Ποταμός. Μικρή συμβολή σε μία μεγάλη και μακρά ιστορία 800 χρόνων
Γράφει ο Ε.Π.Καλλίγερος
Εισαγωγή
Κρίνουμε απαραίτητη τη μικρή αυτή εισαγωγή, καθώς το παρακάτω άρθρο έχει δημοσιευθεί το 2010, πριν από το βιβλίο μας για τα τοπωνύμια, στο οποίο θέταμε και πάλι διάφορα ερωτήματα. Για όσους, λοιπόν, ενδιαφέρονται περισσότερο και έχουν την υπομονή να διαβάσουν και τα δύο κείμενα, τα οποία παραθέτουμε αυτούσια στη συνέχεια, θα εντοπίσουν μερικές κρίσιμες διαφορές και επισημάνσεις. Εκτός αυτών που αφορούν την ονομασία του Ποταμού, για την οποία στο βιβλίο μας κάνουμε εκτενή και με βιβλιογραφικές παραπομπές, αναφορά, το θέμα που έχει ιδιαίτερη σημασία για τον Ποταμό είναι η αναφορά σε δύο Πύργους! Τα σχετικά κομμάτια τα έχουμε επισημάνει με διαφορετικό χρώμα, ώστε να είναι εύκολη η παραπομπή για όσους ενδιαφέρονται μόνο για το θέμα αυτό. Θέμα για το οποίο είχαμε ήδη δώσει μία απάντηση από το 2010 και τη δημοσίευση του παρακάτω άρθρου στην εφημερίδα. Η απάντηση αυτή φαίνεται να είναι και η σωστή, αφού σε πρόσφατες έρευνες αρχαιολόγων και άλλων ερευνητών στο Γερακάρι βρέθηκε ο Πύργος, ο οποίος αναγνωρίζεται πλέον με σχετική ασφάλεια ότι είναι ο δεύτερος Πύργος του Ποταμού, ο οποίος κατέρρευσε το 16ο αι. σύμφωνα με τις πηγές. (Για το θέμα δεν έχει γίνει ακόμη κάποια δημοσίευση, την οποία αναμένουμε).
Με την ευκαιρία της ανάρτησης αυτής δίνουμε και τη δυνατότητα σε όσους δεν παρακολούθησαν τη σχετική διάλεξη για τον Ποταμό του εκδότη των «Κ» Ε.Π.Καλλίγερου, με τίτλο «ΠΟΤΑΜΟΣ: 800 χρόνια ιστορίας», να την διαβάσουν σήμερα. (Περιλαμβάνει στοιχεία και από τα δύο κείμενα, αλλά επιπλέον και όλα τα σχετικά για τον Ποταμό και άκρως ενδιαφέροντα, από την απογραφή του Καστροφύλακα μέχρι τη σχέση της περιοχής με την Κολοκυθιά στην Αγία Πατρικία). Για να τη διαβάσετε πατήστε ΕΔΩ.
Το πρώτο κείμενο που είχε δημοσιευθεί το 2010 στην εφημερίδα με τον παραπάνω τίτλο, είναι το ακόλουθο:
Ένα χωριό που ήταν πάντα από τα μεγαλύτερα και πολλές φορές, όπως σήμερα, το μεγαλύτερο των Κυθήρων, είναι φυσικό να δημιουργεί ενδιαφέρουσες συζητήσεις γύρω από το παρελθόν του και την ιστορία του. Οι διάφορες κατά καιρούς ονομασίες του, όπως, νίΙΙα Grande (Μεγάλο Χωριό) κατά μία μικρή περίοδο της Ενετοκρατίας και Της Κεράς το Χωρίο, σε διάφορες λαϊκές καταγραφές, σημαίνουν απλά πώς έβλεπαν το χωριό οι άλλοι κάτοικοι ή οι αρχές σε μία χρονική περίοδο. Η πρώτη ονομασία ασφαλώς έχει σχέση με το μέγεθος του χωριού, αφού, ως πληθυσμός ενός συμπαγούς χώρου ήταν σχεδόν πάντα περισσότερος από άλλα χωριά. Η δεύτερη ονομασία έχει απλά σχέση με την ύπαρξη του ναού της Παναγίας Ιλαριωτίσσης (ή Λαριώτισσας) και τη σύνδεση των απλών ανθρώπων του χωριού με τη λατρεία της Παναγίας, η οποία είχε πάντα περίοπτη θέση στα θρησκευτικά συναισθήματα των Κυθηρίων.
Όμως, η πιο παλιά ονομασία του χωριού ήταν αυτή ακριβώς που έχουμε και σήμερα, δηλαδή Ποταμός και ουσιαστικά ουδέποτε άλλαξε, αφού και οι άλλες δύο που προαναφέρθηκαν δεν επικράτησαν τελικά παρά σε μικρές ιστορικές περιόδους. Μάλιστα, ο Ποταμός δεν είχε την «ατυχία» άλλων χωριών του νησιού, τις ονομασίες των οποίων πήρε ο άνεμος που άρχισε να φυσά στο νησί το 17ο αι και γενικεύθηκε αργότερα, όταν όλα σχεδόν τα χωριά μας πήραν το όνομα των οικογενειών των κύριων οικιστών τους. (Για την ακρίβεια, μετονομάστηκαν). Μάλιστα στη διαδικασία αυτή είναι που οφείλεται και η απώλεια των παλαιών ονομασιών σε αρκετές περιπτώσεις, για άλλες από τις οποίες τα ονόματα διασώθηκαν (πχ Κυπέρι, τα σημερινά Φριλιγγιάνικα, Μαγγουνάδες τα σημερινά Ντουριάνικα -παλαιά Κομηνιάνικα- και τα Περλεγκιάνικα κ.α), ενώ για άλλα οι παλαιές ονομασίες έχουν σβηστεί από τις μνήμες των ανθρώπων (πχ είναι άγνωστο πως ονομαζόντουσαν τα Αρωνιάδικα, τα Κοντολιάνικα, τα Φατσάδικα και πολλά άλλα χωριά που σήμερα έχουν κατάληξη σε -ιάνικα και -άδικα, κάτι που με βεβαιότητα δηλώνει ονοματοδοσία από την κυρίαρχη οικογένεια που κατοικούσε στο χωριό αυτό, ένα φαινόμενο που γενικεύεται από το 17ο αι και μετά, ενώ η κατάληξη αυτή δηλώνει Πελοποννησιακή’ επίδραση).
Ο Ποταμός, όπως και άλλα μεγάλα χωριά, γλύτωσαν από αυτή τη «διαδικασία» ακριβώς εξ αιτίας του μεγέθους του. Σ’ αυτό το μέγεθος εξάλλου οφειλόταν το ότι δεν είχε ποτέ, τουλάχιστον από τα χρόνια που γνωρίζουμε, μία μόνο κυρίαρχη οικογένεια, αλλά πολλές. Αναφέρονται σε παλαιότερες εποχές οι, Βυζαντινής καταγωγής, οικογένειες Λεβούνη, φαίνεται όμως ότι ποτέ δεν κυριάρχησαν πληθυσμιακά, ενώ έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ούτε η παράδοση που αναφέρει ότι οι Λεβούνηδες έφθασαν στα Κύθηρα μετά την Άλωση είναι ακριβής, αφού στα Κύθηρα υπήρχε η οικογένεια αυτή ήδη από το 15ο αι και μάλλον πολύ παλαιότερα.
Αργότερα, επίσης, όταν για αρκετά χρόνια κυριάρχησαν πληθυσμιακά οι οικογένειες Κορωναίου (που «έσπασε» σε Διακόπουλους, Τζωρτζόπουλους, Βενάρδους, Σκιέκους, Μαυρογιώργηδες κλπ) και Φαρδούλη (από τους οποίους προέρχονται και οι οικογένειες Μπαβέα, Διακάκη και Καλογρίδη) ο Ποταμός δεν άλλαξε ονομασία, αφού υπήρχαν πολλές ακόμη οικογένειες πάνω σ’ αυτόν, ώστε καμία να μην μπορεί να θεωρηθεί κυρίαρχη.
Ερώτημα αποτελεί η μη αναφορά του χωριού αυτού κατά την απογραφή του Καστροφύλακα (1583), στην οποία αναφέρονται 14 περιοχές των Κυθήρων της εποχής αυτής, άλλες γνωστές και σήμερα και άλλες άγνωστες. Οι δυσκολίες της ερμηνείας της απουσίας αυτής από τον Καστροφύλακα, που απαιτούν πολύ χώρο για να αναλυθούν, δεν δημιουργούν ερωτηματικά όσον αφορά την κατοίκηση και την ονομασία της περιοχής αυτής σε παλαιότερους χρόνους, αφού υπάρχουν αδιάσειστα γραπτά στοιχεία γι’ αυτό. Εκτός από το ναό του Αγ. Ιωάννη (βλ. παρακάτω), που μεταφέρει την κατοίκηση στην περιοχή στον 6ο αι, έχουμε τρεις σημαντικές μαρτυρίες για την ονομασία Ποταμός σε παλαιότερες του 16ου αι αναφορές, καθώς κατά τον αιώνα αυτόν και μάλιστα πριν από την απογραφή του Καστροφύλακα, οι αναφορές είναι πολλές.
Όσον αφορά, λοιπόν, το ερώτημα για το χρόνο που ο Ποταμός ονομάστηκε Ποταμός και το λόγο που ονομάστηκε έτσι, μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής.
Όταν ο Γεώργιος Παχύς από τη Μονεμβασία παρέδωσε την εξουσία στην οικογένεια Ευδαιμονογιάννη κατά το 12ο αι, ο τελευταίος εγκαταστάθηκε στον Ποταμό, που έχτισε και Πύργο για προστασία, θεωρώντας τον τόπο προσφορότερο από τα Μητάτα, που ήταν, προφανώς μέχρι τότε, η πρωτεύουσα των Κυθήρων, όπου και παρέμεινε ο Παχύς.
Αυτά, τουλάχιστον, αναφέρει το Ανώνυμο Ενετικό Χρονικό περί Κυθήρων του 16ου αι, το οποίο απεδείχθη ότι περιέχει ασφαλέστατες πληροφορίες για τα Κύθηρα, μετά και τον εντοπισμό της οχυρής θέσης Κολοκυθιά (δίπλα στην Αγία Πατρικία) όπου έχουμε σαφή ίχνη βυζαντινού οχυρού, που ίσως να έχει και παλαιότερη κατοίκηση και από το 10ο αι, που αναφέρει το προαναφερθέν Ανώνυμο Χρονικό. Αρα έχουμε μία σαφή μαρτυρία για τον Ποταμό ήδη από τα τέλη του 12ου αι. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι το σχετικό με τον Πύργο, κτίσμα το οποίο βρισκόταν στο κέντρο του χωριού (αναφέρεται σε έγγραφο του Τζ. Σοπεράντζο ότι χτίστηκε το 1245) και, ότι είχε απομείνει από αυτό, κατεδαφίστηκε το 1932. Από το κτίσμα αυτό, στο οποίο φυλάσσονταν και τα αρχεία των Κυθήρων, έλαβε το όνομα η περιοχή. Υπάρχει, όμως, και άλλη αναφορά σε ενετικά (2.) έγγραφα για Πύργο, που φέρεται ότι πρέπει να βρισκόταν σε πευκόφυτο λόφο κοντά στον Ποταμό και να κτίστηκε και αυτός από τον Ευδαιμονογιάννη ή κατά την ίδια περίοδο. Ο πύργος αυτός φέρεται να καταστράφηκε κατά το 16ο αι. Εάν πρόκειται για το ίδιο κτίσμα και αναφέρεται απλά σε άλλη τοποθεσία από το κέντρο του χωριού ή υπήρχε και δεύτερο κτίσμα της ιδίας περίπου εποχής το οποίο είχε καταστραφεί από το 16ο αι χωρίς να μείνουν ίχνη του, παραμένει άγνωστο, έχει όμως ενδιαφέρον η διερεύνηση της υπόθεσης αυτής για την ιστορία του τόπου. Από όσα δε γνωρίζουμε η περιοχή Πενταγιοί, που προαναφέρθηκε, αλλά και η ευρύτερη περιοχή της Αγίας Αναστασίας βορειότερα, ίσως κρύβουν μικρές ή μεγάλες εκπλήξεις στην έρευνα.
Όμως για την ονομασία Ποταμός υπάρχει και άλλη αναφορά από τα μέσα του 15ου αι., η οποία απλά επιβεβαιώνει την προηγούμενη και δίνει ένα ασφαλές στίγμα για την περιοχή και το παμπάλαιο όνομα του χωριού. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο ναός του Αγίου Ιωάννου στα Μνήματα, από τον οποίο προέρχεται σπάραγμα ψηφιδωτού δαπέδου του 6ου αι αποτελεί αψευδή μάρτυρα για την κατοίκηση σε παλιότερες εποχές πριν δηλαδή και από τους λεγάμενους «σκοτεινούς» χρόνους (8ο και 9ο αι.). Σημειώνουμε ότι ο ναός αυτός είναι ένας από τους πέντε ναούς της περιοχής Ποταμού από τους οποίους έλαβε την ονομασία Πενταγιοί η περιοχή Β-ΒΔ του χωριού. Σε έγγραφο διανομής της περιουσίας των Βενιέρων του 17ου αι, οι πληροφορίες του οποίου όμως ανάγονται στο χρόνο της διανομής, δηλ. στις αρχές του 14ου αι, η περιοχή αναφέρεται Ρenti Agius και Pente Agius! (Η περιοχή αυτή έχει για τον Ποταμό, αλλά και για όλο το νησί ιδιαίτερη αρχαιολογική σημασία και πρέπει οι τοπικές αρχές να την προστατεύσουν με κάθε τρόπο, από ενδεχόμενες καταστροφικές επεμβάσεις, ώστε να μην χαθούν πολύτιμα στοιχεία της ιστορίας του τόπου). Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται, ανάμεσα σε άλλες και η περιοχή Despina di Potamo, που είναι, βέβαια, η Παναγία Δέσποινα, ενώ έχουμε εδώ άλλη μία, ενδιάμεση χρονικά, αναφορά στον Ποταμό.
Άρα έχουμε απόλυτα ασφαλή και αδιαμφισβήτητα στοιχεία για την ονομασία Ποταμός που τα παλαιότερα ανάγονται γύρω στο 12ο και 13ο αι., κάτι που σημαίνει ότι η ονομασία αυτή ίσως έρχεται από ακόμη παλαιότερες εποχές. Όσον αφορά την ίδια την ονομασία είναι εντελώς άσκοπο να αναζητεί κανείς άλλη ερμηνεία εκτός αυτής ακριβώς που δηλώνει η [δια η λέξη. Ποταμός, δεν είναι τίποτε άλλο από εδαφολογικό χαρακτηριστικό που σημαίνει το ποτάμι. Μικρό, μεγάλο, με νερό ή χωρίς, πάντως ποτάμι! Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Αυτό δικαιολογείται και από το γεγονός ότι η περιοχή έχει πάντα περισσότερες βροχοπτώσεις από το υπόλοιπο νησί, ενώ και η μορφολογία του εδάφους φαίνεται να δικαιολογεί τη δημιουργία ρεμάτων, τα οποία ίσως να ήταν πολύ μεγαλύτερα σε παλαιότερες εποχές. Εξ άλλου, αυτές οι τόσο παλαιές ονομασίες δύσκολα τεκμηριώνονται με γραπτά ή άλλα αδιάσειστα στοιχεία, τα οποία άλλωστε μάλλον δεν απαιτούνται για μία τόσο κοινή ονομασία, όπως αυτή. Κι εκείνο που έχει σημασία, τόσο για τον Ποταμό, όσο και για τις ονομασίες των περισσότερων περιοχών των Κυθήρων, όπως θα δείξουμε με την έρευνά μας πάνω σ’ αυτές, αλλά και για πολλές από τις οικογένειες που κατοικούν στο νησί σήμερα, είναι ότι μάς έρχονται κατ ευθείαν από τους μέσους Βυζαντινούς χρόνους, δηλαδή έχουν ηλικία πάνω από επτά αιώνες στον ίδιο χώρο. Κάτι για το οποίο σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα γεωπολιτικά παιχνίδια των χρόνων αυτών και η ιστορική τύχη με την μακραίωνη Ενετική κυριαρχία.
Σημείωση
Λόγω της έκτασης του αφιερώματος αποφεύγουμε τις βιβλιογραφικές αναφορές, τις οποίες, εννοείται, θα αναφέρουμε στο βιβλίο που ετοιμάζουμε για όλο το νησί. Το άρθρο αυτό είναι μία περίληψη των όσων θα αναφερθούν για την περιοχή και τις παλαιότατες αναφορές σε συγκεκριμένους χώρους της.
1. Στην Κρήτη συνηθίζουν την κατάληξη -ανα, πχ Χαρχαλιανά, Καμισιανά, στην Κέρκυρα -άδες, πχ Κομποτάδες και στην Κεφαλληνία -ατα. πχ Κουρκουμελάτα. Με κατάληξη -αδες έχουμε και στα Κύθηρα τα χωριά Πιτσινάδες, Αλεξανδράδες από ανθρωπονύμια, αλλά και Καρβουνάδες, Πεθελεβάδες κα.
2. Στον κώδικα του επισκόπου Νεκτ. Βενιέρη αναφέρεται για τον «.Άγ. Ιωάννη στον Πύργο» (1697, φ. 30) ναός, ο οποίος είναι ο Άγ. Ιωάννης στα Μνήματα, άρα (και) αυτή η περιοχή ονομαζόταν Πύργος.
Ευχαριστούμε την κυρία Ελένη Χάρου-Κορωναίου για την επισήμανση αυτή
Δημοσιεύθηκε στο φ. 244, Φεβρουάριος 2010.
Ακολουθεί το κείμενο του βιβλίου ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ
Ποταμός
Ένας από τους σημαντικότερους στην ιστορική-γεωγραφική έρευνα των Κυθήρων, αλλά και από τους παλαιότερους οικισμούς του νησιού, αφού αναφέρεται από τον 12ο αι. μαζί με τα Μητάτα, σύμφωνα με αναφορά στο γνωστό Ανώνυμο Χρονικό περί Κυθήρων του 16ου αι., οι πληροφορίες του οποίου έχουν αποδειχθεί ακριβείς και αποτελούν πολύτιμο υλικό για την ιστορία του νησιού σε μία κρίσιμη εποχή, όταν ο Ευδαιμονογιάννης αντικατέστησε το Γεώργιο Παχύ στη διοίκηση των Κυθήρων στο τέλος του 12ου αι. περίπου. Τότε, σύμφωνα με το Χρονικό, ο Ευδαιμονογιάννης έχτισε Πύργο στον Ποταμό για προστασία, όπου και εγκαταστάθηκε [1]. Έχουμε επομένως μία σαφή αναφορά για την απώτερη εποχή ύπαρξης οικισμού με την ονομασία Ποταμός. Φαίνεται όμως ότι η περιοχή στην οποία βρίσκεται είχε και κατοίκηση παλαιότερα, πριν δηλαδή την ερήμωση των Κυθήρων κατά την κυριαρχία στη Μεσόγειο και την κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες (9ος-10ος αι.). Αυτό μαρτυρεί το σπάραγμα παλαιοχριστιανικού δαπέδου, το οποίο βρισκόταν στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στα Β του Ποταμού, δίπλα από το σημερινό νεκροταφείο. Ο ερειπωμένος σήμερα ναός είναι νεότερος, του 13ου αι., έχει όμως κτισθεί πάνω σε άλλον ναό παλαιότερης εποχής [2].
Η ευρύτερη περιοχή ονομάζεται Πενταγιοί και η λέξη προέρχεται από το Πέντε Άγιοι, όπως προκύπτει από την καταγραφή στη διανομή των Βενιέρων, που αναφέρεται ως Penti agius [3]. Δεν είναι, επομένως, παράδοξο που συγκέντρωνε τις προτιμήσεις κατοίκησης σε εποχές σκοτεινές ακόμη για την κυθηραϊκή ιστορία, όπως οι παλαιοχριστιανικοί χρόνοι. Δεν πρέπει να παραβλεφθεί εξάλλου ότι στην πλησίον περιοχή ΒΑ του Ποταμού με την ονομασία Βύθουλας έχουν επισημανθεί σαφέστατα ίχνη κατοίκησης από την αρχαία εποχή. Συγκεκριμένα στη θέση του ναού του Αρχιστρατήγου έχουν βρεθεί τάφοι και επιφανειακά ευρήματα, ενώ θεωρείται ότι εκεί υπήρχε αρχαία Ακρόπολη. Η περιοχή πιστεύεται ότι κατοικείται από την προϊστορική μέχρι και την κλασική εποχή, επισημάνθηκαν δε σε αυτήν ευρήματα από τη μυκηναϊκή εποχή [4]. Σύμφωνα με όσα υποθέσαμε σχετικά για το Αλλικάνγκρι (βλ. λήμμα), η περιοχή Βύθουλας (της οποίας άλλη ονομασία είναι Τσαγκάρι) είχε συστηματική κατοίκηση κατά την εποχή της απογραφής του Καστροφύλακα (1583), κάτι που επιβεβαιώνεται, τόσο από τους ναούς, όσο και από την εν γένει μορφολογία της περιοχής, που αποτελεί σίγουρα αρχαιολογική τοποθεσία.
Η θέση Βύθουλας βρίσκεται ακριβώς πάνω από την Αγία Πελαγία και ελέγχει οπτικά ολόκληρο το στενό της Πελοποννήσου. Δεν πρέπει να διαφύγει, τέλος, της προσοχής ότι η αναφερόμενη στο παραπάνω Χρονικό εγκατάσταση στον Άγιο Γεώργιο της Κολοκυθιάς κατά τον 12ο αι. ότι αφορούσε ένα διοικητικό κέντρο και ο οικισμός ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί δυτικότερα, πιθανόν μέχρι τον Ποταμό. Γενικά, η περιοχή στους Πενταγιούς παρουσιάζει εξαιρετικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον δεν έχει, όμως, διερευνηθεί, ούτε έχουν γίνει συστηματικές έρευνες σ’ αυτήν.
Αν επανέλθουμε, όμως, στον Ευδαιμονογιάννη, παρατηρούμε ότι μέχρι τώρα πίστευαν οι περισσότεροι ότι ο πύργος που έχτισε κατά την εγκατάστασή του στον Ποταμό τον 12ο αι. είναι αυτός που βρισκόταν στο κέντρο του σημερινού οικισμού, ονομαζόταν Πύργος και παλαιότερα φυλάσσονταν εκεί τα αρχεία των Κυθήρων. Με τον Πύργο αυτόν έχει δημιουργηθεί σύγχυση, καθώς οι πληροφορίες των πηγών παρουσιάζουν διαφορές. Σύμφωνα με Ενετική πηγή τα ερείπια του οχυρού που έχτισε ο Ευδαιμονογιάννης σώζονταν τον 16ο αι. σε πευκόφυτο λόφο κοντά στον οικισμό του Ποταμού [5]. Σύμφωνα με τον ενετό Προβλεπτή Τζ. Σοπεράντι ο Πύργος είχε κτισθεί το 1245 για φύλαξη των αρχείων του νησιού [6], όπως είδαμε παραπάνω. Αυτός ο πύργος, από τον οποίο έλαβε την ονομασία το κέντρο του οικισμού, όπου η σημερινή πλατεία, χρησίμευε μέχρι το μεσοπόλεμο, οπότε και κατεδαφίστηκε το 1932, για τη στέγαση του Δημαρχείου [7].
Επομένως έχουμε δύο πύργους, σύμφωνα με τις πηγές. Αν αυτός που έχτισε ο Ευδαιμονογιάννης και ο οποίος, σύμφωνα με τις ενετικές πηγές, ήταν ήδη ερείπια τον 16ο αι., τότε ο δεύτερος, που χρησίμευσε και για Δημαρχείο, έστω επισκευασμένος, θα πρέπει να ήταν μεταγενέστερο κτίσμα. Για τον δεύτερο έχουμε απόλυτη βεβαιότητα ότι υπήρξε, αφού γνωρίζουμε και το χρονικό της κατεδάφισής του. Ήταν, όμως, αυτός του Ευδαιμονογιάννη; Πιθανότατα όχι. Ασφαλώς έχουν σωθεί σε όλη την Ελλάδα φρούρια μεσαιωνικά, όπως και στα Κύθηρα η Παλιόχωρα, αν ήταν αυτός, όμως, του 1245, δεν είναι απορίας άξιον πώς έφθασε να είναι ακόμα χρηστικός ως κτήριο μέχρι τον 20ό αι.; Αλλά και αν ίσχυε αυτό, τότε ποίος πύργος ήταν σε ερείπια σε πευκόφυτο λόφο έξω από τον Ποταμό;
Ας ξαναδούμε τα στοιχεία. Σε αναφορά του προς τις Ενετικές αρχές το 1545 ο Ενετός Προβλεπτής Τζ. Σοράνζο αναφέρει ότι, μεταξύ άλλων, εγκατέστησε φρουρά στον Ποταμό απ’ όπου «φαίνεται τὸ ὑπόλοιπον τῆς νήσου» [8]. Αν είχε εγκαταστήσει τη φρουρά στο κέντρο του σημερινού Ποταμού το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έβλεπε παρά Ν και Δ. Το ζητούμενο θα ήταν να βλέπει και τη θάλασσα και αυτό μπορούσε να γίνει, είτε από ΒΑ, είτε από Α-ΝΑ απέναντι από τη σημερινή Παλιόχωρα. Δεν γνωρίζουμε, πλην μίας μόνο αναφοράς στις πηγές, τη χλωρίδα του τόπου κατά τον 16ο αι., πευκόφυτο [9], όμως, με τα σημερινά δεδομένα, μπορούσε να είναι το Β τμήμα ή το ΒΑ στο σημερινό Βύθουλα. Τοπωνύμιο Πύργος [10] αναφέρεται μόνο απέναντι από την Παλιόχωρα! Η θέση αυτή συγκεντρώνει αρκετά από τα στοιχεία για να παρέχει ασφάλεια στον Ποταμό και να επιτηρεί τη θάλασσα στο στενό με την Πελοπόννησο.
Ένα ακόμη στοιχείο υπάρχει πάνω σ’ αυτό το συλλογισμό. Αναφέρεται, για τον Πύργο του Ευδαιμονογιάννη, ότι «λείψανα τοῦ ὁποίου εὑρισκόμενα σὲ μία κορυφὴ φαίνονται ἀκόμη καὶ σήμερον». Ο Π. Τσιτσίλιας, που καταγράφει τα παραπάνω, προφανώς αντιγράφει άγνωστη πηγή, καθώς σημειώνει ξεχωριστά: «Ὁριστικῶς ἤδη κατεδαφισμένος»[11]. Αν εννοούσε αυτόν της πλατείας, αποκλείεται να έκανε αυτή την παρατήρηση, χωρίς να σχολιάσει ποιον πύργο εννοεί, αφού αυτός δεν ήταν καν σε ύψωμα. Από όλο του το έργο, ο Τσιτσίλιας φαίνεται να γνωρίζει άριστα τις ενετικές πηγές, ανεξάρτητα από τη χρήση που κάνει, ενώ είναι απόλυτα βέβαιο ότι γνωρίζει άριστα και τον Ποταμό, όπου άλλωστε κατοικεί! Πιθανόν, λοιπόν, αναφέρεται στην ίδια πηγή, την οποία καταγράφει και η Μαλτέζου, αλλά, κατά τη συνήθειά του, δεν την αναφέρει.
Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπήρχαν δύο πύργοι στον Ποταμό, ένας του Ευδαιμονογιάννη σε λόφο κοντά στον οικισμό, ο οποίος δεν έχει εντοπισθεί και ο οποίος ήταν σε ερείπια τον 16ο αι. και ένας στην πλατεία, ο οποίος είναι άγνωστο πότε χτίστηκε, κατεδαφίστηκε δε το 1932. Αν υπήρχε ακόμη θα μπορούσαν οι ειδικοί να απαντήσουν, τουλάχιστον πότε είχε χτισθεί. Τώρα, δεν απομένει παρά ο τυχαίος εντοπισμός στοιχείων σε κάποια άγνωστη, σήμερα, πηγή.
Όσον αφορά την ονομασία του οικισμού. Είδαμε τη σαφή αναφορά στον Ποταμό στο Ανώνυμο Χρονικό, το οποίο αναφέρεται στον 12ο αι. Λίγο αργότερα, στη γνωστή διανομή των Βενιέρων, έχουμε ένα τοπογραφικό σημείο σε κλήρο στο Β τμήμα των Κυθήρων, το οποίο καταγράφεται ως «Despina di Potamo»[12] (βλ. σχετικά και στην Εισαγωγή). Η διανομή έγινε στις αρχές του 14ου αι., άρα έχουμε άλλη μία ένδειξη για την ονομασία του οικισμού. Υπάρχει, όμως, μία ακόμη. Σε τερτσαρία των Βενιέρων, δηλαδή κατάλογο για καταβολή φόρου, αναφέρεται ανάμεσα στα εύφορα μέρη του νησιού ο Potamos [13]. Δεν μένει, λοιπόν, η παραμικρή αμφιβολία για την ονομασία του οικισμού, τουλάχιστον από τον 12ο αι., οι περί του αντιθέτου δε αναφορές δεν βασίζονται σε ιστορικά στοιχεία. Μέχρι πότε ονομαζόταν έτσι ο Ποταμός; Τουλάχιστον έως τα μέσα του 16ου αι. υπάρχουν στοιχεία από νοταριακά έγγραφα ότι είχε αυτή την ονομασία[14]. Αλλά κι ακόμη αργότερα, στις αρχές του 18ου αι, στην Οθωμανική απογραφή ο οικισμός ονομάζεται Ποταμός[15]. Το ίδιο έχουμε και στις αρχές του 17ου αι. Το 1613 υπάρχει αναφορά «[…] per il territorio di Potamo»[16]. Λίγο ενωρίτερα αρχίζει να εμφανίζεται και η ονομασία Μεγάλο Χωριό. Το 1697 στον Κώδικα Νεκταρίου Βενιέρη αναγράφεται Μεγάλο Χωριό[17] και λίγο αργότερα, στις Ενετικές απογραφές, έχουμε συχνά την αναφορά για Villa Grande, δηλαδή Μεγάλο Χωριό, προφανώς λόγω της ταχείας οικιστικής και πληθυσμιακής ανάπτυξης.
Παράλληλα σε πολλές, λαϊκές κυρίως, αναφορές έχουμε και την ονομασία «Της Κυράς το Χωρίο» από την Παναγία Ιλαριώτισσα, η οποία είναι ο κυρίαρχος ναός στον οικισμό. Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό ότι, ακόμη και στα Χρονικά του ιερέως Γρηγορίου Λογοθέτη, το 1780 αναγράφεται ως Ποταμός και το 1808 της Κυράς το Χωρίο, αλλά με τη διευκρίνιση «στον Ποταμό»[18]. Επομένως, σε καμία ουσιαστικά ιστορική φάση του οικισμού δεν έχει χαθεί η αρχική του ονομασία, με τις άλλες να εμφανίζονται μόνο περιστασιακά και παράλληλα. Όσον αφορά την προέλευση της ονομασίας, δεν υπάρχει νομίζουμε, ανάγκη να ακροβατούμε σε απίθανες και παράδοξες ερμηνείες, πολλές από τις οποίες δεν έχουν μάλιστα καμία βάση[19]. Ποταμός είναι το ποτάμι και ο οικισμός έλαβε την ονομασία του από το ποτάμι που τον διασχίζει Ν-ΝΔ και Β-ΝΑ[20]. Κατά την ίδια διαδικασία και, πιθανόν κατά την ίδια περίπου εποχή, και ο Μυλοπόταμος ονομάστηκε έτσι από τον ποταμό με τους μύλους.
Στον Ποταμό, εκτός από το ναό του Αγίου Ιωάννη που αναφέραμε, έχουμε και τους ναούς των Αγίων Νικολάου και Σάββα στα Κακινιάνικα ή Τσαγκάρι (13ος αι.) και τον Άγιο Ιωάννη στα Σανίδια 15ος αι.[21]. Στη διανομή των Βενιέρων αναφέρεται και η Αγία Μαρίνα (στο Σταυλί) και η Αγία Αναστασία κοντά στον Ποταμό. Ο κύριος ναός του οικισμού είναι η Παναγία Ιλαριώτισσα[22], ναός, ο οποίος έχει ανοικοδομηθεί τουλάχιστον τρεις φορές. Αναφέρεται ότι την εικόνα της Παναγίας με το «ιλαρόν» βλέμμα έφερε από τα Ιεροσόλυμα ένας ιερέας Μηνάς Λεβούνης, του οποίου ο πατέρας Πέτρος, ιερέας επίσης, είχε έρθει στα Κύθηρα με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 και είχε ανακαινίσει το ναό της Παναγίας στον Ποταμό[23]. Αυτά αναφέρει η παράδοση, είναι, όμως, απολύτως βέβαιο ότι οικογένεια Λεβούνη υπήρχε στα Κύθηρα από τον 13ο αι., δηλαδή πολύ πριν την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως[24], χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να είχαμε νέα είσοδο Λεβούνη στα Κύθηρα κατά την εποχή της Αλώσεως. Τέλος, όσον αφορά τους ναούς, να αναφέρουμε την τύχη του ναού του Παντοκράτορος, στο Β άκρο της σημερινής πλατείας του Ποταμού, ο οποίος κατεδαφίστηκε κατά τον 20ό αι. για να διευρυνθεί η πλατεία.
Για την ιστορία του Ποταμού δεν είναι δυνατόν να μην αναφέρουμε την «απουσία» του από την απογραφή του Καστροφύλακα (1583). Φυσικά δεν απουσιάζει μόνο ο Ποταμός από την αινιγματική αυτή απογραφή, αλλά και όλοι οι οικισμοί στο νότιο τμήμα των Κυθήρων. Για τον Ποταμό όμως δείξαμε ότι η απουσία του δεν είναι ουσιαστική, αλλά οφείλεται στο γεγονός ότι μάλλον είχε περάσει… απαρατήρητος. Για να μην επαναλάβουμε όλα τα σχετικά όσα στην εισαγωγή αναφέραμε υπήρχε ένας οικισμός ΒΔ του Ποταμού και πολύ κοντά σ’ αυτόν με το όνομα Αρκάρι (βλ. λήμμα). Υποθέτουμε δε ότι ο αναφερόμενος οικισμός c.(asale) Riotica δεν είναι άλλος παρά κακογραμμένη αναφορά του οικισμού Λαριώτισσα. Επίσης στον οικιστικό κορμό του Ποταμού πρέπει να αναφερθεί και το Αλλικάνγκρι, εφ’ όσον αποδειχθεί βάσιμη η υπόθεσή μας ότι η αναφορά αυτή αφορά την περιοχή Τσαγκάρι ΒΑ του Ποταμού. Για όλα όμως τα σχετικά με την απογραφή του Καστροφύλακα βλ. σχετικά στην Εισαγωγή, αλλά και στα λήμματα Αρκάριο και Αλλικάνγκρι.
Μεγάλη πληθυσμιακή έκρηξη, αλλά και έντονο επισιτιστικό πρόβλημα γνώρισε ο Ποταμός στα τέλη του 18ου αι., όταν συνέρρευσαν στα Κύθηρα κατά εκατοντάδες οικογένειες προσφύγων από τη νότιο Πελοπόννησο, οι οποίες αδυνατούσαν να εξασφαλίσουν ακόμη και το ελάχιστο για την επιβίωσή τους με αποτέλεσμα, άλλες από αυτές να ακολουθήσουν νέους προσφυγικούς δρόμους, άλλες να διασπαρούν στα γύρω χωριά, όπου αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα και πολλοί, τέλος, να χάσουν τη ζωή τους από την πείνα, όπως μαρτυρούν οι χρονικογράφοι της εποχής[25]. Τότε ο Ποταμός αναφέρεται να έχει πέντε ενορίες με πολύ κόσμο η κάθε μία, έγινε δε περισσότερο πυκνοκατοικημένος από όσο ήδη ήταν.
Η ενσωμάτωση τόσων προσφυγικών οικογενειών σε ένα μικρό νησιωτικό χώρο δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση και λίγες δεκαετίες αργότερα ξεκίνησε σταδιακά το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, το οποίο είχε και τις ευεργετικές του συνέπειες, καθώς δόθηκε λύση στην υπερεπάρκεια εργατικών χεριών, ενώ άρχισε να εισρέει χρήμα που οδήγησε σε ανάπτυξη, ειδικά όταν γύριζαν πίσω μετανάστες και άρχισαν να ασχολούνται με το εμπόριο και τη μικροβιοτεχνία. Τότε απέκτησε ο Ποταμός και η γειτονική Αγία Πελαγία σύγχρονα εργοστάσια, όπως ελαιοτριβεία, κεραμοποιεία κ.α. και άνοιξαν πολλά νέα εμπορικά καταστήματα. Κατά τη διάρκεια της αγγλοκρατίας ο Ποταμός είχε αναπτυχθεί και καθιερώθηκε ως εμπορικό κέντρο με την διάθεση στην πλατεία του αγροτικών προϊόντων, αλλά, κυρίως, με τη συναναστροφή και τη σύναψη μικροσυμφωνιών των παραγωγών από όλο το νησί. Η συνήθεια αυτή είχε ξεκινήσει ενωρίτερα κατά την Ενετοκρατία και σήμερα ακόμη συνεχίζεται με την ονομασία παζάρι.
Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα λίγων μηνών το 1917, κατά την εποχή της διαμάχης Βασιλέως Κωνσταντίνου – Βενιζέλου, τα Κύθηρα ανακηρύχθηκαν Αυτόνομη Διοίκηση με έδρα τον Ποταμό και υποστήριξαν την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου. Όταν τα Κύθηρα, μετά την ένωση με την Ελλάδα (1864), χωρίστηκαν διοικητικά σε δύο (και για λίγο χρόνο και σε τρεις) Δήμους ο Ποταμός απετέλεσε την έδρα του ενός.
Ο πυκνοδομημένος Ποταμός είναι φυσικό να έχει πολλές συνοικίες. Έτσι, ανάλογα με την πληθυσμιακή ομάδα που κυριαρχούσε σε κάθε συνοικία ή ανάλογα με την οικογένεια που οικοδομούσε εκεί και δημιουργούσε οικιστικό πυρήνα, έχουμε και τα ονόματα των οικισμών, πάντα με την κατάληξη -ιάνικα κατά την Πελοποννησιακή συνήθεια. Έτσι έχουμε Κορωνιάνικα (από Κορωναίος), Φαρδουλιάνικα (από Φαρδούλης), Κληματαριάνικα (από Κληματαράς), Παναρετιάνικα (από Πανάρετος), Σκιεκιάνικα (από Σκιέκος = παρωνύμιο του Κορωναίος), αλλά και πολλές ακόμα συνοικίες μερικές από τις οποίες υπάρχουν με τις ίδιες ονομασίες μέχρι σήμερα.
[1] C. Sathas, Documents…, p. 301.
[2] Μ. Χατζηδάκης – Ι. Μπίθα, Ευρετήριο…, σ. 194.
[3] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα…, σ. 26. Σύμφωνα με τον ερευνητή Κ. Μεγαλοκονόμο οι Πέντε Άγιοι πρέπει να είναι: ο ΄Αγ. Ιωάννης, οι Άγιοι Νικόλαος και Σάββας στα Κακινιάνικα, ο Άγ. Κωνσταντίνος, ο Άγ. Ηλίας και ο Άγ. Στέφανος (βλ. Κ. Μεγαλοκονόμος, Ο Ποταμός…, σ. 15). Αν όμως είναι αυτοί τότε πρέπει να αναζητηθεί, γιατί δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτούς ο Σωτήρας, ο οποίος είναι ανάμεσα στους ναούς, που αναφέρονται στον Κώδικα του Νεκταρίου Βενιέρη και ποίος από τους παραπάνω δεν θα πρέπει να συναριθμηθεί με τους υπόλοιπους. Σημειώνουμε πάντως ότι τοπωνύμιο Pente Agious αναφέρεται από τον 14ο αι. (βλ. Εισαγωγή), είναι επομένως πιθανόν να επήλθε μεταβολή στην ονομασία ενός ναού ή να μην είναι αυτοί οι ναοί που θεωρεί ο Κ. Μεγαλοκονόμος ότι συναποτελούν τους Πέντε Αγίους. Στην τελευταία περίπτωση ίσως να μην ανήκει σε αυτή την ομάδα ναών ο Άγ. Κωνσταντίνος.
[4] Περί αυτών αναλυτικά εις Ι. Πετρόχειλος, Τα Κύθηρα…, σσ. 55-56. Όσον αφορά την πιθανή ύπαρξη αρχαίας ακρόπολης να αναφερθεί ότι και σήμερα ακόμη υπάρχει μικροτοπωνύμιο το οποίο λέγεται Καστέλλοι, λέξη που σημαίνει φρούριο.
[5] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα…, σ. 43.
[6] Ι. Π. Κασιμάτης, Από την παλαιά…, σ. 57.
[7] Κ. Μεγαλοκονόμος, Ποταμός, Ιστορία και Εικόνες, Κύθηρα 2009, σ. 17 και Π. Τσιτσίλιας, Ιστορία…, τόμ. Α΄, σ. 246.
[8] Π. Τσιτσίλιας, Ιστορία…, τόμ. Β΄, σ. 265.
[9] Στη δικογραφία σχετικά με τη δράση του Ενετού Προβλεπτή στα Κύθηρα Pietro Suriano αναφέρεται ότι ένας κάτοικος του χωρίου Αρκάρι ονόματι Γλυτσός, τον οποίο καταδίωκαν οι στρατιώτες του Προβλεπτή, κρυβόταν στο κοντινό δάσος. Έχουμε, επομένως, εδώ μία καλή πληροφορία ότι στο β΄ μισό του 16ου αι. υπήρχε πυκνό δάσος λίγο έξω από τον Ποταμό. Βλ. Κ. Τσικνάκης, «Η θητεία του Pietro Suriano τα χρόνια 1572-1574», εφημ. Κυθηραϊκά, φ. 72, Ιούνιος 1994, σσ. 9 και 14.
[10] Το τοπωνύμιο αυτό είναι διαφορετικό από το γνωστό Πύργο στο κέντρο του Ποταμού, όπου η σημερινή πλατεία. Το τπν αναφέρεται στις πηγές ήδη από το 1697. Έχει ενδιαφέρον ότι στον κατάλογο εξωμονίων του Νεκτ. Βενιέρη αναφέρονται τρεις ναοί του Αγίου Ιωάννη. Ο ένας προσδιορίζεται «στα Σανίδια» και είναι Α προς την Αγία Πελαγία, ο άλλος προσδιορίζεται «στους πέντε Αγίους» άρα είναι στο σημερινό νεκροταφείο και ο τρίτος προσδιορίζεται «στον Πύργο» και θα μπορούσαμε να πούμε πρόχειρα ότι είναι ο ναός δίπλα στην κεντρική πλατεία που αναφέρεται ως Πύργος. Αυτός όμως δεν είναι εξωμόνιο, αφού και τότε ο Ποταμός ήταν πυκνοδομημένος, ειδικά γύρω από την πλατεία. Ναός στη θέση Πύργος στα Α είναι μόνο του Αγίου Κοσμά στον γκρεμό απέναντι από την Παλιόχωρα, δεν έχουμε, όμως, Άγιο Ιωάννη. Να πρόκειται για λάθος φαίνεται πολύ απίθανο, καθώς τους ναούς κατέγραφαν οι επίτροποι και οι εφημέριοι. Άρα ο γρίφος ποιος είναι ο Άγιος Ιωάννης στον Πύργο παραμένει.
[11] Π. Τσιτσίλιας, Ιστορία…, τόμ. Β΄, σ. 254.
[12] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα…, σ. 26.
[13] Mar. Koumanoudi, Fragments…, p. 507.
[14] Εμμ. Δρακάκης, Εμμ. Κασιμάτης…, σ. 79.
[15] Ευ. Μπαλτά, Η οθωμανική…, σ. 140.
[16] G. Pojago, Le leggi municipali dell isole Ionie, Corfu 1848, τόμ. 2, σ. 51
[17] Κώδικας επισκόπου Νεκταρίου Βενιέρη, φ. 30v.
[18] «Χρονικά ιερέως Γρηγ. Λογοθέτη», εις Κυθηραϊκή Επιθεώρησις, σσ. 339 και 360.
[19] Έχει αναπτυχθεί η άποψη για δένδρο με την ονομασία Ποταμός, κάτι τέτοιο βέβαια δεν υπάρχει, αλλά και για δοκούς που ονομάζονται ποταμός, κάτι που έχει λαογραφική περισσότερο απόχρωση. Βλ. Ι. Π. Κασιμάτης, Από την παλαιά…, σ. 323 και Κ. Μεγαλοκονόμος, Ποταμός…σ. 18, 19.
[20] Ο Διον. Πύρρος ο Θεσσαλός αναφέρει στα σχετικά με τους ποταμούς των Κυθήρων: «[…] ο ποταμός δε του χωρίου Ποταμού δεν είναι μεγάλος ποταμός, αλλά ρεύματα τινά συναζόμενα εκείθεν χύνονται προς δυσμάς αυτού εις την θάλασσα. Αγκαλά όλοι ούτοι οι ποταμοί είναι χείμαρροι μάλλον, και όχι ποταμοί». Βλ. Γ. Λεοντσίνης, Ζητήματα νεότερης…, σ. 161. Ο γνωστός ονοματολόγος Ι. Α. Θωμόπουλος θεωρεί ότι παρόμοια ονομασία είναι δυνατόν να δίδεται όταν πρόκειται για ένα μόνο ποτάμι σε μια περιοχή. (Ι. Α. Θωμόπουλος, Τα τοπωνύμιά μας. Η αξία τους και τα προβλήματά τους, Θεσσαλονίκη 1958, σ. 28).
[21] Μ. Χατζηδάκης – Ι.Μπίθα, Ευρετήριο…, σσ. 198 επ. και 238επ.
[22] Για το ιστορικό του ναού της Ιλαριώτισσας βλ. Κ. Μεγαλοκονόμος, Ποταμός…, σσ. 33επ.
[23] Διον. Αλβανάκη, Κυθηραϊκή Επετηρίς, 1908, σ. 44.
[24] Αναφέρεται η οικογένεια πριν από το 1424. Βλ. Μαρ. Κουμανούδη, «Illi de Ca’ Venier…», εις Νόστος, τόμ. 2, σ. 121. Σε άλλη αναφορά (σ. 135) ο Γεώργιος Λεβούνης αναφέρεται το 1435 στον παππού του, άρα η οικογένεια είναι σίγουρα στο νησί, τουλάχιστον από τον 13ο αι.
[25] Δαν. Βαρυπάτη, «Χρονικά», εις Κυθηραϊκά Τετράδια, σ. 15 και Μ. Π. Καλλίγερος, «Πρόσφυγες από τη Νότια Πελοπόννησο στα Κύθηρα μετά τα Ορλωφικά», εις Αρέσκουσα, τόμ. 1, 1999, σσ. 79-100.