Πρίγκιπας Ανδρέας: Οι ευθύνες του για την ήττα στη Μικρά Ασία και τα προσβλητικά του λόγια για τους Μικρασιάτες Έλληνες
Ποιος ήταν ο πρίγκιπας Ανδρέας; Η μοιραία «πρωτοβουλία» του το 1921 - Η δίκη και η καταδίκη του | Μιχάλης Στούκας
Μεγαλύτερα αδέλφια του ήταν ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος, ο πρίγκιπας Γεώργιος, η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, ο πρίγκιπας Νικόλαος και η πριγκίπισσα Μαρία, ενώ είχε κι έναν μικρότερο αδελφό, τον πρίγκιπα Χριστόφορο.
Παρακολούθησε μαθήματα κατ΄οίκον. Γνώριζε έξι γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά και δανικά), σύμφωνα όμως με τον αδελφό του Χριστόφορο ήθελε να μιλά μόνο ελληνικά. Σε ηλικία μόλις 14 ετών, το 1896, γράφτηκε στην Σχολή Ευελπίδων Διοικητής της οποίας ήταν τότε ο Αντισυνταγματάρχης Ζορμπάς, γνωστός από την Επανάσταση του 1909.
Εκεί είχε εκπαιδευτή τον Ταγματάρχη Παναγιώτη Δαγκλή και συμμαθητή τον μετέπειτα ατίπαλό του Θεόδωρο Πάγκαλο, με τον οποίο σύμφωνα με τον πρίγκιπα Χριστόφορο, είχε αναπτύξει τότε στενή φιλία. Το 1899 ο Ζορμπάς προήγαγε τον Πάγκαλο (ως αρχηγό της Τάξης του) στον βαθμό του Επιλοχία, δεν έκανε όμως το ίδιο, όπως έπρεπε σύμφωνα με τα όσα ίσχυαν τότε, για τον βασιλόπαιδα Ανδρέα.
Στις 15 Μαΐου 1903 ο Ανδρέας αρραβωνιάστηκε στο Λονδίνο με την πριγκίπισσα Αλίκη του Μπάτενμπεργκ. Στις 6/10/1903 παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο Ντάρμσταντ, ιδιαίτερη πατρίδα της Αλίκης και την επόμενη ακολούθησε θρησκευτικός γάμος, τόσο με το προτεσταντικό όσο και με το ορθόδοξο τυπικό.
Το ζευγάρι, ήρθε στην Ελλάδα στις 25 Δεκεμβρίου 1903/6 Ιανουαρίου 1904 με τη βασιλική θαλαμηγό «Αμφιτρίτη» η οποία κατέπλευσε στον Πειραιά. Υπήρξε πανηγυρική υποδοχή από τη βασιλική οικογένεια, τον Κλήρο, τις Αρχές και τον λαό. Η Αλίκη παρά τον τίτλο, δεν είχε κάποια μεγάλη περιουσία ή κληρονομιά, καθώς ο πατέρας της ήταν ένας απλός αξιωματικός.
Η ζωή του Ανδρέα ως το 1921
Το ζευγάρι ωστόσο πέρασε αρκετά ευτυχισμένα χρόνια και απέκτησε πέντε παιδιά: Μαργαρίτα (γεν. 1905), Θεοδώρα (γεν. 1906), Καικιλία (γεν. 1911), Σοφία (γεν. 1914) και τον πρίγκιπα Φίλιππο (1921 – 2021), πατέρα του βασιλιά Καρόλου της Αγγλίας.
Το 1905 ο Ανδρέας μετατέθηκε στη Λάρισα όπου τον ακολούθησε η σύζυγός του. Το 1909, κι ενώ έφερε τον βαθμό του Ίλαρχου (Λοχαγού), παραιτήθηκε από το στράτευμα, όπως και όλοι οι πρίγκιπες μετά την εκδήλωση της Επανάστασης στο Γουδί. Το 1912 όμως, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ενόψει των Βαλκανικών Πολέμων τους αποκατέστησε, με αποτέλεσμα ο Ανδρέας να βρεθεί στο Επιτελείο του αδελφού του Κωνσταντίνου, αρχικά ως Επίλαρχος (Ταγματάρχης), πολύ σύντομα όμως έλαβε προαγωγή στον βαθμό του Συνταγματάρχη (όπως είναι γνωστό υπάρχει κι ένας άλλος βαθμός, αυτός του Αντισυνταγματάρχη, τουλάχιστον σήμερα, για τον οποίο δεν υπάρχει αναφορά στο βιογραφικό του Ανδρέα).
Μετά τη δολοφονία του πατέρα του Γεώργιου Α΄στις 5/18 Μαρτίου 1913, ο Ανδρέας κληρονόμησε το ανάκτορο Μον Ρεπό στην Κέρκυρα και μια ετήσια χορηγία 40.000 λιρών. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων ταξίδεψαν με την Αλίκη στη Γερμανία και την Αγγλία. Τον Νοέμβριο του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα και έγινε Διοικητής του 3ου Συντάγματος Ιππικού, ενώ τον Ιανουάριο του 1914 διορίστηκε Διοικητής της Σχολής Ιππικού. Ακολούθησε η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και η επιστράτευση του 1915 στο πλαίσιο της οποίας ο Ανδρέας βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για 6 μήνες ως επικεφαλής Συντάγματος. Τον Ιούλιο του 1916, ο αδελφός του βασιλιάς Κωνσταντίνος τον έστειλε σε μυστική αποστολή σε Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία, για να βολιδοσκοπήσει τις δύο κυβερνήσεις και να τις διαβεβαιώσει ότι η ελληνική ουδετερότητα δεν υποκρύπτει μυστική συμφωνία με τη Γερμανία.
Στις 5/16 Ιουλίου 1913 συναντήθηκε στο Παρίσι με τον Πρόεδρο Πουανκαρέ και τον πρωθυπουργό Μπριάν και στη συνέχεια πήγε στο Λονδίνο όπου είχε διαβουλεύσεις με τον βασιλιά Γεώργιο Ε’ και τον Υπουργό Εξωτερικών σερ Έντουαρτ Γκρέι. Ο Ανδρέας έγινε αποδέκτης της δυσαρέσκειας των δύο κυβερνήσεων για τη μη συμμετοχή της Ελλάδας στον Πόλεμο. Αυτός με τη σειρά του παραπονέθηκε για λογαριασμό του Κωνσταντίνου ότι οι πρεσβευτές των δύο δυνάμεων στην Αθήνα υποστήριζαν ανοιχτά τον Βενιζέλο. Έτσι η αποστολή του Ανδρέα δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Λίγο μετά τα Νοεμβριανά του 1916, την έξωση του Κωνσταντίνου και την αντικατάστασή του από τον Αλέξανδρο, ο Ανδρέας αποτάχθηκε από τον Στρατό στο πλαίσιο της εκκαθάρισής του από 3.000 βασιλόφρονες αξιωματικούς.
Μετά από υπόδειξη Γάλλων και Βρετανών διπλωματών, ο Ανδρέας και τα αδέλφια του Νικόλαος και Χριστόφορος έφυγαν από την Ελλάδα, όπως ήταν άλλωστε και η επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης. Έτσι, το καλοκαίρι του 1917 οι τρεις πρίγκιπες και οι οικογένειές τους εγκαταστάθηκαν στην Ελβετία όπου ήδη βρισκόταν ο Κωνσταντίνος. Τα οικονομικά τους ήταν δύσκολα. Όταν όμως τον Ιανουάριο του 1920 0 Χριστόφορος παντρεύτηκε μια βαθύπλουτη Αμερικανίδα, η κατάσταση τους βελτιώθηκε αισθητά. Τον Σεπτέμβριο του 1920 ο Ανδρέας ακολούθησε τον Χριστόφορο στη Ρώμη.
Μετά τον τραγικό και αδόκητο θάνατο του Αλέξανδρου, την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές και το ευνοϊκό αποτέλεσμα για τον Κωνσταντίνο στο δημοψήφισμα, η τύχη τους άλλαξε. Ο Ανδρέας και ο Χριστόφορος επέστρεψαν στην Αθήνα ως προπομποί της επανόδου του Κωνσταντίνου, στις 23 Νοεμβρίου 1920, μέσα σε θύελλα ενθουσιασμού των οπαδών τους. Στις 19 Δεκεμβρίου 1920 επέστρεψε και ο Κωνσταντίνος. Ο Ανδρέας επανήλθε στο στράτευμα με τον βαθμό του Υποστράτηγου και εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στο Μον Ρεπό της Κέρκυρας.
Ο Ανδρέας στη Μικρά Ασία
Λόγω της σφοδρής αντίστασης των κεμαλικών κατά τους πρώτους μήνες του 1921 η κυβέρνηση Γούναρη ζήτησε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο να αναλάβει αυτοπροσώπος την ηγεσία του Στρατού, για να εμψυχώσει τους άνδρες του με την παρουσία και το γόητρό του. Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο Κωνσταντίνος δέχθηκε να μεταβεί στο μικρασιατικό μέτωπο, κάτι που έγινε στις 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1921. Ο Ανδρέας μετείχε στο λεγόμενο «Βασιλικό Επιτελείο» των Βαλκανικών Πολέμων το οποίο αναβίωσε, χωρίς όμως τον Ιωάννη Μεταξά. Με τον βαθμό του Υποστράτηγου πλέον, ο Ανδρέας ανέλαβε τη διοίκηση της 12ης Μεραρχίας.
Αμέσως μετά την άφιξη του Κωνσταντίνου στη Σμύρνη, έγινε στρατιωτική σύσκεψη στο Κορδελιό (3/16 Ιουνίου 1921) στην οποία διαπιστώθηκε η διάσταση απόψεων μεταξύ του Γενικού Επιτελείου υπό τον Αντιστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη και του Επιτελείου της Στρατιάς Μικράς Ασίας υπό τον Αντιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα. Η διάσταση αυτή όπως και γενικότερα η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη Μικρά Ασία περιγράφεται με μελανά χρώματα από τον Ανδρέα στα Απομημονεύματά του. Ο πρίγκιπας κατηγορούσε τον πρωθυπουργό Γούναρη, τον Υπουργό Στρατιωτικών Θεοτόκη και τον Παπούλα για ανικανότητα να τιθασεύσουν τις αντιμαχόμενες φιλοδοξίες των επιτελών και να διαμορφώσουν μια ενιαία αντίληψη για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση.
Στις επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1921 η Μεραρχία του διακρίθηκε στον τομέα του Εσκί Σεχίρ αναγκάζοντας τους Τούρκους σε υποχώρηση (3/16-4/17 Ιουλίου 1921). Όμως ο ευρύτερος κυκλωτικός ελιγμός της Στρατιάς που είχε ως στόχο την παγίδευση του κεμαλικού στρατού απέτυχε. Για το γεγονός αυτό θεωρήθηκε υπεύθυνος ο διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού Στρατηγός Βλαχόπουλος που αντικαταστάθηκε από τον Ανδρέα, που προβιβάστηκε σε Αντιστράτηγο. Με τη νέα του ιδιότητα ο Ανδρές πήρε μέρος στη μάχη του Σαγγάριου και στην πορεία προς την Άγκυρα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Στο διάστημα αυτό διαπίστωσε την ανεπάρκεια αρκετών ηγετικών στελεχών του Στρατού ανάμεσά τους και του Παπούλα και την αδυναμία του Επιτελείου να εκπονήσει ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό πολεμικό σχέδιο. Ενώ έβλεπε το αδιέξοδο αυτό όμως δεν αντέδρασε αλλά συνέχισε να ηγείται του Β’ Σώματος Στρατού χωρίς να μπορεί όμως να επηρεάσει τις εξελίξεις.
Το μοιραίο (;) λάθος του Ανδρέα
Τελικά ένα γεγονός που συνέβη στα τέλη Αυγούστου 1921 ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα τύχη του Ανδρέα. Στις 21 Αυγούστου/3 Σεπτεμβρίου κι ενώ ο ελληνικός Στρατός προέλαυνε ανατολικά του Σαγγάριου ο Παπούλας έδωσε διαταγή να σταματήσουν οι μάχες για να ανασυνταχθούν και να ξεκουραστούν οι άνδρες και να καταρτιστεί ένα σχέδιο για τη συνέχιση των επιχειρήσεων. Ο Ανδρέας τότε πρότεινε στον Παπούλα μέσω του Επιτελάρχη του Συνταγματάρχη Γαβαλιά να μετακινήσει τις δυνάμεις του στο αριστερό άκρο το οποίο κατείχε το Γ’ Σώμα Στρατού( Διοικητής του ο Υποστράτηγος Πολυμενάκος) και απ’ όπου θα ήταν ευκολότερη η συνέχιση της ελληνικής επίθεσης γιατί η διαμόρφωση του εδάφους δεν ευνοούσε την τουρκική άμυνα όσο σε άλλα σημεία του μετώπου.
Μετά από δύο μέρες ο Παπούλας απάντησε ότι μελετά την πρόταση. Οι νέες πληροφορίες που έφτασαν όμως, έδωσαν την εντύπωση ότι οι Τούρκοι ετοίμαζαν επίθεση εναντίον του Γ’ Σώματος Στρατού. Έτσι τη νύχτα της 26ης Αυγούστου/8ης Σεπτεμβρίου 1921, ο Παπούλας κοινοποίησε διαταγή με βάση την οποία το Γ’ Σώμα έπρεπε να αμυνθεί μέχρι τέλους ενώ τα άλλα δύο να κάνουν επιθέσεις αντιπερισπασμού. Παράλληλα τόνιζε ότι δεν υπήρχε χρόνος για τον ελιγμό που πρότεινε ο Ανδρέας. Ο πρίγκιπας όμως και η ηγεσία του Α’ Σώματος (Διοικητής του ο Υποστράτηγος Κοντούλης) θεωρούσαν όμως ότι πιθανές επιθέσεις τους δεν θα είχαν κανένα αποτέλεσμα καθώς οι Τούρκοι θα αμύνονταν με επιτυχία χάρη στα ορεινά εδάφη που κατείχαν.
Έτσι ο Ανδρέας με τη σύμφωνη γνώμη του Επιτελείου του Α’ Σώματος διέταξε το πρωί της 27ης Αυγούστου τη μετακίνηση των βοηθητικών μονάδων του Σώματός του προς τα μετόπισθεν του Α’ Σώματος με προορισμό το Γ’ Σώμα για να το ενισχύσει έγκαιρα. Το επόμενο βράδυ θα ακολουθούσαν και οι μάχιμες μονάδες. Όταν έμαθε όλα αυτά ο Παπούλας διέταξε αυθημερόν την παραμονή του συνόλου του Β’ Σώματος στις θέσεις του, ενώ την επόμενη μέρα έπαυσε από τα καθήκοντα του τον Γαβαλιά θεωρώντας τον υπεύθυνο για την ενέργεια του πρίγκιπα.
Όταν στις 28 Αυγούστου εκδηλώθηκε η τουρκική επίθεση σε όλο το μέτωπο το Γ’ Σώμα ζήτησε ενισχύσεις επειγόντως. Τότε ο Παπούλας αλλάζοντας την προηγούμενη διαταγή του και διέταξε τον Ανδρέα να σπεύσει με το Β’ Σώμα σε άμεση ενίσχυση του Γ’ Σώματος Στρατού. Αυτό ήταν αδύνατο λόγω έλλειψης χρόνου. Τελικά η τουρκική επίθεση αποκρούστηκε χωρίς σοβαρές συνέπειες , αναγκάζοντας όμως τις ελληνικές δυνάμεις να υποχωρήσουν δυτικά του Σαγγάριου. Στις 18/9/1921 ο Ανδρέας έλαβε δίμηνη άδεια για μετάβαση στην Ελλάδα. Επέστρεψε στη Σμύρνη και στις 8/12/1921 πήρε μέρος στη σύσκεψη των Σωματαρχών υπό τον Παπούλα. Ο Ανδρέας ζήτησε να φύγει από τη Μικρά Ασία. Το αίτημά του έγινε αποδεκτό και ανέλαβε την ηγεσία του Ε’ Σώματος Στρατού με έδρα τα Ιωάννινα.
Η σύλληψη και η δίκη του Ανδρέα
Ακολούθησαν η Μικρασιατική καταστροφή, η Επανάσταση του 1922 και η αναγκαστική παραίτηση στις 14/27 Σεπτεμβρίου του Κωνσταντίνου που είχε και σοβαρά προβλήματα υγείας. Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1922 όλες οι εξελίξεις περιστράφηκαν γύρω από τη δίκη και την καταδίκη των έξι σε θάνατο. Στις 13/26 Οκτωβρίου 1922 ο Ανδρέας ενώ βρισκόταν στο Μον Ρεπό της Κέρκυρας δέχτηκε επίσκεψη του Συνταγματάρχη Χρήστου Λούφα, μέλους της ανακριτικής επιτροπής της δίκης των πρωταιτίων της τραγωδίας για να τον ανακρίνει σχετικά με όσα έγιναν στο μέτωπο το 1921. Με το πρόσχημα παροχής περαιτέρω διευκρινίσεων ο Ανδρέας μεταφέρθηκε στην Αθήνα με το αντιτορπιλικό «Ασπίς» και τέθηκε υπό αυστηρό περιορισμό.
Τελικά παραπέμφθηκε σε στρατοδικείο κατηγορούμενος για απείθεια, λόγω της μετακίνησης της μονάδας του πίσω από το Α’ Σώμα Στρατού. Η δίκη του Ανδρέα ξεκίνησε στις 19 Νοεμβρίου/2 Δεκεμβρίου 1922 στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής και έληξε αυθημερόν. Πρόεδρος του Έκτακτου Επαναστατικού Στρατοδικείου ήταν ο Υποστάτηγος Νικόλαος Βλαχόπουλος και Επαναστατικοί Επίτροποι οι Ν. Καλογεράς και Ν. Αβραάμ.
Δικηγόρος του Ανδρέα ήταν ο επιφανής ποινικολόγος Δ. Δαμασκηνός. Μάρτυρες κατηγορίας ήταν ο Αντιστράτηγος Παπούλας, ο Υποστράτηγος Τρίλιβας και ο Συνταγματάρχης Σαρηγιάννης. Ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν ο Αντισυνταγματάρχης Θ. Σκυλακάκης και ο δημοσιογράφος Ν. Καρβούνης (μετέπειτα στέλεχος του Κ.Κ.Ε.) ,πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Πολιτεία» στο μέτωπο.
Αντίθετα στον Επίλαρχο Τσαγγαρίδη που υπηρετούσε στο Α’ Σώμα Στρατού το 1921 και ζήτησε να καταθέσει υπέρ του Ανδρέα, επιτράπηκε μόνο να στείλει επιστολή στο Στρατοδικείο με την οποία απάλλασσε τον Ανδρέα και έριχνε βαριές ευθύνες στον Παπούλα και στο Επιτελείο της Στρατιάς της Μικράς Ασίας. Η επιστολή αναγνώστηκε στο Στρατοδικείο αλλά ο Πρόεδρός του δήλωσε ότι «απηχούσε προσωπικές απόψεις».
Η καταδικαστική απόφαση για τον Ανδρέα ήταν ειλημμένη. Η σωτήρια παρέμβαση του Βρετανού Πλωτάρχη Τάλμποτ, του Γεώργιου Β’ αλλά και του Βενιζέλου έσωσαν τη ζωή του πρίγκιπα. Έντονες αντιδράσεις σε πιθανή εκτέλεση του Ανδρέα εξέφρασαν και οι Γάλλοι καθώς ο Ιδιαίτερος Γραμματέας του Γάλλου Προέδρου Millerand επισκέφθηκε τον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Ρωμάνο και του είπε ότι αν τις εκτελέσεις των έξι ακολουθούσε και αυτή του Ανδρέα «ολόκληρος η Γαλλία θα ηγανάκτει». Τόνισε επίσης ότι κάτι τέτοιο θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για τις σχέσεις της Ελλάδας με άλλα κράτη. Ακόμα και ο βασιλιάς της Ισπανίας φέρεται να έκανε παρέμβαση στον Βενιζέλο υπέρ του Ανδρέα. Ο πρίγκιπας καταδικάστηκε «…παμψηφεί εις ισόβιον υπερορίαν (εξορία) και έκπτωσιν του βαθμού του».
Με την «έκπτωση από τον βαθμό του», απέφυγε τη δημόσια διαπόμπευση που θα γνώριζε αν η ποινή του ήταν η καθαίρεση. Η απόφαση την οποία είχε συντάξει ουσιαστικά ο Θεόδωρος Πάγκαλος γνωστοποιήθηκε στον Ανδρέα στο σπίτι του. Το πρωί της επόμενης (Κυριακής) κατέπλευσε στο Φάληρο το βρετανικό αντιτορπιλικό «Calypso». Ο Πάγκαλος με τον Ανδρέα, τη σύζυγό του Αλίκη και τον Talbot έφτασαν στο αντιτορπιλικό όπου και επιβιβάστηκαν. Σύμφωνα με μαρτυρίες η συνάντηση Πάγκαλου-Ανδρέα ήταν εγκάρδια. Έτσι, ο Θ. Πάγκαλος τήρησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον Γεώργιο Β’ ο (Υπουργός Στρατιωτικών τότε) Θ. Πάγκαλος: «Δεν θα πάθει ούτε μια τρίχα του πρίγκιπος Μεγαλειότατε. Μόνον εάν σκοτώσουν εμένα θα δολοφονηθεί ο πρίγκιψ. Θα τον μεταφέρω προσωπικώς μέχρι της εξέδρας του Φαλήρου».
Ο Ανδρέας στην εξορία – Η επιστροφή του στην Ελλάδα
Το «Calypso» έκανε μια στάση στην Κέρκυρα όπου παρέλαβε την οικογένεια του Ανδρέα και κατευθύνθηκε στην Ιταλία. Ο πρίγκιπας στη συνέχεια εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Γαλλία. Από το 1929 η σύζυγός του παρουσίαζε συχνά ψυχιατρικές διαταραχές και το ζευγάρι ζούσε χωριστά. Το 1934 του αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Μον Ρεπό. Στα τέλη Ιανουαρίου 1936 μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας στην Ελλάδα η ποινή του ακυρώθηκε και ο ίδιος αποκαταστάθηκε στον βαθμό του. Σύντομα επισκέφθηκε την Ελλάδα, κάτι που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.
Στα τέλη του 1936 διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος του βασιλιά Γεώργιου Β’. Το 1937 διορίστηκε πρώτος αντιπρόεδρος του Ευαγούς Ταμείου που ίδρυσε ο Γεώργιος και στο οποίο πούλησε το Μον Ρεπό έναντι 400.000 δραχμών. Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έζησε στη Γαλλία μεταξύ Καννών και Μόντε Κάρλο με την ερωμένη του από το 1930 κόμισσα Αντρέ ντε λα Μπίνιε. Είχε στο μεταξύ προσβληθεί από πρώιμη αρτηριοσκλήρωση λόγω του εθισμού του στο αλκοόλ. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στο ξενοδοχείο «Metropol» του Μόντε Κάρλο. Η σορός του μεταφέρθηκε στο ρωσικό παρεκκλήσιο στη Νίκαια και στη συνέχεια στην Ελλάδα όπου τάφηκε στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου.
Τα απαράδεκτα λόγια του Ανδρέα για τους Μικρασιάτες Έλληνες
Αλγεινή εντύπωση προκαλούν όσα γράφει ο Ανδρέας σε επιστολή του στον («αγαπητό Γιαννάκη» …)Μεταξά στις 19/12/1921 για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας: «Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης και κατά την 15ην Δεκεμβρίου (γιορτή του Αγίου Ελευθερίου) είχον κλείσει σχεδόν όλα τα καταστήματα. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ δια να τους πετσοκόψει όλους αυτούς τους αχρείους οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ!
Αίματος της Παλαιάς Ελλάδος δε διότι όλα τα παιδιά των οπωσδήποτε καλυτέρων οικογενειών των ενταύθα υπηρετούν εις την Σμύρνην και τα μετόπισθεν, αλίμονον δε αν εν οιουδήποτε τμήμα ευρεθεί σχηματισμένον μόνον από Μικρασιάτας και ενώπιον του εχθρού. Πότε Θεέ μου θα γλιτώσω από αυτήν την κόλασιν εδώ;». (ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΓΟΡΔΑΤΟΣ, «1915 Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ»).
Στο ίδιο βιβλίο όμως ο συγγραφέας παραθέτει και τι έγραφε η Πηνελόπη Δέλτα στις 15 Ιουλίου 1922, ένα μήνα περίπου πριν από την μικρασιατική καταστροφή: «Μέσα στην πραγματικότητα ο Μ. και οι όμοιοί του, που παραθερίζουν σε Σπέτσες και Πορταριές και χαρτοπαίζουν στα Φάληρα και Κηφισιές, καταφέρνοντας μέσω της Ζαΐρας (πιθανότατα της Ζαΐρας Ιω. Ράλλη, αδελφής του τότε Υπουργού Στρατιωτικών Θεοτόκη) ή της Κατερινίτσας να παίρνουν παράταση αδείας για να εξακολουθούν το αρχισμένο φλερτάκι στην εξοχή ή να στρογγυλέψουν τα κέρδη ή τας ζημίας της ρουλέτας».
Επίλογος
Η πρωτοβουλία του Ανδρέα να μετακινήσει τη μονάδα του πίσω από το Α’ Σώμα Στρατού φαίνεται ότι πάρθηκε εν αγνοία της Στρατιάς. Μεταγενέστερα ο Παπούλας την επαίνεσε δηλώνοντας στον Κοντούλη (Διοικητή του Α’ Σώματος) παρουσία άλλων αξιωματικών ότι ο Ανδρέας έσωσε τη Στρατιά με την κίνηση αυτή. Άλλοι μελετητές έγραψαν ότι ο Παπούλας τον επέπληξε. Ο Δρ. Ι.Σ. Παπαφλωράτος αναφέρει: «Έχει γραφτεί ότι ήταν παράδοξο να λαμβάνει χώρα μια τόσο σοβαρή ενέργεια εν αγνοία του Αρχιστράτηγου. Η μη επιβολή κάποιας ποινής και η μη αποκατάσταση του «λάθους» δικαίωσαν εμμέσως τον Ανδρέα ο οποίος συνυπέγραψε και έναν βιβλίο υπό τον τίτλο «Δορύλαιον-Σαγγάριος». Ο Ανδρέας υποστήριζε ότι ήθελε να βοηθήσει το Γ’ Σώμα Στρατού το οποίο πιεζόταν ασφυκτικά και αντιμετώπιζε τον κίνδυνο κατάρρευσης.
Σύμφωνα με τον Breidel-Χατζηδημητρίου: «… ο Ανδρέας ήταν χαρακτήρας αγαθός και πράος που ουδέποτε εκδήλωνε μνησικακία, εντελώς αντίθετος από τον εκρηκτικό χαρακτήρα του αδελφού του διαδόχου Κωνσταντίνου».
Είναι σχεδόν βέβαιο πάντως ότι αν δεν είχαν προηγηθεί οι εκτελέσεις των έξι που προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή και η μεσολάβηση των Βρετανών, ο κατηγορούμενος στο Στρατοδικείο για απείθεια (κάτι που με βάση τα αυστηρά στρατιωτικά δεδομένα ισχύει) πρίγκιπας Ανδρέας, θα είχε άλλη, πολύ χειρότερη τύχη…
Πηγές:
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ, «Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΙΣ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΙΧΑΣΜΟΥ», Περιοδικό «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ», τ. 631, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)», ΤΟΜΟΣ Ι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014
Σχετική βιβλιογραφία: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
MICHAEL LLEWELLYN SMITH, «TO OΡΑΜΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ», ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, 2009
Π. ΠΑΝΑΓΑΚΟΥ, «ΣΥΜΒΟΛΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ 1912-1922», ΑΘΗΝΑΙ 1961