Advertisement

“Η ζυγαριά να είναι χαλασμένη και ο μπακάλης να το ξέρει” (ΙΙ)

Γράφει ο Γιώργος Ι. Κωστούλας*

704

Έλεγα στο προηγούμενο ομότιτλο κείμενο ότι θεωρώ τη φράση του τίτλου τον πιο σύντομο, περιεκτικό και πλήρη ορισμό του Λαϊκισμού. Και ότι η φράση, μεταξύ των άλλων, υπογραμμίζει πως αυτό που κάνει αποκρουστικό το λαϊκισμό είναι ακριβώς αυτή η εξαπατητική επίγνωση, η κυνική υστεροβουλία αυτών που τον μετέρχονται. Αυτή η άκρα ιδιοτέλεια της χρησιμοποίησής του προς ίδιον όφελος. Κάτι που επαληθεύει τον αφορισμό: “Τον λαϊκισμό τον μετέρχονται οι μεγάλοι και τον υφίστανται οι μικροί”.

Το δεύτερο μέρος σήμερα, με την επισήμανση πτυχών όπως: η στάση και οι ευθύνες των πολιτών απέναντι στα επικοινωνιακά τεχνάσματα των πολιτικών, καθώς και η καταστροφική παρουσία των, ούτω καλουμένων, χαρισματικών ηγετών.

Οι πολιτικοί ασπάζονται τόσο βολικότατα τον λαϊκισμό γιατί κάνει τα πάντα τόσο απλά. Κυρίως μέσα από την απαλλαγή των πολιτών-ψηφοφόρων από τις ευθύνες  τους. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, μεταφέρουμε και τις ευθύνες της κοινωνίας των πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Ψηφίζουμε τους πολιτικούς  που μας υπόσχονται τα εύκολα και μετά τους εγκαλούμε γιατί δεν υλοποιούν τα δύσκολα.

Και βεβαίως, οι πολιτικοί θα δικαιώνονται διαχρονικά, όσο οι πολίτες θα παραμένουν “θεατές των λόγων και ακροατές των έργων”, κατά την περιλάλητη φράση του Θουκυδίδη: “Ειώθατε θεαταί μεν των λόγων γίγνεσθαι, ακροαταί δε των έργων, τα μεν μέλλοντα έργα από των ευ ειπόντων σκοπούντες ως δυνατά γίγνεσθε, τα δε πεπραγμένα ήδη, ου το δρασθέν πιστότερον όψει λαβόντες ή το ακουσθέν από των λόγων καλώς επιτιμησάντων”. Δηλαδή, συνηθίζετε να είστε θεάται των λόγων και ακροαταί των έργων, κρίνοντες το δυνατόν των μελλόντων γεγονότων από τους ωραίους λόγους των ρητόρων, ενώ ως προς τα ήδη τετελεσμένα πιστεύετε λιγότερο σε ό, τι είδατε να γίνεται μπροστά σας, παρά στο ό, τι ακούσατε  να λέγεται από ευφραδείς επικριτές.

Σ΄ αυτό στάθηκε και ο Αριστοτέλης, εντοπίζοντας τον εντυπωσιασμό των ανθρώπων  από το μακρινό και θαυμαστό, μέσα από την φράση: “Θαυμασταί γαρ των απόντων εισίν, ηδύ δε το θαυμαστόν εστίν”.

Και ο Πλάτωνας, επίσης, συμπλέει αριστοτεχνικά: “Δια των πιθανοτάτων[ …] εκπλήξαι και ψυχαγωγήσαι, δια την απάτην των θεωμένων”.

Το πράγμα φαίνεται ότι άγγιζε, πλέον, και την αντικειμενικότητα της ιστορίας, για να αναγκάσει και τον Πολύβιο να υψώσει τη φωνή του κατά της μεταφοράς και στην ιστοριογραφία, που τον ενδιέφερε, των επιδεξιοτήτων της ρητορικής: “επ΄ απάτη και γοητεία”.

Δυστυχώς, η πολιτική συνεργάζεται με τη ρητορική, στην από αιώνων μεγαλύτερη επικοινωνιακή απάτη: Την παραγωγή νοήματος δια της γλώσσας, με βάση τον σκοπό τον οποίο, κάθε φορά, εξυπηρετεί η χρήση της. Οι λέξεις και το νόημά τους στην υπηρεσία αυτών που τις χρησιμοποιούν.

“Την ειωθυίαν  αξίωσιν των ονομάτων εις τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει”, λέει ο  Θουκυδίδης: Δηλαδή, με σκοπό τη δικαιολόγηση των πράξεών τους, αλλάζουν αυθαίρετα και όπως τους βολεύει, ακόμα και τη συνήθη σημασία (αξίωσις) που έχουν οι λέξεις. Έτσι, για παράδειγμα, την παράλογη τόλμη ονομάζουν ανδρεία, τη διστακτικότητα δειλία, τη σωφροσύνη ανανδρία, την ανάλυση υπεκφυγή.

Φορείς της παραπάνω περιγραφόμενης  ρητορικής οι περίφημοι χαρισματικοί ηγέτες. Όσο μεγαλύτερη ένδεια υπάρχει στην παραγωγή πολιτικής σκέψης και στη αποτελεσματική  εφαρμογή της, τόσο η “πληρωμένη” απάντηση, η ατάκα θα κλέβει την παράσταση. Η ατάκα: αυτή η μεμονωμένη φράση-κλειδί που συνοψίζει, υποτίθεται, τη σχολιαστική ετοιμότητα και ευστοχία του ομιλητή, αυτή η αβανταδόρικη καντρίλια της  ανταλλαγής καινοφανών φράσεων, αυτή η αδιαφιλονίκητη συγκομιδή στιγμιαίων επικοινωνιακών κερδών. Όπου, λεκτικά μορφώματα υποκαθιστούν την ουσία, εκτονώνουν τις εντάσεις, αποπροσανατολίζουν τη λογική, διασκεδάζουν τη σκληρή πραγματικότητα.

Δύσκολο να βρεθεί πολιτικός  που θα αντισταθεί στη γοητεία της, ενώ σπανίως αμφισβητείται η επικοινωνιακή της δύναμη. Μια απόδειξη: Πιο εύκολο είναι να περιγράψει κανείς  τον μεταπολιτευτικό κοινοβουλευτικό μας βίο μέσα από ατάκες και συνθήματα, παρά μέσα από νομοθετικές ρυθμίσεις. Παραδείγματα: Οι πιπίλες για “περήφανα και τιμημένα γηρατειά”, για το κράτος που “επανιδρύεται”, με “σεμνότητα και ταπεινότητα”, για την αλλαγή που θα φέρει “ακόμα καλύτερες μέρες”.

Ναι. Είναι τόσο εύκολο για τους τεχνίτες του είδους “τον ήττω λόγον κρείτω ποιείν”.

Κατά τον Laclau, Αργεντινό μελετητή του φαινομένου, οι χαρισματικοί ηγέτες εμφανίζονται όταν συσσωρεύεται ένας μεγάλος όγκος κοινωνικών και οικονομικών αιτημάτων, τα οποία δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο του υφιστάμενου θεσμικού συστήματος. Με την εμφάνισή του ο χαρισματικός, λαϊκιστής ηγέτης απορρίπτει τους θεσμικούς μεσάζοντες και αυτοπαρουσιάζεται και επιβάλλεται ως άμεσος εκπρόσωπος του λαού, εκφραστής των συμφερόντων του και όχημα πραγμάτωσης του “πεπρωμένου” του.

Τα κοινά, τυπικά χαρακτηριστικά των υπηκόων-θυμάτων των χαρισματικών ηγετών δεν έχουν αλλάξει, ούτε κατά κεραίαν από την εποχή που ο Θουκυδίδης προσπαθούσε να νουθετήσει τα πλήθη: “[…] και μετά καινότητος μεν λόγου απατάσθε άριστοι, μετά δεδοκιμασμένου δε μη ξυνέπεσθαι εθέλειν, δούλοι όντες των αεί ατόπων”. Δηλαδή, είστε οι πρώτοι και καλύτεροι στο να γοητεύεστε με καινούργια σχήματα λόγου και στο να αντιδράτε σε δοκιμασμένα επιχειρήματα, δούλοι κάθε παραδοξολογίας.

Είκοσι πέντε αιώνες μετά, τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Ούτε σε ό,τι χαρακτηρίζει τα χαρισματικά αναρριχητικά, ούτε τους πιστούς λογοφάγους υπηκόους τους.

Οι χαρισματικοί ηγέτες… Μοιραίους να τους ονομάσουμε;  Σε όλη  τους τη ζωή δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να παίζουν την τυφλόμυγα. Εύκολα μπορεί κανείς να τους καταδικάσει, αλλά πολύ δύσκολα να αρνηθεί τη γοητεία τους. Πανάλαφροι, επισφαλείς, επίφοβοι, επικίνδυνοι, όχι όμως γι’ αυτό λιγότερο ελκυστικοί.

Υπόδειγμα αξεπέραστο ο Αλκιβιάδης: “Πιο λάγνος στους Πέρσες, όσο κανείς Πέρσης, πιο αυστηρός στη Σπάρτη, όσο κανείς Λακεδαίμων”.  Αυτός που στη Σπάρτη είχε ζήσει σαν Σπαρτιάτης, “ψυχρολουτών και μάζη συνών και ζωμώ μέλανι χρώμενος”, έζησε κατόπιν τη μαλθακή ζωή του σατράπη. Αυτά από τον Πλούταρχο.

Στο πρόσωπο των χαρισματικών ηγετών, όλες οι αντιθέσεις συντιθέμενες σε μια μοναδική αρμονία. Η γοητεία τους; Να ακούς να σου λένε ναι, χωρίς να έχεις κάνει καμιά ερώτηση.

 

Αναφορές: Με το θέμα έχουν ασχοληθεί, κατά καιρούς, οι: Στ. Καλύβας, Μ. Κατσουνάκη, Θ. Λίποβατς, Π. Μανδραβέλης, Ν. Ξυδάκης, Γ. Παγουλάτος, Χ. Τσούκας. Τμήματα και ιδέες από κείμενά τους περιλαμβάνονται και στο δικό μου κείμενο.

* Τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα gcostoulas@gmail.com

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο