Advertisement

Πως τα Χρήματα των Ομογενών βοηθούν την Οικονομία των Κυθήρων

Δρ. Νικόλαος Π. Γλυτσός - Ερευνητής Οικονομολόγος

690

Έχουν περάσει σχεδόν 70 χρόνια από την δεκαετία του 1950, που ξεκίνησε το πρώτο μεγάλο κύμα της μετανάστευσης προς την Αυστραλία και συνεχίστηκε για πολλά χρόνια μετά. Λόγω κυρίως αυτής της εξόδου, μαζικής αρχικά και σταδιακής στην συνέχεια, αλλά και λόγω της παράλληλης μετακίνησης προς την Αθήνα, επηρεάστηκε διαχρονικά και αργόσυρτα η δημογραφική ευρωστία του νησιού. Ο πληθυσμός συρρικνώθηκε κατά το ήμισυ, από 8.178 άτομα το 1940 μειώθηκε σε 4.030 άτομα το 2011, και το χειρότερο, οι εξελίξεις αυτές άφησαν πίσω στο νησί το πιο ηλικιωμένο και λιγότερο παραγωγικό κομμάτι του πληθυσμού (το 2011, το 25,5% του συνολικού πληθυσμού των 4.030 μονίμων κατοίκων ήταν άνω των 65 ετών, πολύ κοντά στο ποσοστό 26,38%  που ορίζεται ως ‘υψηλή γήρανση’, το οποίο σήμερα έχει ίσως προσεγγιστεί).

Στην διάρκεια αυτών των ετών, τα Κύθηρα ωφελήθηκαν και συνεχίζουν και σήμερα να ωφελούνται ποικιλοτρόπως από τα χρήματα των ομογενών της πρώτης γενιάς, αλλά  και των απογόνων τους. Η οικονομική  ωφέλεια δημιουργήθηκε ιστορικά με τρεις διαφορετικούς τρόπους, οι οποίοι λειτουργούν εν μέρει σε μια ακολουθία και  εν μέρει παράλληλα. Στην πρώιμη περίοδο των δεκαετιών του 1950 και 1960, η ωφέλεια προερχόταν, κατά κύριο λόγο, μέσω των προσωπικών εμβασμάτων που έστελναν οι ομογενείς στους στενούς συγγενείς, τα οποία ήταν ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή τους σε μια οικονομία φτωχή που τότε άρχισε σιγά-σιγά να παίρνει τα πάνω της, και με την συμβολή αυτών των εμβασμάτων. Τα χρήματα αυτά αντιστάθμιζαν ουσιαστικά το κόστος που είχε δημιουργηθεί στις μεταναστευτικές οικογένειες, εξαιτίας της αναχώρησης μελών τους, και μέσω αυτών στην οικονομία ολοκλήρου του νησιού. Στο μικρό ζωτικό χώρο των Κυθήρων με την πολύ περιορισμένη οικονομική δραστηριότητα, ο δυσανάλογα μεγάλος αριθμός μεταναστών ήταν ίσως η σημαντικότερη πηγή πόρων για την ανάπτυξη τα πρώτα χρόνια της αποδημίας. Κατά ορισμένους χονδρικούς υπολογισμούς μου, τα χρήματα που στέλνονταν, μόνο από τους Έλληνες της Αυστραλίας, στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1960, ήταν της τάξεως των 500.000- 600.000 δολαρίων Αμερικής ετησίως και αναλογούσαν σε 120-140 δολάρια ανά κάτοικο του νησιού της εποχής εκείνης.

Βλέποντας την όλη εξέλιξη αποκλειστικά από μια ψυχρή και βραχυχρόνια οικονομική σκοπιά, και αναγνωρίζοντας  ότι το κενό που δημιουργήθηκε από την μαζική αναχώρηση τόσων ανθρώπων παραγωγικής ηλικίας ήταν πολύ αισθητό και ζημιογόνο, τίθεται ευλόγως το ερώτημα αν αυτή η «ανταλλαγή ανθρώπων με χρήματα» μεταξύ Αυστραλίας και Κυθήρων, στην πρώιμη περίοδο της αποδημίας, ήταν προς το συμφέρον του νησιού ή δημιούργησε δυσμενείς συνθήκες συνεχούς χειροτέρευσης στα χρόνια που ακολούθησαν;  Ήταν, με άλλα λόγια, τα χρήματα πιο αναγκαία από το ανθρώπινο δυναμικό ως συντελεστής παραγωγής για να αξίζει καθαρά για οικονομικούς λόγους αυτή η ανταλλαγή; Αν οι άνθρωποι δεν έφευγαν, θα μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο για το νησί από ότι τα χρήματα που έστειλαν;

Τα Κύθηρα δεν διέθεταν τότε μια ικανοποιητική παραγωγική υποδομή σε καλλιεργήσιμο έδαφος ούτε κάποια συγκροτημένη και ουσιαστική παραγωγή σε άλλους τομείς, αλλά ούτε και ανάλογο παραγωγικό και τεχνικό εξοπλισμό, για την καλλιέργεια της γης και την ανάπτυξη άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων για την αγορά. Με αυτές τις ελλείψεις, θα ήταν δύσκολο να συντηρήσουν και να συγκρατήσουν όλον τον  πληθυσμό τους, ο οποίος ασφυκτιούσε μη βλέποντας διέξοδο. Ενώ περίσσευαν εργατικά χέρια,  έλειπε το «κεφάλαιο», τα χρήματα δηλαδή για την αγορά εξοπλισμού, εφοδίων, και την απόκτηση στοιχειωδών τεχνικών γνώσεων, ως κινητήρια δύναμη για την βελτίωση της απόδοσης μιας τελματωμένης πρωτόγονης οικονομίας, όπως ήταν τότε η οικονομία των Κυθήρων.  Αυτό το κενό κάλυψαν αρχικά τα χρήματα των ομογενών. Πέρα από την αγοραστική δύναμη που διαχύθηκε στην οικονομία για την ικανοποίηση βασικών καταναλωτικών αναγκών, η οποία ώθησε την παραγωγική δραστηριότητα,  ορισμένα από τα χρήματα ξοδεύτηκαν  από τους αποδέκτες για την επισκευή σπιτιών, αγορά εφοδίων για την γεωργία, μηχανημάτων γεωργικής παραγωγής, εγγραφή περισσοτέρων παιδιών στο σχολείο, για προίκα των κοριτσιών, κλπ.

Μέχρι εδώ το όφελος προέκυπτε από την χρησιμοποίηση των χρημάτων που έστελναν οι ομογενείς, στους συγγενείς τους, ενώ η δεύτερη μορφή οικονομικής ενίσχυσης που ακολούθησε και  έρχεται να συμπληρώσει την πρώτη,  είναι τα χρήματα που φέρνουν μαζί τους οι ίδιοι οι ομογενείς. Ξεκίνησε από την στιγμή που άρχισαν να πυκνώνουν τις επισκέψεις τους στο νησί, αυξανόμενες συνεχώς σε αριθμό και σε διάρκεια παραμονής ή ακόμη και μόνιμης εγκατάστασης. Η ενίσχυση αυτή  πραγματοποιείται ποικιλοτρόπως: από τις δαπάνες κατανάλωσης και διαμονής των ιδίων των επισκεπτών, από την τόνωση της οικοδομικής δραστηριότητας με την αγορά, ή επισκευή κατοικιών, και από την άσκηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Υπάρχει, τέλος, μια τρίτη κατηγορία ωφελειών που αφορά τις κοινωνικές υποδομές του νησιού, όπως το νοσοκομείο και  το γηροκομείο, την επισκευή εκκλησιών, την δημιουργία αθλητικών εγκαταστάσεων, την οικονομική ενίσχυση βιβλιοθηκών και μουσείων που οφείλονται στον ευεργετισμό, την συνεχή δηλαδή διάθεση χρημάτων από τους ομογενείς για αυτούς τους σκοπούς.

Δεν θα ήθελα ίσως να κατηγορηθώ ότι ως οικονομολόγος παραβλέπω την σημαντική συναισθηματική πλευρά της αποδημίας που είναι συνδεδεμένη με τον διαμελισμό οικογενειών και την αποκόλληση νέων παιδιών από τους γονείς τους, που συνέβαινε στην ένταση της μεταναστευτικής περιόδου, ή το ψυχολογικό βάρος της νοσταλγίας για την οικογένεια και την μικρή πατρίδα που βιώνουν οι ομογενείς μας, ιδίως της πρώτης γενιάς,  μακριά από το νησί. Αλλά ο σκοπός μου εδώ είναι να τονίσω μόνο τις ευεργετικές οικονομικές ωφέλειες, αφήνοντας αυτό σε περισσότερο ειδικούς να το χειριστούν. Δεν θέλω όμως καθόλου να υπονοήσω ότι οι δύο αυτές πλευρές, η συναισθηματική και η οικονομική δεν συνδέονται, το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Με τον καιρό, όταν οι στενοί  συγγενείς στο νησί  περιορίζονται ή εκλείπουν, η συναισθηματική φόρτιση, ιδίως για άτομα της δεύτερης και των επόμενων γενεών, αλλάζει υφή και αντικείμενο, μετασχηματιζόμενη σε νοσταλγία και πατριωτικά αισθήματα για την πατρώα γη και τους ανθρώπους της γενικότερα. Αναπτύσσεται, θα μπορούσε να πει κανείς, ενός είδους «δημιουργικός συναισθηματισμός», ο οποίος παράγει θετικά οικονομικά αποτελέσματα,  μέσω μιας έντονης επιθυμίας για την γνωριμία με το νησί των προγόνων, την ιστορία του, την πολιτιστική  του κληρονομιά   και την σύγχρονη ζωή του.

Η επιθυμία αυτή αποτελεί το υπόβαθρο των συχνών επισκέψεων και του ευεργετισμού, που ανέφερα πρωτύτερα, και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καταλήγει σε εισροή χρημάτων στην οικονομία του νησιού. Οι ωφέλειες που προκύπτουν καταυτόν τον τρόπο έχουν διάρκεια, δημιουργούν εισοδήματα και διατηρούν στην εργασία ένα σημαντικό αριθμό ατόμων. Οι μεν καταναλωτικές δαπάνες των επισκεπτών βοηθούν την παραγωγή, το εμπόριο, τις υπηρεσίες των ξενοδόχων, των καταλυμάτων και των εστιατορίων, ενώ οι δαπάνες για την οικοδόμηση ή επισκευή, είτε ιδιωτικών ακινήτων είτε κοινωνικών υποδομών, απασχολούν άμεσα εργατικό δυναμικό και παράγουν εισοδήματα. Οι κοινωνικές υποδομές αποτελούν επιπλέον πηγές απασχόλησης και εισοδημάτων σε μόνιμη βάση για όσους εργάζονται στην παροχή των υπηρεσιών που προσφέρουν.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο