Advertisement

Πώς μας «χρεοκόπησαν» οι Ολυμπιακοί Αγώνες

Δεκατρία χρόνια μετά την πρεμιέρα του Αθήνα 2004 -ήταν 13 Αυγούστου- δεν είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε πόσο μας κόστισαν. Αλλά το αληθινό κόστος των Αγώνων δεν μετριέται σε χρήματα. Ηταν ο μεγαλοϊδεατισμός που μας αφόπλισε ως λαό όταν χρειάστηκε να ριχτούμε στην κανονική μάχη | Πάνος Παπαδόπουλος

495

Ηταν τέτοιες ημέρες πριν από 20 χρόνια. Στο Ολυμπιακό Στάδιο ξεκινούσε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου, σαν κι αυτό που είδαμε στο Λονδίνο, μόνο που στην πρεμιέρα το λευκό από τα άδεια καθίσματα τύφλωνε αθλητές και τηλεθεατές. Πρώτος που σχολίασε το απογοητευτικό θέαμα ήταν ο Πρίμο Νεμπιόλο, τότε αφεντικό της IAAF. Δεν θα ξανασυνέβαινε κάτι τέτοιο. Κατασκηνώσεις, πρόσκοποι, δημόσιοι υπάλληλοι και κάθε άλλος πρόθυμος να πάρει ουσιαστικά τσάμπα ένα εισιτήριο και να ανηφορήσει στο Μαρούσι καλοκαιριάτικα, επιστρατεύτηκαν για να γεμίσουν τις εξέδρες του ΟΑΚΑ για να δείχνουμε ότι η διοργάνωση έχει επιτυχία και να το βουλώσει ο Νεμπιόλο που ως Ιταλός προφανώς έπαιζε το παιχνίδι της υποψηφιότητας της Ρώμης για το 2004 – η απόφαση της ΔΟΕ θα έβγαινε τον Σεπτέμβριο του 1997.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ριχνόμασταν στον βούρκο για την «εθνική υπόθεση» της διεκδίκησης του Αθήνα 2004, έστω και αν αυτό σε όρους τραγωδίας αποδείχτηκε μια προοικονομία: οι άδειες εξέδρες ήταν από τα σοβαρότερα προβλήματα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Οχι φυσικά το μόνο.

Ναι, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες οδήγησαν μαθηματικά τη χώρα στη χρεοκοπία πέντε χρόνια αργότερα. Αλλά μόνο μια συνειδητή εθνική τύφλωση μπορεί να μας κάνει να μην συνδέουμε καθόλου τα δύο γεγονότα: Διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων (άρα και μεγάλες -αν όχι υπέρμετρες- δαπάνες με δανεικά) και χρεοκοπία λίγα χρόνια μετά, όταν σταμάτησαν τα δανεικά. Η ίδια εθνική τύφλωση που στα πρώτα της στάδια, μάς έκανε να γελάμε με το πώς τη φέραμε στον «μαφιόζο» τον Νεμπιόλο.

Το πρόβλημα δεν ήταν τελικά αυτό καθ’ αυτό το κόστος των Αγώνων. Αλλοι άλλωστε μετράνε ως κόστος μόνο τη διοργάνωση και τις αθλητικές εγκαταστάσεις -και με έναν μαγικό τρόπο βγαίνουν και φτηνοί παρά τα παλάτια της Αρσης Βαρών, τα σπίτια του τζούντο και τα κωπηλατοδρόμια των επτά θαλασσών-, άλλοι προσθέτουν στο συνολικό κόστος και το «Ελ. Βενιζέλος», το Μετρό και την Αττική Οδό, λες και αυτά δεν θα γίνονταν χωρίς Ολυμπιακούς Αγώνες, άλλοι θέλουν να βάλουν και το C4I και τα καινούργια περιπολικά, άλλοι προσθέτουν τις ανακαινίσεις των νοσοκομείων και των άλλων δημόσιων κτιρίων, άλλοι βάζουν στον λογαριασμό και την αναβάθμιση των τηλεπικοινωνιών. Λαβύρινθος. Ξοδεύτηκαν πολλά λεφτά, ναι, ίσως και 8,5 δισ. ευρώ, ίσως και περισσότερα, αλλά και πάλι μπορούσε να σωθεί η παρτίδα. Αν ξέραμε γιατί την παίξαμε από την αρχή.

Το πρόβλημα των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν πολιτικό. Και πριν και μετά.

Γιατί τους κάναμε τους Αγώνες το 2004; Δεν υπάρχει επίσημη και πειστική εξήγηση, παρά για λόγους συλλογικού θυμικού. Καθώς σοβαρή μελέτη σκοπιμότητας ποτέ δεν υπήρξε, όλα συνηγορούν στο ότι αναλάβαμε μια τέτοια τιτάνια προσπάθεια απλώς για εθνική ρεβάνς, επειδή είχαμε «χάσει» τη «Χρυσή Ολυμπιάδα» του 1996 -που κι αυτήν κανείς δεν ήξερε με ποια λογική τη διεκδικούσαμε, εκτός από αυτήν της ιστορικής αυτοϊκανοποίησης, επειδή ως γνωστόν εμείς δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού και γεννήσαμε τους Ολυμπιακούς. Στο ίδιο πλαίσιο άλλωστε υπήρχε και η εκτός πραγματικότητας πρόταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα και γι΄ αυτό ήμασταν η μοναδική χώρα που είχαμε χτίσει «Ολυμπιακό Στάδιο» χωρίς καν να έχουμε αναλάβει τη διοργάνωση.

Το πρότεινε λοιπόν, ο Γιώργος ο Λιάνης ένα βράδυ στον Ανδρέα Παπανδρέου και ο γηρασμένος Πρωθυπουργός το βρήκε καλή ιδέα -όπως και ο γνωστός κύκλος του εκείνης της εποχής. Και άρχισε η διεκδίκηση που φάνηκε και σε άλλους τόσο καλή ιδέα που ήταν πρόθυμοι να αγνοήσουν το στοιχειώδες: ότι από το 1952 και το Ελσίνκι της Φινλανδίας καμία τόσο μικρή χώρα δεν είχε αναλάβει τέτοιο βάρος (τους Αγώνες τους αναθέτει η ΔΟΕ σε πόλεις, αλλά οι κρατικοί προϋπολογισμοί επιβαρύνονται συνήθως).

Διότι δεν ήταν απλώς μια καλή ιδέα, είχε μετασχηματιστεί εν μια νυκτί σε μια Μεγάλη Ιδέα, στις οποίες πάντα τσιμπάει ο σοφός ελληνικός λαός και είναι έτοιμος να κάνει για αυτές τα πάντα. Να στρατευτεί, να υπομείνει, να χρεωθεί, να εργαστεί ακόμα και αμισθί, να φιλοξενήσει πλουσιοπάροχα «αθάνατους» της ΔΟΕ για να πειστούν να δώσουν την ψήφο τους, να ανεχτεί τα μεγαλομανή πάρτι της Γιάννας όπου κόντεψε να καεί η Φιλοθέη.

Αυτός ο μεγαλοϊδεατισμός που καλλιεργήθηκε από πολιτικούς και μέσα ενημέρωσης είναι ο καταλυτικός παράγοντας, το νήμα που συνδέει κάθε εποχή, από τα εθνικιστικά ολυμπιακά οράματα του Κωνσταντίνου Καραμανλή στα 70s, έως τα χρόνια της μετενέργειας των Αγώνων με κυβερνήτη της χώρας τον ανιψιό του, Κώστα.

Πριν από τους Αγώνες κανείς πολιτικός δεν τόλμησε να μιλήσει για την απουσία σκοπιμότητας, να προειδοποιήσει για τους κινδύνους ή έστω να καταδείξει την ανάγκη σχεδιασμού της επόμενης ημέρας. Ακόμα και αν υπήρξαν κάποιες φωνές ανησυχούντων, αυτές είτε φιμώθηκαν άγαρμπα είτε περιθωριοποιήθηκαν ως προδοτικές της εθνικής προσπάθειας. Στην καλύτερη οι σκεπτικοί ήταν γκρινιάρηδες που δεν αντιλαμβάνονται την ευκαιρία. Ολοι οι υπόλοιποι είχαν αφεθεί να τσιμπήσουν στο παράδειγμα της Βαρκελώνης, του Σίδνεϊ και της Σεούλ που όμως ήταν πόλεις που ήξεραν τι θέλουν να κάνουν.

Μετά τους Αγώνες κανείς πολιτικός δεν είχε το σθένος να πει «ως εδώ» στον περιούσιο λαό που πια βαυκαλιζόταν και ότι είχε διοργανώσει τους καλύτερους της Ιστορίας επειδή ο Ζακ Ρογκ είχε πει «ευχαριστώ» και επειδή το CNN είχε ζητήσει «syggnomi». Να πει στον ελληνικό λαό ότι το πάρτι τελείωσε και τώρα είναι η ώρα για συμμάζεμα. Να πει στον λαό ότι αφού τους κάναμε που τους κάναμε τους Ολυμπιακούς πρέπει τώρα με σύνεση να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που αυτοί κατά κανόνα προσφέρουν.

Δεν ξέρω αν ήταν ατυχία που στη θέση του ηγέτη βρέθηκε ο Κώστας Καραμανλής, ένας πολιτικός χωρίς το σθένος – για να το πούμε διακριτικά- για μια τέτοια προσπάθεια προσγείωσης ενός ολόκληρου λαού στην πραγματικότητα. Το πολιτικό δυναμικό της χώρας έχει αποδειχτεί διαχρονικά τόσο ανεπαρκές που δεν δικαιούσαι να σκέφτεσαι ότι κάποιος άλλος ίσως να τα είχε πάει πολύ καλύτερα.

Σύνεση και μεγαλοϊδεατισμοί άλλωστε είναι έννοιες ασύμβατες. Ο ελληνικός λαός είχε μεταξελιχθεί σε εθνικοπατριώτες χούλιγκαν που ούρλιαζαν «Κεντέρης-Κεντέρης» αμαυρώνοντας έναν αγώνα κλασικού αθλητισμού και σε χειροκροτητές του κραυγαλέα ρατσιστικού συνθήματος της Φανούλας Χαλκιά «οι Ελληνες είμαστε γεννημένοι πρώτοι». Πώς θα έλεγες σε όλους αυτούς ότι όλα αυτά ήταν αν όχι επικίνδυνα, σίγουρα μπούρδες;

Η εθνομπουρδολογία γεννήθηκε πριν από τους Αγώνες. Αλλά γιγαντώθηκε κατά την προετοιμασία και διεξαγωγή τους και δυστυχώς δεν υπήρχε πολιτικό δυναμικό στη χώρα να την περιορίσει μετά. Αντιθέτως συνέχισε να την καλλιεργεί με παροχές, φιέστες της Γιουροβίζιζον και θεωρίες συνωμοσίας. Οταν πια ήρθε η κρίση, ο ελληνικός λαός που είχε διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες δεν ήταν ώριμος να αντιληφθεί τι του συνέβη. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι φταίνε οι ξένοι και μετά να καβαλήσει μια μηχανή και να πέσει σε λάδια.

 

 

Πηγή Protagon
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο