεγμονές των οφθαλμών. Η «λημνία γη» δεν υπάρχει πια και ο τόπος εξόρυξής της παραμένει δυσεύρετος.
«Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν για πολλούς θεραπευτικούς σκοπούς ένα είδος χώματος που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα σαν φάρμακο. Οι Λατίνοι το ονομάζουν Terra Lemnia ή Τerra sigillata. Αυτή η λάσπη είναι μοναδική στον κόσμο και όλοι οι πρεσβευτές φεύγοντας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία έπαιρναν τη “λημνία γη” μαζί τους για να την προσφέρουν δώρο στους ηγεμόνες τους. Γιατί προφυλάσσει από πανούκλα και άλλες επιδημίες.
Αποφάσισα να πάω επί τόπου γιατί αυτή που πουλούσαν ήταν σχεδόν πάντα νοθευμένη. Η εξαγωγή της λάσπης γίνεται μια φορά τον χρόνο, στις 6 Αυγούστου. Μόνο ο σούμπασης (Τούρκος διοικητής) έχει το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται το ιαματικό χώμα, καταβάλλοντας ειδικό φόρο στον σουλτάνο … Εκείνη την ημέρα, 6 Αυγούστου, οι άρχοντες του τόπου, Έλληνες και Τούρκοι, καθώς και όλοι οι ιερείς και οι καλόγεροι, πηγαίνουν στο ξωκκλήσι Αγιά Σωτήρα. Και αφού γίνει η λειτουργία, όλοι μαζί ανεβαίνουν στην πλαγιά του λόφου. Σε κάποιο σημείο σκάβουν το έδαφος 40 με 60 άνθρωποι ώσπου να φτάσουν στη φλέβα. Τότε οι καλόγεροι γεμίζουν μερικούς σάκους και τους παραδίδουν στον Τούρκο επίσημο. Μετά οι εργάτες σκεπάζουν τη φλέβα. Ο σούμπασης αποστέλλει το περισσότερο στον σουλτάνο, το υπόλοιπο το πουλάει σε εμπόρους. Κάθε παρανομία τιμωρείται αυστηρά. Όσοι παρευρίσκονται στην επίσημη εξόρυξη μπορούν να πάρουν ένα κομματάκι για προσωπική χρήση. Αν το πουλήσουν, θα αποκεφαλιστούν.
Η λάσπη αυτή που πουλιέται σε σφραγισμένες παστίλιες όταν την δαγκώσεις είναι μαλακή και έχει χρώμα κοκκινωπό».