Με την έξαρση του προσφυγικού προβλήματος, το οποίο ενέτεινε τα δύο τελευταία χρόνια ο αιματηρός εμφύλιος στη Συρία, η μακρόχρονη πολεμική αναταραχή στο Ιράκ και οι πλέον πρόσφατες εξελίξεις στη Λιβύη, μία αλληλουχία πολεμικών γεγονότων, τα οποία ξεκίνησαν μεν από εθνοτικές, θρησκευτικές και οικονομικές διαφορές στα παραπάνω κράτη, υποδαυλίστηκαν όμως από όλες τις πλευρές που είχαν τα δικά τους οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα στις περιοχές των συγκρούσεων, κατέληξε να εμφανιστούν στην Ευρώπη χιλιάδες πρόσφυγες από τις εμπόλεμες περιοχές.
Μαζί με αυτούς έκρουσαν τις πόρτες της και διάφοροι μετανάστες από άλλες χώρες, που δεν έχουν πολέμους ή, εν πάση περιπτώσει, οι πόλεμοι αυτοί δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιοι από τη διεθνή κοινότητα. Πρόσφυγες, μετανάστες, αλλά και διάφοροι άλλοι, όργανα ομάδων θρησκευτικού φανατισμού και εθνικών διαφορών, έγιναν ένα συνονθύλευμα ανθρώπων από το οποίο δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τους θύτες από τα θύματα.
Ως ότου όμως γίνει αυτό χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται θύματα στη θάλασσα ή παλεύουν να βρουν τη γη της επαγγελίας ή να συναντήσουν όσους από τους δικούς τους ήταν πιο τυχεροί και έφτασαν εκεί ενωρίτερα. Δυστυχώς μόνο ανθρώπινα και χριστιανικά δεν είναι πάντα όσα γίνονται σε βάρος αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων. Δεν θα επικεντρωθούμε σε αυτά στο παρόν σημείωμα, καθώς σκοπός του είναι η καταγραφή παλαιότερων προσφυγικών ροών στο νησί μας, το οποίο γνώρισε στο παρελθόν ακόμη πιο οδυνηρές καταστάσεις από πρόσφυγες, αλλά και μετανάστες, έστω και αν οι τελευταίοι ήταν μεμονωμένες περιπτώσεις. Εξάλλου η ιστορία της Ευρώπης ολόκληρης από την αυγή των ιστορικών χρόνων δεν είναι τίποτα άλλο από μία διαρκής εναλλαγή και εγκατάσταση ανθρώπων, εισροές προσφύγων από τις αλλεπάλληλες εισβολές βαρβάρων και τελικά μία ιστορία αίματος, που οδήγησε στο σημερινό πολιτιστικό της επίπεδο, δεν ήταν όμως τίποτα άλλο από μακρές περιόδους πολέμων, βαρβαρότητας και αίματος που έκαναν τους λαούς της να φθάσουν στο σημερινό τους επίπεδο μόλις μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις άπειρες βαρβαρότητες του 20ού αι, από κάθε ομάδα που επέβαλε διά των όπλων τα ιδεολογικά της πιστεύω και οδήγησε σε ποταμούς αίματος, τους οποίους μόνο η έλλειψη ιστορικής γνώσεως και κατάλληλης παιδείας παρακάμπτει μεγάλο μέρος της σημερινής πολιτικής πραγματικότητος.
Το κακό είναι ότι στην εποχή της αποκρυπτογράφησης του ανθρώπινου DNA υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μείνει να πιστεύουν στη φυλετική τους ανωτερότητα και αγνοούν απλά ότι όλοι είμαστε άνθρωποι πάνω στον πλανήτη. Και, δυστυχώς, το λάθος αυτό δεν το κάνουν μόνο εδώ, αλλά και όσοι κουβαλούν κάθε είδους θρησκευτικό ή εθνοτικό φανατισμό στο όνομα των οποίων σκοτώνουν και σκοτώνονται.
Στο νησί μας είχαμε δύο μεγάλες προσφυγικές ροές από το 17ο αι και μετά, ποτέ όμως δεν είχαν πάψει οι μεμονωμένες αφίξεις αλλοθρήσκων και αλλοφύλων. Οι τελευταίες, ίσως λόγω του ασήμαντου αριθμού τους, δεν αναφέρονται στην τοπική μας ιστορία ότι δημιούργησαν αντιδράσεις και προβλήματα. Αντίθετα προβλήματα είχαμε από τους πρόσφυγες, καίτοι αυτοί ήταν ομόδοξοι και ομοεθνείς. Όχι ασφαλώς, όπως τα σημερινά, αλλά προβλήματα κυρίως επισιτισμού και αφομοίωσης.
Η πρώτη μεγάλη εισροή προσφύγων ήταν με τη λήξη του 25ετούς πολέμου ανάμεσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τη Βενετία, που κατέληξε με την πτώση της Κρήτης στην πρώτη το 1669. Τότε, με τη συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα, χιλιάδες Κρήτες έφυγαν για τη Δύση, πολλοί από αυτούς δε κατέληξαν για διαφόρους λόγους στα Κύθηρα. Έχουν καταγραφεί πολλά ιστορικά στοιχεία από την άφιξη μέρους από αυτούς τους πρόσφυγες στο νησί μας, οι οποίοι έφεραν μαζί τους, ό,τι μπόρεσαν να σηκώσουν, κυρίως εικόνες και κειμήλια και προσπάθησαν να επιζήσουν σε έναν τόπο που ήταν από τους πλέον φτωχούς της Ενετικής Δημοκρατίας. Ευγενείς και μικροαστοί ζήτησαν την προστασία των αρχών, την οποία έλαβαν, ασφαλώς όχι πάντα με ευκολία, όπως μαρτυρούν οι αλλεπάλληλες οχλήσεις τους προς τις αρχές. (όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να διαβάσουν τις εργασίες της ακαδημαϊκού κυρίας Χρ. Μαλτέζου, της ιστορικού Μαρ. Πατραμάνη και άλλων επιστημόνων). Πολλά έχουν μείνει στα Κύθηρα από αυτούς τους πρόσφυγες, όπως μαρτυρούν τα ονόματα από τις οικογένειες Λαζαρέτου, Βαρβαρίγου, Βασμούλου, Καλλονά, Δουρέντε κ.α.
Εκτός από τους πρόσφυγες του Κρητικού Πολέμου το 1669 είχαμε και άλλες εισροές από την Κρήτη, πιο σημαντική από τις οποίες είναι η είσοδος Σφακιανών προσφύγων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Χώρα, στην οποία μία συνοικία λίγο πάνω από την κεντρική πλατεία ονομάζεται ακόμη Σφακιανά. Οι Κρήτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Χώρα και στα γύρω χωριά και δεν έχουμε εγκαταστάσεις στο Βόρειο τμήμα του νησιού. Αντίθετα σε αυτό είχαμε την πλέον σημαντική εισροή προσφύγων στα Κύθηρα, που ακολούθησε την αποτυχημένη επανάσταση στην Πελοπόννησο το 1770, που υποκίνησαν οι Ρώσοι και έμεινε στην ιστορία ως Ορλωφικά από το όνομα του Ρώσου αντιπροσώπου του Τσάρου Αλεξίου Ορλώφ. Όπως έκαναν συνήθως οι Ρώσοι και όχι μόνο αυτοί, εγκατέλειψαν τους Έλληνες στην τύχη τους, όταν ορδές Αλβανών, μισθωμένων από το σουλτάνο επέπεσαν στον Ελληνικό πληθυσμό της Πελοποννήσου, ο οποίος έσπευσε να βρει καταφύγιο στα Κύθηρα, στη Σαρδηνία, στη Μ. Ασία ακόμη δε και στη μακρινή Κριμαία. Οι περισσότεροι ήρθαν στα Κύθηρα και ο χρονικογράφος Δανιήλ Βαρυπάτης καταγράφει με τη γνωστή δόση υπερβολής:
- Έγινε η μεγάλη επανάστασις του Μορέως. Ήλθον εδώ τόσοι ανθρώποι οπού εγέμισεν όλη η νήσος και απέθανον όλοι εκ της πείνης. Αυτή ήτον μία από τας μεγάλας καταστροφάς των ταλαιπώρων Χρστιανών. Θεέ μου γενού ίλεως.
Όντως επρόκειτο για μία μεγάλης έκτασης ανθρωπιστική καταστροφή, όμως στα Κύθηρα ασφαλώς και δεν «απέθανον όλοι». Με τεράστιες δυσκολίες οι Κυθήριοι δέχτηκαν το μεγάλο κύμα προσφύγων με αποτέλεσμα να γεμίσουν από αυτούς τα χωριά στο Βόρειο τμήμα, όπως μαρτυρούν και οι απογραφές των επομένων χρόνων. Δυστυχώς ελάχιστοι έχουν ασχοληθεί ιστορικά με το κύμα αυτό των προσφύγων. Πολλοί από αυτούς, για να αποφύγουν το θάνατο, αφού δεν επαρκούσαν τα χρειώδη στο νησί, έφυγαν αμέσως ή λίγο αργότερα από αυτό ακολουθώντας άλλους δρόμους σωτηρίας. Αυτούς δεν τους κατέγραψε κανένας ιστορικός ή χρονικογράφος, ούτε και η μάλλον αδιάφορη Ενετική Διοίκηση του τόπου.
Σύμφωνα με μία πρόχειρη καταγραφή του γράφοντος (Πρόσφυγες από τη Ν. Πελοπόννησο στα Κύθηρα μετά τα Ορλωφικά, Εμμ. Καλλίγερος, Αρέσκουσα 1999) το 1784, δηλαδή 14 χρόνια αργότερα, όταν πολλοί είχαν αποδημήσει σε άλλα μέρη και ακόμα περισσότεροι στον Κύριο, στα Κύθηρα παρέμεναν πάνω από 600 άτομα, δηλαδή υπολογίσιμος αριθμός αν υπολογίσουμε ότι τότε ο συνολικός πληθυσμός δεν ήταν περισσότερος από 6000 ψυχές. Από τον πληθυσμό αυτών των προσφύγων συναντώνται ακόμα δεκάδες επώνυμα στα Κύθηρα και τη Διασπορά τους, όπως: Ζερεφός, Βέζος, Τσιγγούνης, Χλαμπέας, Κουλεντιανός, Στελλίου, Αλφιέρης, Κανέλης, Δηλαβέρης, Μισθός, Μιχαλακάκης, Θεοδωρακάκης, Φρανζεσκάκης, Κατράκης κ.α. Μερικοί από τους πρόσφυγες έφυγαν αργότερα για τη Σμύρνη ή την Αίγυπτο, όπου διέπρεψαν είτε στον επιστημονικό, είτε, κυρίως, στον επαγγελματικό χώρο, όπως, Ζερεφός, Δελακοβίας, Δηλαβέρης, Κύπριος ή Κυπριάδης (στα Κύθηρα έφθασε ως Φραγκάκης) Μισθός και άλλοι, όμως τα περισσότερα από τα επώνυμα αυτών των προσφύγων χάθηκαν και η μόνη ανάμνηση από αυτά είναι η καταγραφή τους σε κάποιες απογραφές, όσων δηλαδή έφθασαν χρονικά ως αυτές!
Τελευταία μεγάλη εισροή προσφύγων, καίτοι πολύ μικρότερη από τις προηγούμενες, λόγω και του τρόπου ελέγχου και αντιμετώπισής τους από τις αγγλικές αρχές του νησιού, είναι οι μικρές ομάδες προσφύγων που έφθασαν μετά το 1821, με την Ελληνική Επανάσταση, πολλοί από τους οποίους βρήκαν προσωρινή περίθαλψη και άσυλο στα Μυρτίδια. Ανάμεσά τους ο γνωστός λόγιος και κληρικός Διονύσιος Πύρρος ο Θεσσαλός, ο οποίος ασχολήθηκε και με την ιστορία του τόπου μας. Την ίδια εποχή περίπου, (1823), έχουμε και την εμφάνιση μικρής ομάδος Τούρκων προσφύγων μετά την πτώση της Τριπολιτσάς κατά την Επανάσταση, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων σφαγιάστηκε από λίγους εξαγριωμένους κατοίκους του Καραβά, λόγω των συγκρούσεων που είχαν προηγηθεί στην Πελοπόννησο, σε όρμο κοντά στο χωριό ή, κατ’ άλλες μαρτυρίες, για να πάρουν τα υπάρχοντά τους. Εξ αιτίας αυτού έξι από τους πρωταιτίους τότε δικάστηκαν στη Χώρα από τους Άγγλους και απαγχονίστηκαν στη θέση που σήμερα ονομάζεται «Οι κρεμασμένοι» δεξιά στην είσοδο της πρωτεύουσας, καθώς τα σώματά τους έμειναν στην αγχόνη για παραδειγματισμό για πολλές ημέρες.
Δύο περιπτώσεις ακόμα παλαιότερων προσφυγικών ροών στα Κύθηρα θα μπορούσαν να καταγραφούν, δυστυχώς όμως τα διαθέσιμα στοιχεία στις πηγές είναι πενιχρά. Η παλαιότερη είναι η μεγάλη έξοδος προσφύγων μετά την κατάληψη της Κορώνης από τους Τούρκους το 1500. Από τους πρόσφυγες αυτούς είναι γνωστό ότι κατέφυγαν στην Κρήτη δεκάδες οικογένειες. Σίγουρο είναι ότι κάποιες άλλες έφθασαν στα Κύθηρα, από τις οποίες η μόνη μαρτυρία είναι το επώνυμο Κορωναίος, κατάλοιπο αυτών των προσφύγων στο νησί μας. Επίσης δεν φαίνεται να είχαμε πολλούς πρόσφυγες από την κατάληψη της γειτονικής μας Μονεμβασίας από τους Τούρκους το 1540, καίτοι είναι γνωστές οι σχέσεις των Κυθήρων με την περιοχή αυτήν. Τότε προτάθηκε από τους Ενετούς στους Μονεμβασιώτες να καταφύγουν στα Κύθηρα, όμως, με εισήγηση του Μητροπολίτη τους Μητροφάνους το απέρριψαν, καθώς το νησί ήταν άγονο. Ασφαλώς κάποιοι θα έφθασαν και στα Κύθηρα, δεν μπορούμε όμως να μιλήσουμε για προσφυγικό κύμα.
Τώρα, εκτός από αυτούς τους πρόσφυγες, οι οποίοι, όπως είπαμε, ήταν ομόθρησκοι και ομοεθνείς, στο νησί έφθαναν σε διάφορες εποχές και μετανάστες, συνήθως μεμονωμένα άτομα, συνηθέστερα Μωαμεθανοί, οι πλείστοι των οποίων καταγράφονται, ως Τούρκοι, καίτοι δεν ήταν πάντα τουρκικής καταγωγής. Έφθαναν όμως και αθίγγανοι, αλλά και πολλοί Αρβανίτες. (Η πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση αφορά έναν βοσκό Γεώργη Σουρούστα, 1563) αν και δεν είναι βέβαιη η αρβανίτικη καταγωγή του. Αργότερα έχουμε περισσότερες αφίξεις, πολλές δε αναφέρονται σε γραπτές πηγές για «Αρβανίτες» αν και ουδείς από αυτούς ή τους απογόνους τους έχει καταγραφεί να έχει παραμείνει στα Κύθηρα για μακρό χρόνο ή να έχει αφήσει απογόνους στο νησί, άρα επρόκειτο για περιστασιακές αφίξεις. Ενδιαφέρουσα, πάντως, από κάθε άποψη είναι μία ενδεικτική καταγραφή από τις αρχειακές μαρτυρίες περιπτώσεων αλλοθρήσκων που βαπτίζονταν χριστιανοί στα Κύθηρα, συνήθης εξέλιξη σε μεμονωμένα άτομα από το 16ο έως και το 19ο αι. (Βλ. ενδιαφέρουσα μελέτη Ελένης Χάρου-Κορωναίου στο φ. Ιανουαρίου 2016 της εφημερίδας μας).
Με τα παραπάνω δεν θέλουμε να κάνουμε οποιοδήποτε συσχετισμό, αφού κάθε εποχή έχει ασφαλώς και τις δικές της ιδιαιτερότητες, απλά θέλουμε να επισημάνουμε ότι οι εισροές προσφύγων σε έναν τόπο είναι σύνηθες γεγονός, που οφείλεται σχεδόν πάντα σε πολεμικές συγκρούσεις, εξ αιτίας των οποίων οι άνθρωποι εξανδραποδίζονται από τις εστίες τους και ζητούν καταφύγιο στον πλησίον ασφαλέστερο τόπο. Σίγουρα και οι σημερινοί πρόσφυγες, που φθάνουν στα μέρη μας ανήκουν σε αυτή την κατηγορία στη συντριπτική τους πλειοψηφία, άσχετα αν το δράμα τους εκμεταλλεύονται και διάφοροι επικίνδυνοι τρομοκράτες ή αν ανάμεσα σε αυτούς έχουμε και κακοποιά στοιχεία, τα οποία δεν λείπουν ασφαλώς και από τη χώρα μας, όπως και από καμία άλλη. Το ερώτημα, επομένως, που απομένει να απαντηθεί είναι, με ποίο τρόπο τα πολιτισμένα κράτη θα διαχειρισθούν τις ροές αυτές και πώς θα αφομοιώσουν ή θα εντάξουν όσους από τους πρόσφυγες αυτούς μπορούν να ενταχθούν στις χώρες καταφυγής και αφού σεβασθούν ή αποδεχθούν ασφαλώς τις αξίες και του δικού μας πολιτισμού.
Σημείωση. Το κείμενο αυτό δεν αποτελεί ασφαλώς ιστορική μελέτη του θέματος και έχει την αξία μίας ενδεικτικής καταγραφής των προσφυγικών ροών στο νησί. Στο παραπάνω κομμάτι δεν συμπεριλάβαμε τις προσφυγικές ροές από την Καταστροφή της Σμύρνης του 1922, καθώς φιλοδοξούμε να αποτελέσουν ξεχωριστό σημείωμα στο μέλλον. Για το θέμα αυτό ζητούμε και τη βοήθεια των αναγνωστών μας, καθώς αρκετά σημεία του είναι ακόμη θολά ή και σκοτεινά, όπως επί παραδείγματι ο εξαναγκασμός 2000 περίπου προσφύγων που έφθασαν στο Διακόφτι για εγκατάσταση έπειτα από εφαρμογή συγκεκριμένης πολιτικής και «βρέθηκαν» λίγο αργότερα στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας, όχι κάτω από τις καλλίτερες συνθήκες.